Αν με ξεχάσεις
Ένα
θέλω να ξέρεις.
θέλω να ξέρεις.
Ξέρεις πώς είν’ αυτό:
Αν κοιτάξω
το κρυστάλλινο φεγγάρι, το κόκκινο κλαδί
του αργού φθινοπώρου στο παράθυρό μου,
αν αγγίξω
πλάι στη φωτιά
την ατάραχη στάχτη
ή το ρυτιδωμένο σώμα του ξύλου,
όλα με φέρνουν σε σένα,
Αν κοιτάξω
το κρυστάλλινο φεγγάρι, το κόκκινο κλαδί
του αργού φθινοπώρου στο παράθυρό μου,
αν αγγίξω
πλάι στη φωτιά
την ατάραχη στάχτη
ή το ρυτιδωμένο σώμα του ξύλου,
όλα με φέρνουν σε σένα,
λες και ό,τι υπάρχει,
αρώματα, φως, μέταλλα,
είναι μικρά πλεούμενα που ταξιδεύουν
προς τα νησιά σου που με περιμένουν.
αρώματα, φως, μέταλλα,
είναι μικρά πλεούμενα που ταξιδεύουν
προς τα νησιά σου που με περιμένουν.
Μα..
Αν λίγο λίγο πάψεις πια να μ’αγαπάς,
θα πάψω κι εγώ να σ’αγαπώ.. λίγο λίγο.
Αν λίγο λίγο πάψεις πια να μ’αγαπάς,
θα πάψω κι εγώ να σ’αγαπώ.. λίγο λίγο.
Κι αν ξαφνικά με ξεχάσεις,
μην ψάξεις να με βρεις
θα σ’έχω ήδη λησμονήσει.
μην ψάξεις να με βρεις
θα σ’έχω ήδη λησμονήσει.
Αν θεωρήσεις ότι κρατάει πολύ κι είναι τρελός
ο άνεμος από σημαίες
που περνάει απ’τη ζωή μου
κι αποφασίσεις
να με αφήσεις στην όχθη
της καρδιάς που έχω ρίζες,
σκέψου
πως εκείνη τη μέρα,
την ώρα εκείνη,
θα σηκώσω τα χέρια
και θα βγουν οι ρίζες μου
για να βρούνε άλλη γη.
ο άνεμος από σημαίες
που περνάει απ’τη ζωή μου
κι αποφασίσεις
να με αφήσεις στην όχθη
της καρδιάς που έχω ρίζες,
σκέψου
πως εκείνη τη μέρα,
την ώρα εκείνη,
θα σηκώσω τα χέρια
και θα βγουν οι ρίζες μου
για να βρούνε άλλη γη.
Όμως
αν κάθε μέρα,
κάθε ώρα,
νιώθεις προορισμένη για μένα
με γλυκύτητα αψεγάδιαστη..
Αν κάθε μέρα ανεβαίνει
ένα λουλούδι στα χείλη σου για να με βρει..
αν κάθε μέρα,
κάθε ώρα,
νιώθεις προορισμένη για μένα
με γλυκύτητα αψεγάδιαστη..
Αν κάθε μέρα ανεβαίνει
ένα λουλούδι στα χείλη σου για να με βρει..
Αχ αγάπη μου, δικιά μου,
μέσα μου όλη τούτη η φωτιά θα επαναλαμβάνεται.
Μέσα μου τίποτα δε θα σβήσει ούτε θα ξεχαστεί..
Η αγάπη μου τρέφεται από την αγάπη σου, αγαπημένη,
κι όσο θα ζεις, θα είναι μες στην αγκαλιά σου,
χωρίς απ’τη δική μου να φύγει.
μέσα μου όλη τούτη η φωτιά θα επαναλαμβάνεται.
Μέσα μου τίποτα δε θα σβήσει ούτε θα ξεχαστεί..
Η αγάπη μου τρέφεται από την αγάπη σου, αγαπημένη,
κι όσο θα ζεις, θα είναι μες στην αγκαλιά σου,
χωρίς απ’τη δική μου να φύγει.
Αργοπεθαίνει όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι,όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του, όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο, όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές.
Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει, όποιος δεν διαβάζει, όποιος δεν ακούει μουσική, όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του. Αργοπεθαίνει όποιος καταστρέφει τον έρωτά του, όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν, όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για την τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή.
Αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει, όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει. Αποφεύγουμε το θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής.
Μόνο η ένθερμη υπομονή θα οδηγήσει στην επίτευξη μιας λαμπρής ευτυχίας.
ΧΑΜΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Διαβάζω όλα όσα γράφουν για μένα
σαν να μη τα βλέπω φευγαλέα,
λες και δεν απευθύνονται σε μένα
οι σκληρές ή δίκαιες λέξεις.
Όχι γιατί αρνούμαι να δεχτώ
την καλόπιστη ή την κακόπιστη αλήθεια
το μήλο που θέλουν να μου προσφέρουν
τη δηλητηριασμένη κοπριά που μου ρίχνουν.
Γι άλλο πρόκειται.
Για το δέρμα μου, τα μαλλιά μου,
τα δόντια μου,
ό,τι πέρασα σε στιγμές δυστυχίας
πρόκειται για το κορμί μου και τη σκιά μου.
Γιατί -είναι η δική μου κι η δική τους ερώτηση-
ο άλλος δίχως αγάπη και διάκριση
ανοίγει τη χαραμάδα και με καρφί
μπήγοντάς το
εισέρχεται στον ιδρώτα ή το ξύλο,
στην πέτρα ή την σκιά,
πούσαν η ύπαρξή μου;
Γιατί να θίγει εμένα π΄ απόμερα ζώ
που δεν υπάρχω, που δεν βγαίνω,
δεν ξανάρχομαι,
γιατί τα πουλιά του αλφαβήτου
απειλούν τα νύχια και τα μάτια μου;
Οφείλω να ικανοποιώ τους άλλους ή να υφίσταμαι;
Πού ανήκω λοιπόν;
Πώς υποθηκεύτηκε η δύναμή μου
τόσο που να τη χάσω;
Γιατί πούλησα το αίμα μου;
Ποιοι είναι οι κύριοι
των αμφιβολιών μου, των χεριών μου,
του πόνου, της κυριαρχίας μου;
Κάποτε φοβούμαι να βαδίζω
δίπλα στ' απόμακρο ποτάμι,
φοβούμαι ν΄ αντικρίζω τα ηφαίστεια
που γνώριζα και με γνώριζαν πάντοτε
καμιά φορά επάνω ή κάτω,
μ΄ εξετάζουν τώρα το ύδωρ, το πυρ
σκέφτονται ότι κιόλας δεν λέω αλήθεια,
πως είμαι ένας ξένος.
Έτσι θλιμμένος,
διαβάζω αυτό που κάποτε δεν ήταν θλίψη,
μα θυμός ή προσχώρηση,
ή μήνυμα του αθέατου.
Για μένα αναμφίβολα,
όλες αυτές οι λέξεις
με χώρισαν από τη μοναξιά.
Και πέρασα γρήγορα,
δίχως να πληγωθώ ή ν΄ αρνηθώ τον εαυτό μου,
σαν να μη τα βλέπω φευγαλέα,
λες και δεν απευθύνονται σε μένα
οι σκληρές ή δίκαιες λέξεις.
Όχι γιατί αρνούμαι να δεχτώ
την καλόπιστη ή την κακόπιστη αλήθεια
το μήλο που θέλουν να μου προσφέρουν
τη δηλητηριασμένη κοπριά που μου ρίχνουν.
Γι άλλο πρόκειται.
Για το δέρμα μου, τα μαλλιά μου,
τα δόντια μου,
ό,τι πέρασα σε στιγμές δυστυχίας
πρόκειται για το κορμί μου και τη σκιά μου.
Γιατί -είναι η δική μου κι η δική τους ερώτηση-
ο άλλος δίχως αγάπη και διάκριση
ανοίγει τη χαραμάδα και με καρφί
μπήγοντάς το
εισέρχεται στον ιδρώτα ή το ξύλο,
στην πέτρα ή την σκιά,
πούσαν η ύπαρξή μου;
Γιατί να θίγει εμένα π΄ απόμερα ζώ
που δεν υπάρχω, που δεν βγαίνω,
δεν ξανάρχομαι,
γιατί τα πουλιά του αλφαβήτου
απειλούν τα νύχια και τα μάτια μου;
Οφείλω να ικανοποιώ τους άλλους ή να υφίσταμαι;
Πού ανήκω λοιπόν;
Πώς υποθηκεύτηκε η δύναμή μου
τόσο που να τη χάσω;
Γιατί πούλησα το αίμα μου;
Ποιοι είναι οι κύριοι
των αμφιβολιών μου, των χεριών μου,
του πόνου, της κυριαρχίας μου;
Κάποτε φοβούμαι να βαδίζω
δίπλα στ' απόμακρο ποτάμι,
φοβούμαι ν΄ αντικρίζω τα ηφαίστεια
που γνώριζα και με γνώριζαν πάντοτε
καμιά φορά επάνω ή κάτω,
μ΄ εξετάζουν τώρα το ύδωρ, το πυρ
σκέφτονται ότι κιόλας δεν λέω αλήθεια,
πως είμαι ένας ξένος.
Έτσι θλιμμένος,
διαβάζω αυτό που κάποτε δεν ήταν θλίψη,
μα θυμός ή προσχώρηση,
ή μήνυμα του αθέατου.
Για μένα αναμφίβολα,
όλες αυτές οι λέξεις
με χώρισαν από τη μοναξιά.
Και πέρασα γρήγορα,
δίχως να πληγωθώ ή ν΄ αρνηθώ τον εαυτό μου,
σαν ν'άσαν γραμμένα γι άλλους
ανθρώπους
που μού μοιαζαν μα απόμακρα,
γράμματα χαμένα.
ανθρώπους
που μού μοιαζαν μα απόμακρα,
γράμματα χαμένα.
Η Θάλασσα
Έχω ανάγκη τη θάλασσα γιατί με διδάσκει:
δεν ξέρω αν μου δίνει μουσική η συνείδηση:
Δεν γνώριζε αν είναι κύμα μονάχα ή πλάσμα βαθύ
ή μονάχα βραχνή φωνή ή θαμβωτική εικασία
ιχθύων και καραβιών.
Γεγονός είναι ότι και κοιμισμένος ακόμα
με κάποιο μαγνητικό τρόπο
κυκλοφορώ
στην παγκοσμιότητα των κυμάτων.
Δεν είναι μονάχα τ αλλοιωμένα κοχύλια,
σα ν’ ανάγγελλε κάποιο αργό θάνατο
τρεμουλιάρης πλανήτης,
όχι, με τη λεπτομέρεια ανοικοδομώ την ημέρα,
με μια ριπή αλατιού το σταλακτίτη,
και με μια κουταλιά τον άπειρο θεό.
Διατηρώ ότι με δίδαξε.
Τον αγέρα, τον αδιάκοπο άνεμο, το νερό και την άμμο.
Μοιάζει ελάχιστο για τον νέο
που’ ρθε εδώ να ζήσει με τις πυρκαγιές του,
αυτός ο παλμός όμως που κατερχόταν
κι ανέβαινε στην άβυσσο του,
το ψύχος του γαλάζιου που κροτάλιζε καιγόμενο,
και η στείρωση του άστρου,
δεν ξέρω αν μου δίνει μουσική η συνείδηση:
Δεν γνώριζε αν είναι κύμα μονάχα ή πλάσμα βαθύ
ή μονάχα βραχνή φωνή ή θαμβωτική εικασία
ιχθύων και καραβιών.
Γεγονός είναι ότι και κοιμισμένος ακόμα
με κάποιο μαγνητικό τρόπο
κυκλοφορώ
στην παγκοσμιότητα των κυμάτων.
Δεν είναι μονάχα τ αλλοιωμένα κοχύλια,
σα ν’ ανάγγελλε κάποιο αργό θάνατο
τρεμουλιάρης πλανήτης,
όχι, με τη λεπτομέρεια ανοικοδομώ την ημέρα,
με μια ριπή αλατιού το σταλακτίτη,
και με μια κουταλιά τον άπειρο θεό.
Διατηρώ ότι με δίδαξε.
Τον αγέρα, τον αδιάκοπο άνεμο, το νερό και την άμμο.
Μοιάζει ελάχιστο για τον νέο
που’ ρθε εδώ να ζήσει με τις πυρκαγιές του,
αυτός ο παλμός όμως που κατερχόταν
κι ανέβαινε στην άβυσσο του,
το ψύχος του γαλάζιου που κροτάλιζε καιγόμενο,
και η στείρωση του άστρου,
μόνο σκοτάδια κρύβεις
κι από το βλέμμα σου, στιγμές
προβάλλει αχτίδα φως
κι από το βλέμμα σου, στιγμές
προβάλλει αχτίδα φως
Όταν γέρνω στα βράδια
ρίχνω τα δίχτυα της θλίψης μου
στο κύμα που βογκά
στα ωκεάνια μάτια σου
ρίχνω τα δίχτυα της θλίψης μου
στο κύμα που βογκά
στα ωκεάνια μάτια σου
Τα νυχτοπούλια δακρύζουν
κάτω από τα αστέρια
που λάμπουν - όπως η ψυχή μου
να σ’ αγαπάει
κάτω από τα αστέρια
που λάμπουν - όπως η ψυχή μου
να σ’ αγαπάει
Η γη θα καλπάζει
φωτίζοντας τους τάφους
γαλάζια στάχυα
Όταν της γης επλήθυναν οι πόνοι
κι απόμειναν στην αγροτιά τα χερσοχώραφα
τότες εσηκώθεις - άπλωσες γενειάδες
τότες εσηκώθεις - ανέμισες μαστίγια
και πήρες να καλπάζεις σαν άνθος σαν φωτιά
τότες εσηκώθεις - άπλωσες γενειάδες
τότες εσηκώθεις - ανέμισες μαστίγια
και πήρες να καλπάζεις σαν άνθος σαν φωτιά
ΣΚΥΦΤΟΣ ΣΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ
Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα δίχτυα μου θλιμμένα
στα ωκεάνια μάτια σου.
Εκεί αποσύρεται και φλέγεται μέσα στην πιο ψηλή φωτιά
η μοναξιά μου που τινάζει τα χέρια της σα ναυαγός.
Κάνω σινιάλα κόκκινα στα μάτια σου που απουσιάζουν
και κυματίζουν σαν τη θάλασσα στα πόδια ενός φάρου.
Μόνο σκοτάδια κρύβεις μέσα σου, γυναίκα μακρινή, δική μου
κι από το βλέμμα σου αναδύεται καμιά φορά η ακτή του τρόμου.
Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα δίχτυα μου τα θλιμμένα
σ' αυτή τη θάλασσα που αναταράζει τα ωκεάνια μάτια σου.
Τα νυχτοπούλια ραμφίζουν τα πρώτα αστέρια
που σπινθηρίζουν όπως η ψυχή μου όταν σ' αγαπώ.
«Ίσως η απουσία σου είναι παρουσία, χωρίς εσύ να είσαι,
Χωρίς να πας να κόψεις το μεσημέρι
Σαν ένα γαλάζιο λουλούδι, χωρίς εσύ να περπατάς
Πιο αργά ανάμεσα στην ομίχλη και στους πλίνθους,
Χωρίς να πας να κόψεις το μεσημέρι
Σαν ένα γαλάζιο λουλούδι, χωρίς εσύ να περπατάς
Πιο αργά ανάμεσα στην ομίχλη και στους πλίνθους,
Χωρίς εκείνο το φως που κρατάς στο χέρι
Που ίσως άλλοι δε θα δουν να χρυσίζει,
Που ίσως κανείς δεν έμαθε ότι βλασταίνει
Σαν την κόκκινη καταγωγή του τριαντάφυλλου,
Που ίσως άλλοι δε θα δουν να χρυσίζει,
Που ίσως κανείς δεν έμαθε ότι βλασταίνει
Σαν την κόκκινη καταγωγή του τριαντάφυλλου,
Χωρίς εσύ να είσαι, επιτέλους, χωρίς να έρθεις
Απότομη, ερεθιστική, να γνωρίσεις τη ζωή μου,
Καταιγίδα από ροδώνα, σιτάρι του ανέμου,
Απότομη, ερεθιστική, να γνωρίσεις τη ζωή μου,
Καταιγίδα από ροδώνα, σιτάρι του ανέμου,
Και από τότε είμαι, γιατί εσύ είσαι,
Και από τότε είσαι, είμαι και είμαστε,
Και για χάρη του έρωτα θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε.»
Και από τότε είσαι, είμαι και είμαστε,
Και για χάρη του έρωτα θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε.»
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μέσ’ απ’ τα πράγματα,
ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μέσ’ απ’ τα πράγματα,
ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτειά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες τη δική σου σιωπή.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες τη δική σου σιωπή.
Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέρριτη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τοσηδά και απ’ τα αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.
τη δικιά σου
που είναι απέρριτη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τοσηδά και απ’ τα αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.
Απουσία
Σε έχω μετά βίας αφήσει,
είσαι μέσα μου, κρυσταλλένια,
ή τρέμοντας,
ή με ανησυχία, πληγωμένη από μένα,
ή κυριευμένη από αγάπη, όπως όταν τα μάτια σου
κλείνουν μπροστά στο δώρο της ζωής
αυτό που και τώρα και πάντα σου δίνω.
Αγάπη μου,
βρήκαμε ο ένας τον άλλο
διψασμένο και ήπιαμε
όλο το νερό και το αίμα,
βρήκαμε ο ένας τον άλλο
πεινασμένο
και με δάγκωσες και σε δάγκωσα
σαν η φωτιά να δάγκωνε
αφήνοντας πληγές επάνω μας.
Μα περίμενέ με,
φύλαξε για μένα τη γλυκύτητά σου,
Θα σου δώσω ,ακόμη,
ένα τριαντάφυλλο.
Σε έχω μετά βίας αφήσει,
είσαι μέσα μου, κρυσταλλένια,
ή τρέμοντας,
ή με ανησυχία, πληγωμένη από μένα,
ή κυριευμένη από αγάπη, όπως όταν τα μάτια σου
κλείνουν μπροστά στο δώρο της ζωής
αυτό που και τώρα και πάντα σου δίνω.
Αγάπη μου,
βρήκαμε ο ένας τον άλλο
διψασμένο και ήπιαμε
όλο το νερό και το αίμα,
βρήκαμε ο ένας τον άλλο
πεινασμένο
και με δάγκωσες και σε δάγκωσα
σαν η φωτιά να δάγκωνε
αφήνοντας πληγές επάνω μας.
Μα περίμενέ με,
φύλαξε για μένα τη γλυκύτητά σου,
Θα σου δώσω ,ακόμη,
ένα τριαντάφυλλο.
«Αν άγγιζες μονάχα την καρδιά μου, αν ακουμπούσες το στόμα σου πάνω στην καρδιά μου, το λεπτοκαμωμένο στόμα σου, τα δόντια σου, αν ακουμπούσες τη γλώσσα σου σαν ένα βέλος πορφυρό εκεί που η σκονισμένη καρδιά μου χτυπάει, αν φύσαγες μες στην καρδιά μου, κοντά στη θάλασσα, θρηνώντας, θ' αντιλαλούσε μ' ένα θόρυβο σκοτεινό, μ' έναν ήχο από τροχούς υπνωμένου τρένου, ωσάν νερό τρεμουλιαστό, ωσάν φθινόπωρο σε φύλλα...».
ΑΦΗΣΕ ΛΕΥΤΕΡΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ
'Άφησε λεύτερα τα χέρια μου
και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!
'Άφησε τα δάχτυλά μου να τρέξουν
στους δρόμους του κορμιού σου.
Το πάθος - αίμα, φωτιά, φιλιά -
με ανάβει με τρεμουλιαστές φλόγες.
Αλλά εσύ δεν ξέρεις τι είναι τούτο!
Είναι η καταιγίδα των αισθήσεών μου
που διπλώνει τον ευαίσθητο δρυμό των νεύρων μου.
Είναι η σάρκα που φωνάζει με τις διάπυρες γλώσσες της!
Είναι η πυρκαγιά!
Και συ είσαι εδώ, γυναίκα σαν άθικτο ξύλο
τώρα που η καμένη μου ζωή πετάει
προς το γεμάτο με άστρα, σαν τη νύχτα, σώμα σου!
'Άφησε λεύτερα τα χέρια μου
και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!
Δεν είναι έρωτας, είναι επιθυμία που ξεραίνεται και σβήνει,
είναι καταιγισμός από ορμές,
προσέγγιση του απίθανου,
αλλά υπάρχεις εσύ,
υπάρχεις εσύ για να μου δώσεις τα πάντα,
και για να μου δώσεις αυτό που κατέχεις ήρθες στη γη -
όπως εγώ ήρθα για να σε περιέχω
για να σε επιθυμώ,
για να σε δεχτώ!
'Άφησε λεύτερα τα χέρια μου
και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!
'Άφησε τα δάχτυλά μου να τρέξουν
στους δρόμους του κορμιού σου.
Το πάθος - αίμα, φωτιά, φιλιά -
με ανάβει με τρεμουλιαστές φλόγες.
Αλλά εσύ δεν ξέρεις τι είναι τούτο!
Είναι η καταιγίδα των αισθήσεών μου
που διπλώνει τον ευαίσθητο δρυμό των νεύρων μου.
Είναι η σάρκα που φωνάζει με τις διάπυρες γλώσσες της!
Είναι η πυρκαγιά!
Και συ είσαι εδώ, γυναίκα σαν άθικτο ξύλο
τώρα που η καμένη μου ζωή πετάει
προς το γεμάτο με άστρα, σαν τη νύχτα, σώμα σου!
'Άφησε λεύτερα τα χέρια μου
και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!
Δεν είναι έρωτας, είναι επιθυμία που ξεραίνεται και σβήνει,
είναι καταιγισμός από ορμές,
προσέγγιση του απίθανου,
αλλά υπάρχεις εσύ,
υπάρχεις εσύ για να μου δώσεις τα πάντα,
και για να μου δώσεις αυτό που κατέχεις ήρθες στη γη -
όπως εγώ ήρθα για να σε περιέχω
για να σε επιθυμώ,
για να σε δεχτώ!
Η λήθη
Όλη την αγάπη σ’ ένα φλιτζάνι
πλατύ σαν τον κόσμο, όλη
την αγάπη με αστέρια κι αγκάθια
σ’ την έδωσα, μα εσύ έφυγες
με μικρά ποδαράκια, με τακούνια λασπωμένα
πάνω απ’ τη φωτιά, το ‘σκασες.
πλατύ σαν τον κόσμο, όλη
την αγάπη με αστέρια κι αγκάθια
σ’ την έδωσα, μα εσύ έφυγες
με μικρά ποδαράκια, με τακούνια λασπωμένα
πάνω απ’ τη φωτιά, το ‘σκασες.
Αχ, μεγάλη αγάπη, μικρούλα αγαπημένη μου!
Εγώ πάλι δεν ανέκοψα την πάλη,
δεν σκόνταψα τραβώντας για να ζήσω,
να ‘βρω ειρήνη, να ‘χουν όλοι ψωμί,
αλλά σε σήκωσα στα μπράτσα μου
και σε κάρφωσα στα φιλιά μου
και σε κοιτάζω, όπως ποτέ
μάτια ανθρώπινα δεν έχουν κοιτάξει.
δεν σκόνταψα τραβώντας για να ζήσω,
να ‘βρω ειρήνη, να ‘χουν όλοι ψωμί,
αλλά σε σήκωσα στα μπράτσα μου
και σε κάρφωσα στα φιλιά μου
και σε κοιτάζω, όπως ποτέ
μάτια ανθρώπινα δεν έχουν κοιτάξει.
Αχ, μεγάλη αγάπη, μικρούλα αγαπημένη μου!
Τότε δεν μέτραγες το μπόι μου
και τον άντρα που σου μοίραζε
το αίμα, το σιτάρι το νερό ̇
και τον μπέρδευες
με το μικρό έντομο που ‘χε πέσει στην ποδιά σου.
και τον άντρα που σου μοίραζε
το αίμα, το σιτάρι το νερό ̇
και τον μπέρδευες
με το μικρό έντομο που ‘χε πέσει στην ποδιά σου.
Αχ, μεγάλη αγάπη, μικρούλα αγαπημένη μου!
Μην περιμένεις να στραφώ απ’ τα πέρατα
να σε ξανακοιτάξω ̇ μείνε με ό,τι
σου άφησα, πορεύσου
με την προδομένη φωτογραφία μου,
εγώ θα συνεχίσω την περιπλάνηση,
ανοίγοντας δρόμους πλατιούς ενάντια στο σκότος,
απαλύνοντας της γης το χώμα, ξαναμοιράζοντας
το αστέρι σ’ όσους κοπιάσουν να ρθούνε.
να σε ξανακοιτάξω ̇ μείνε με ό,τι
σου άφησα, πορεύσου
με την προδομένη φωτογραφία μου,
εγώ θα συνεχίσω την περιπλάνηση,
ανοίγοντας δρόμους πλατιούς ενάντια στο σκότος,
απαλύνοντας της γης το χώμα, ξαναμοιράζοντας
το αστέρι σ’ όσους κοπιάσουν να ρθούνε.
Κούρνιασε στο δρόμο.
η νύχτα για σένα έπεσε.
Το πρωί μπορεί με την αυγή
να ξαναϊδωθούμε.
Αχ, μεγάλη αγάπη, μικρούλα αγαπημένη μου!
Αριστούργημα μπράβο
ΑπάντησηΔιαγραφήΑριστούργημα μπράβο
ΑπάντησηΔιαγραφή