Στίχοι: Κώστας Βάρναλης
Μουσική: Λουκάς Θάνου
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης
Δεν λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια
κούτσα μια και κούτσα δυο στης ζωής το ρημαδιό
Μεροδούλι ξενοδούλι δέρναν ούλοι οι αφέντες δούλοι
ούλοι δούλοι αφεντικό και μ' αφήναν νηστικό
και μ' αφήναν νηστικό
Ανωχώρι κατωχώρι ανηφόρι κατηφόρι
και με κάμα και βροχή ώσπου μου 'βγαινε η ψυχή
Είκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα στην εμπασιά του χωριού την εκκλησιά
του χωριού την εκκλησιά
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο άιντε σύμβολο αιώνιο
αν ξυπνήσεις μονομιάς θα 'ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
θα 'ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
Και ζευγάρι με το βόδι άλλο μπόι κι άλλο πόδι
όργωνα στα ρέματα τ αφεντός τα στρέμματα
Και στον πόλεμο όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί για τ' αφέντη το φαΐ
για τ' αφέντη το φαί
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...
Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει
άλλος ήλιος έχει βγει σ' άλλη θάλασσα άλλη γη
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...
Οἱ μοιραῖοι
Μὲς στὴν ὑπόγεια τὴν ταβέρνα,
μὲς σὲ καπνοὺς καὶ σὲ βρισιές,
(ἀπάνου ἐστρίγγλιζε ἡ λατέρνα)
ὅλη ἡ παρέα πίναμε ἐψές,
ἐψές, σὰν ὅλα τὰ βραδάκια,
νὰ πᾶνε κάτου τὰ φαρμάκια.
Σφιγγόταν ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλο
καὶ κάπου ἐφτυοῦσε καταγῆς,
ὤ! πόσο βάσανο μεγάλο
τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆς!
Ὅσο κι ὁ νοῦς ἂν τυραννιέται
ἄσπρην ἡμέρα δὲ θυμιέται!
(Ἥλιε καὶ θάλασσα γαλάζα
καὶ βάθος τοῦ ἄσωτου οὐρανοῦ,
ὤ! τῆς αὐγῆς κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα τοῦ δειλινοῦ,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιά μας!)
Τοῦ ἑνοῦ ὁ πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος - ἴδιο στοιχειὸ
τοῦ ἄλλου κοντόμερη ἡ γυναῖκα
στὸ σπίτι λιώνει ἀπὸ χτικιό,
στὸ Παλαμήδι ὁ γυιὸς τοῦ Μάζη
κ᾿ ἡ κόρη τοῦ γιαβῆ στὸ Γκάζι.
-Φταίει τὸ ζαβὸ τὸ ριζικό μας!
-Φταίει ὁ θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ!
-Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας!
-Φταίει πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ κρασί!
«Ποιὸς φταίει; Ποιὸς φταίει;... κανένα στόμα
δὲν τὅβρε καὶ δὲν τὄπε ἀκόμα.
Ἔτσι, στὴν σκοτεινὴ ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σὰν τὰ σκουλήκια κάθε φτέρνα
ὅπου μᾶς εὕρει, μᾶς πατεῖ:
δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα!
προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θάμα!
Το τραγούδι του τρελού
Μουσική: Νίκος Μαμαγκάκης, Ποίηση : Κώστας Βάρναλης, Τραγούδι : Μαρία Δημητριάδη, Δίσκος : ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ (1974)
με νταγερέ, που κουδουνά,
σύρε σκοπόν αντάμικο.
Εστράβωσα τη φέσα μου,
έρωτας που `ναι μέσα μου
για να χορέψω τσάμικο.
Χίλια χέρια κι άρματα
να `χα να σας φράξω,
να `χα και δυο κέρατα
τον οχτρό να σκιάξω!
Για να βαστάξει όσο μπορεί,
το μακελειό, να `στε γεροί,
της πένας αντρειωμένοι!
Κανοναρχάτε τ’ όνομά μας,
όντας η δόξα μελετά μας
τα σκελετά, γερμένη.
Να χαμ’ ένα βασιλιά,
για να μας θαμπώνει,
με λειρί στο κούτελο,
και φωνή τρομπόνι!
Όλα εδώ χάμου ψεύτικα.
Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα,
μαύρη ζωή, όλη πίκρα.
Μα θα χαρώ σε, λευτεριά,
αιώνια αλήθεια κι ομορφιά,
σαν θα περάσω αντίκρα.
Να χαμ’ ένα βασιλιά,
δράκο με χοντρό λαιμό,
σέρτικο κι αράθυμο,
για να κάνει πόλεμο!
Άμποτε λίγο να δυνόμουν
για μια στιγμή να τρελαινόμουν,
ο σαλεμένος νους
και τα κλεισμένα τσίνορα
να μην ξαμώνουν σύνορα
και χώριους ουρανούς!
Να ιδώ τον κόσμο ανάποδα
τον αδερφό μου ξένο
και τον οχτρόν αδέρφι μου
αδικοσκοτωμένο.
Με πάθος την αλήθεια φανερώνω,
μα ποιος μ ακούει; Κάτι άγουρα παιδιά.
Γυροκοιτάω, κανένας δε με ξέρει,
όπως κι εγώ δεν ξέρω τον εαυτό μου.
Πλήθος μεγάλοι στο Μουσειο της Τέχνης,
αθάνατοι όλοι, λίγοι μόνο ζούνε.
Οκτώβρης 1974
Το ποίημα αυτό είναι γραμμενο αμέσως μετά την πτώση της χούντας και βρίσκεται στη συλλογή Οργή λαού που εκδόθηκε μετά τον θανατό του.
μα ποιος μ ακούει; Κάτι άγουρα παιδιά.
Γυροκοιτάω, κανένας δε με ξέρει,
όπως κι εγώ δεν ξέρω τον εαυτό μου.
Πλήθος μεγάλοι στο Μουσειο της Τέχνης,
αθάνατοι όλοι, λίγοι μόνο ζούνε.
Οκτώβρης 1974
Το ποίημα αυτό είναι γραμμενο αμέσως μετά την πτώση της χούντας και βρίσκεται στη συλλογή Οργή λαού που εκδόθηκε μετά τον θανατό του.
“Αλίμονο στον αυτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και στους νόμους των Κλεφτών”».
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο «συνταρακτικό μοτίβο» που διαπερνάει το έργο του Βάρναλη είναι το «ξύπνημα» της ταξικής συνείδησης (το «ξύπνημα» του λαού): «Το κεφάλι του λαού. Να το πρόβλημα!».
Ένα τέτοιο «ξυπνητήρι» ήθελε ο Βάρναλης να είναι και το έργο του…