Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

Ούλρικε Μάινχοφ


Η βιογραφία της Ουλρίκε Μάινχοφ: «Αν μάθεις πως αυτοκτόνησα, να είσαι σίγουρη ότι ήταν φόνος!»
Κανένα από τα φονικά στελέχη των ναζί, κανένας εγκληματίας πολέμου δεν είχε καταδιωχτεί «με τόση λύσσα» γράφει η Γιούττα Ντίτφουρτ



Η πρόσφατη κυκλοφορία της βιογραφίας της Ουλρίκε Μάινχοφ με τίτλο Ουλρίκε Μάινχοφ - Η βιογραφία, γραμμένη από τη Γιούττα Ντίτφουρτ, συνιδρύτρια, πρόεδρο και βουλευτίνα του Κόμματος των Πρασίνων (απεχώρησε το 1991 σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη δεξιά στροφή του), από τις εκδόσεις Νάρκισσος, σε μετάφραση της Ηλιάνας Αγγελή, επιμέλεια του Γιάννη Καλιφατίδη και πρόλογο του Κώστα Καλφόπουλου, μας δίνει την ευκαιρία να αναφερθούμε σε αυτό το θρυλικό πρόσωπο της γερμανικής Αριστεράς.

Σύμφωνα με τον Κώστα Καλφόπουλο, η Ντίτφουρτ είναι η πλέον αρμόδια για μια ενδελεχή βιογραφική προσέγγιση της Μάινχοφ λόγω φύλου, ιδεολογίας, εποχής και πολιτικής (οι ιδέες της Ουλρίκε είναι στις σκέψεις της Γιούτα). Για τη βιογράφο η τομή στη ζωή της Μάινχοφ είναι η χρονολογία 14 Μαΐου 1970, όταν η Ουλρίκε, μαζί με την Γκούντρουν Ένσλιν και δύο ακόμα συντρόφους της, απελευθέρωσε τον κρατούμενο Αντρέας Μπάαντερ από τη βιβλιοθήκη ενός μορφωτικού ιδρύματος στο Δυτικό Βερολίνο. Στην επιχείρηση τραυματίστηκε ένας υπάλληλος του ιδρύματος και η Μάινχοφ άφησε την τσάντα της που πρόδωσε την ταυτότητά της με αποτέλεσμα να επικηρυχθεί.

Την ίδια μέρα, ο Κλάους Ράινερ Ρελ, πρώην σύζυγος της Μάινχοφ, πατέρας των επτάχρονων δίδυμων θυγατέρων τους, της Ρεγκίνε και της Μπετίνα, γιόρταζε στο Αμβούργο τη δέκατη πέμπτη επέτειο του περιοδικού konkret. Ύστερα από λίγες ώρες το Δυτικό Βερολίνο πλημμύρισε με τις φωτογραφίες της καταζητούμενης, ενώ άρχισε ένα ανθρωποκυνηγητό, το μεγαλύτερο μετά το 1945 στη Γερμανία. Κανένα από τα φονικά στελέχη των ναζί, κανένας εγκληματίας πολέμου δεν είχε καταδιωχτεί «με τόση λύσσα», γράφει η Ντίτφουρτ.

Η Ουλρίκε Μαρί Μάινχοφ γεννήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1934 στο Όλντεμπουργκ. Όταν γνωρίστηκαν οι γονείς της, ήταν σαν να συγκρούστηκαν δύο κόσμοι. Στη μία πλευρά βρίσκονταν οι Γκούτχαρντ, ένθερμοι σοσιαλιστές, και στην άλλη οι Μάινχοφ, εθνικόφρονες και φανατικοί προτεστάντες, που σύντομα θα εξελίσσονταν σε παθιασμένους ναζί. Ως μαθήτρια ήταν εξαιρετικά επιμελής, διάβαζε πολλά βιβλία, αγαπούσε την όπερα, έπαιζε βιολί.

Το 1949, όταν πέθανε η μητέρα της -ήδη είχε πεθάνει ο πατέρας της–, την κηδεμονία της Ουλρίκε και της μεγαλύτερης αδελφής της Βήνκε, οι οποίες μεγάλωσαν με χριστιανικές αρχές, ανέλαβε η Ρενάτε Ρήμεκ, καθηγήτρια σε παιδαγωγική ακαδημία. Στη διάρκεια των σπουδών της στα Παιδαγωγικά, στη Γερμανική Φιλολογία, στην Ψυχολογία και στην Ιστορία της Τέχνης άρχισε να θαυμάζει τις ιδέες του Καρλ Μαρξ και να αισθάνεται συμπάθεια για τη Σοβιετική Ένωση, που φρόντιζε να αποκρύπτει.

Το 1956 τη βρίσκουμε ειρηνίστρια, αντίθετη με τον επανεξοπλισμό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, μέλος μιας κίνησης κατά των πυρηνικών όπλων, αρθρογράφο σε ένα φοιτητικό περιοδικό και μια ευαγγελική επιθεώρηση. Ενθουσιασμένη από τη συλλογική δουλειά, αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή της στον αγώνα για τη βελτίωση της κοινωνίας. Το 1958, σε μια εκδήλωση κατά των πυρηνικών όπλων, γνώρισε τον Ράινερ Ρελ, αρχισυντάκτη του δημοφιλούς φοιτητικού περιοδικού του Αμβούργου Konkret. Τότε, για πρώτη φορά στη ζωή της, μίλησε σε συλλαλητήριο, με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί ως η νέα Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Για να έχει πολιτική κάλυψη, προσχώρησε στο SDS, τη φοιτητική παράταξη του SPD (Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας). Σύντομα όμως τη διέγραψαν, οπότε έγινε μέλος του ΚPD, του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας, που είχε δεσμούς με το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας, και συντάκτρια του konkret. Ο γάμος της με τον Ράινερ Ρελ το 1961 είχε συνέπεια να γίνει αρχισυντάκτρια του περιοδικού, ενώ απέκτησε και δύο κόρες, τη Ρεγκίνε και την Μπετίνα.

Η δεκαετία του ’60 ήταν γεμάτη γεγονότα που καθόρισαν τη μελλοντική πορεία της Μάινχοφ. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ, οι διαδηλώσεις των Αμερικανών φοιτητών έκαναν τους Γερμανούς νέους να δραστηριοποιούνται συνεχώς. Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών στην Ελλάδα και η εγκαθίδρυση ενός ακόμα δικτατορικού καθεστώτος, μετά την Πορτογαλία και την Ισπανία, προβλημάτισε τη Μάινχοφ, που φοβήθηκε πως το ίδιο μπορούσε να συμβεί και στην πατρίδα της.

Ήταν η εποχή που ο γάμος της είχε κλυδωνιστεί εξαιτίας της ερωτικής σχέσης του άντρα της με τη Δανάη, σύζυγο ενός Έλληνα συγγραφέα, του Πέτρου Κουλμάση. Τον Φεβρουάριο του 1968 πήρε τα παιδιά της, εγκατέλειψε τον άντρα της και εγκαταστάθηκε στο Δυτικό Βερολίνο πλημμυρισμένη ελπίδες για πολιτικές αλλαγές.

Τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου, μετά τον εμπρησμό πολυκαταστημάτων, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν δύο αριστεροί νέοι: η Γκούντρουν Ένσλιν ο Αντρέας Μπάαντερ, που αποτελούσαν ερωτικό ζευγάρι. Ύστερα από αυτό, τα γεγονότα σε ολόκληρη τη Δυτική Γερμανία πήραν μορφή χιονοστιβάδας. Η Μάινχοφ, που εργαζόταν στην πρώτη μεγάλου μήκους τηλεταινία της και προσλήφθηκε για να διδάξει στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, προκαλώντας τις αντιδράσεις συντηρητικών κύκλων, φιλοξένησε την Ένσλιν και τον Μπάαντερ που είχαν διαφύγει και καταζητούνταν.

Τότε, το 1970, ορισμένα αριστερά άτομα εξέταζαν τις προοπτικές ενός μαχητικού επαναστατικού κινήματος: λίγο μετά, αυτοί θα γίνονταν γνωστά στον Τύπο ως «Συμμορία Μπάαντερ - Μάινχοφ» η αλλιώς Οργάνωση Κόκκινος Στρατός (RAF). Σύντομα ο Μπάαντερ συνελήφθη. H απελευθέρωσή του στις 14 Μαΐου 1970 από τη Μάινχοφ και το κυνηγητό των μελών της ομάδας της τους οδήγησε όλους στην Ιορδανία, όπου εκπαιδεύτηκαν στον ανταρτοπόλεμο από Παλαιστίνιους μαχητές.

Όταν επέστρεψαν στη Γερμανία, η Μάινχοφ πέρασε στην παρανομία και λήστεψε για πρώτη φορά τράπεζα στις 29 Σεπτεμβρίου 1970. Ακολούθησαν κι άλλες παρόμοιες ενέργειες, αλλά η RAF, αποκομμένη από την κοινωνία, έμελλε να καταλήξει μικρή παράνομη οργάνωση. Η ένοπλη πάλη κατάντησε αυτοσκοπός και ο δρόμος της επιστροφής στη νόμιμη Αριστερά έμοιαζε ερμητικά κλειστός.

Τα μέλη της οργάνωσης όμως ήταν αποφασισμένα να παλέψουν μέχρι θανάτου και δήλωναν την παρουσία τους με προκηρύξεις που άρχιζαν με φράσεις του Μάο Τσε Τουνγκ. Στο μεταξύ στη χώρα δρομολογήθηκε ένα κυνήγι μαγισσών, καθώς διανοούμενοι, μακρυμάλληδες, αμφισβητίες θεωρούνταν ύποπτοι ως τρομοκράτες. Τον Μάιο του 1972 πιάστηκε ο Μπάαντερ και τον Ιούνιο η Μάινχοφ. Κλείστηκαν στη φυλακή μαζί με άλλους συντρόφους τους.

Όταν έγινε η δίκη της Μάινχοφ, τα ψυχικά και σωματικά αποθέματα της είχαν εξαντληθεί. Εντούτοις, όταν τον Μάιο του 1976 την επισκέφτηκε στις φυλακές Σταμχάιμ στη Στουτγάρδη, η αδελφή της τής είπε: «Αν μάθεις πως αυτοκτόνησα, να είσαι σίγουρη ότι ήταν φόνος!».

Στις 7 Μαΐου την επισκέφθηκε ένας Ιταλός, συνήγορος των ιταλικών Ερυθρών Ταξιαρχιών, μεταφέροντάς της την επιθυμία για επικοινωνία μεταξύ των δύο οργανώσεων.

Ήταν ο τελευταίος επισκέπτης της, διότι στις 9 Μαΐου βρέθηκε στο κελί της απαγχονισμένη, με μια θηλιά στα κάγκελα του κιγκλιδώματος. Η επίσημη θέση για τον θάνατό της ήταν η αυτοκτονία, ωστόσο οι συγγενείς, οι φίλοι και οι συνήγοροι μίλησαν για δολοφονία.


Σύμφωνα με τον Κώστα Καλφόπουλο και πάλι, με τον πρόωρο και τραγικό της θάνατο η Ουλρίκε Μάινχοφ πέρασε στην αιωνιότητα και στον μύθο, καθώς αρνήθηκε να ενσωματωθεί πλήρως στο κυρίαρχο σύστημα, ως μια γυναίκα που, παρά τις προσπάθειές της, δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις συχνά απάνθρωπες απαιτήσεις και συνθήκες δράσης μιας παράνομης οργάνωσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου