Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Κώστας Βάρναλης: ο ποιητής του λαού

Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας, όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Έδειξε σε νεαρή ηλικία την κλίση του προς τα γράμματα, καθώς τελειώνοντας τις σπουδές του στο Ελληνικό Σχολείο ήρθε στην Ελλάδα, όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έλαβε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών.
Εργάστηκε για χρόνια ως καθηγητής στη δημόσια μέση εκπαίδευση σε Βουλγαρία και Ελλάδα και το 1919 έλαβε υποτροφία για μετεκπαίδευση στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής, ενώ ήρθε σε επαφή με τα προοδευτικά ιδεολογικά ρεύματα του μαρξισμού και του διαλεκτικού υλισμού και τον επαναστατικό αέρα του μεσοπολέμου.
Οι αριστερές ιδέες έγιναν έκδηλες στην ποίησή του, κάτι που αργότερα του κόστισε τη δουλειά του στο δημόσιο, απ’ όπου τον απέλυσε η δικτατορία του Πάγκαλου το 1925. Χωρίς προοπτική ακαδημαϊκής καριέρας στρέφεται στη δημοσιογραφία, μελετώντας παράλληλα όλα τα φιλοσοφικά ρεύματα και μεταφράζοντας έργα της κλασικής ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας (Αριστοφάνης, Ευριπίδης, Μολιέρος κ.α.).
Βέβαια είχε κάνει την εμφάνισή του στα γράμματα πολύ νωρίτερα, το 1905 με την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής «Κηρήθρες». Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ. Από τα πιο σημαντικά έργα του είναι«Το φως που καίει» (το οποίο εξέδωσε το 1922 στην Αλεξάνδρεια, με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας), η συλλογή αφηγημάτων «Ο λαός των μουνούχων» (1923), το κριτικό δοκίμιο «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» (1925), το ποιητικό «Σκλάβοι πολιορκημένοι» (1927), το αφηγηματικό «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη» (1931) κ.α. Τη διετία 1956-1958 κυκλοφόρησαν τα άπαντά του σε τρεις τόμους και έκτοτε η παραγωγή του περιορίστηκε στο ελάχιστο.
Ο Κώστας Βάρναλης θεωρείται μοναδικός κοινωνικός ποιητής και συγγραφέας: πουθενά στο έργο του δεν υπάρχουν τα ίχνη ενός διανοουμενισμού, πού συχνά συναντάται σε ανάλογες περιπτώσεις. Το ισχυρό ταλέντο του μετέβαλλε σε καθαρή «λαϊκή» τέχνη και σπαρταριστό υλικό οποιαδήποτε ιδέα ή ιδεολογία βρισκόταν στην αφετηρία της δημιουργίας του, μιλώντας στις καρδιές και των πιο απλών «προλεταρίων». Η ασυμβίβαστα κοινωνική στρατευμένη τέχνη του ήταν ο λόγος που τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν το 1959.
Έγραφε στη δημοτική, με καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Το έργο του χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα.
Παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου το 1929, ενώ πέθανε το 1974 πλήρης ημερών και έχοντας δρέψει τις δάφνες του, που δεν ήταν άλλες από την αγάπη του λαού. Αξίζει να σημειωθεί η καλλιτεχνική σημασία των μεταφράσεων του του Αριστοφάνους, με τον όποιο τον συνέδεε μια πηγαία αγάπη προς τις άσεμνολογίες ή, όπως ο ίδιος έλεγε, τις ελευθεροστομίες.



Καμπάνα

Μες στο δροσάνεμο
που αναγαλλιάζω
κι ο νους χανότανε
σε χάος γαλάζιο
ψηλά ας μ’ αφήνατε
να ξεχαστώ
φωτοπερίχυτη, 
στόμα κλειστό.

Ποιο χέρι απλώθηκε
να με σπαράξει
απ’ το χρυσόνειρο
στην άγια πράξη!
Ο πρώτος ήχος μου
πρώτη πληγή, 
με τραβάς, αίμα μου
ξανά στη Γη.

Ω! σεις χαμόσυρτα
λερά σκουλήκια, 
η άλαμπη ζήση σας
ζήση ναι δίκια!
Μια τρύπα ο κόσμος σας
και μέσα κει
ο Χάρος λύτρωση
κι ώρα γλυκή.

Δεν είναι κέντρισμα
να σας κουνήσει, 
κορμιά, που η άλυσσο
τα ’χει τσακίσει!
Σκέψη, ποιος άνεμος
θέ ν’ αξιωθεί
να σ’ ανατάραζε, 
σκότος βαθύ;

Πίσου απ’ τα λόγια μου
πίκρα φαρμάκι, 
τι κόσμοι απέραντοι
βυθοί λουλάκι!
Μάτι δε βρίσκεται
να θαμπωθεί
κι αφτί δε βρίσκεται
να λιγωθεί;

Να `ταν να ξήλωνεν
απ’ την καρδιά μου
Μοίρα καλόβουλη
τ’ άγρια καρφιά μου
και να με σήκωνε
μ’ άξιο φτερό
σκέψη που μέστωσε
με τον καιρό.

Πάνω από θάλασσες
πάνω από χώρες
με τον καλόκαιρο
και με τις μπόρες
να με κατέβαζεν αγαλινά
όπου τ’ ανθρώπινο
πλήθος πονά.

Σε μίνες φόνισσες
μπουχές καζέρνες, 
λιμάνια ολόκαπνα, 
βοερές ταβέρνες, 
σπιτάλια σκοτεινά
και φυλακές, 
μπορντέλ’ ακάθαρτα
και προσευκές.

Στα στήθια να μπαινα
σαν την ανέσα, 
σφυγμός βαθύρριζος
στις φλέβες μέσα
στο νου σαν άστραμα
και στην ψυχή, 
ν’ αχούσ’ αδιάκοπα
τη διδαχή:

Όλα τελειώνουνε
κι όλα περνάνε!
Ιδέες βασίλισσες
κακογερνάνε.
Στις νέες ανάγκες σου
κόπος βαρύς, 
σκοπούς αλάθεφτους
κοίτα να βρεις.

Αν είν’ η σκέψη σου
πριν από σένα, 
δεν είναι απόκομμα
θεού και γέννα.
Τη σκλάβα σκέψη σου, σκλάβα δετή
σου τηνε πλάσανε
οι Δυνατοί.

Φτωχέ, σου μάραναν
κόποι και πόνοι
τη θέληση άβουλη
πιωμένη αφιόνι!
Αν είναι ο λάκκος σου
πολύ βαθής, 
χρέος με τα χέρια σου
να σηκωθείς!

Τ’ άσκημα χέρια σου, 
των όλω αιτία, 
βαστάνε μάργελη
την πολιτεία!
Βγαίνει απ’ τα χέρια σου
κάθε αγαθό
του ωραίου περίθετο
το χρυσανθό.

Σφίξε τα χέρια σου, 
για Σένα κράτει
τ’ άμοιαστον έργο σου, 
την Πλάση ακράτη
κι όλο ανεβαίνοντας
προς τη Χαρά
μέσα σου θά ναβεν
άστρων σπορά.

Κι όπου σε σφάζουνε
δεμένον πίσου, 
να βρόνταε άξαφνα
σεισμός αβύσσου, 
χίλι’ αστροπέλεκα:
Δεν είναι μπρος!
Κρύβεται πίσω σου
χρόνια ο οχτρός!





Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου