Του Ρίτσαρντ Γουλφ
Το παρακάτω άρθρο του Αμερικανού μαρξιστή οικονομολόγου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Γκάρντιαν» στις 4 Νοεμβρίου και η «Εφημερίδα των Συντακτών» το αναδημοσιεύει με την άδεια του συγγραφέα:
Οι κεντροδεξιές κυβερνήσεις στη Βρετανία και στη Γερμανία το κάνουν. Το ίδιο κάνουν και οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις στη Γαλλία και στην Ιταλία. Το κάνουν, επίσης, ο Ομπάμα και οι Ρεπουμπλικανοί. Ολοι τους επιβάλλουν «προγράμματα λιτότητας» στις οικονομίες τους ως αναγκαίο μέτρο για να βγουν από την κρίση που τους έπληξε από το 2007. Οι πολιτικοί και οι οικονομολόγοι επιβάλλουν τώρα τη λιτότητα περισσότερο ως γιατροί, καθώς τα «επιθέματα σιναπόσπορου» έχουν κολλήσει για τα καλά στο δέρμα του ασθενούς.
Οι πολιτικές της λιτότητας παίρνουν ως δεδομένο ότι τα κύρια οικονομικά προβλήματα σήμερα είναι τα ελλείμματα των προϋπολογισμών, τα οποία αυξάνουν τα εθνικά χρέη. Οι πολιτικές αυτές επιλύουν τα παραπάνω προβλήματα με την περικοπή των κρατικών δαπανών και, δευτερευόντως, με περιορισμένες αυξήσεις φόρων. Με τη μείωση των δαπανών και την ταυτόχρονη αύξηση των εσόδων, όντως ελαττώνονται τα ελλείμματα και η ανάγκη για νέο δανεισμό.
Τα εθνικά χρέη αυξάνονται λιγότερο ή πέφτουν, αναλόγως του πόσο οι δαπάνες της κάθε κυβέρνησης μειώνονται και οι φόροι της αυξάνονται. Οι πολιτικές λιτότητας του Ομπάμα κατά τη διάρκεια του 2013 ξεκίνησαν από την 1η Ιανουαρίου, όταν και επέβαλε αύξηση φόρου στο ετήσιο εισόδημα όσων ξεπερνούσαν τα 113.700 δολάρια. Στη συνέχεια, την 1η Μαρτίου, βάσει συμφωνίας Δημοκρατικών-Ρεπουμπλικανών, μειώθηκαν οι ομοσπονδιακές δαπάνες. Ετσι, το αμερικανικό έλλειμμα του 2013 θα «πέσει» δραστικά σε σχέση με το 2012.
Ο Ομπάμα, ως φαίνεται, θα επιβάλει περισσότερη λιτότητα: περικοπή της κοινωνικής ασφάλισης και των επιδομάτων του Συστήματος Υγείας (Medicare), προκειμένου να έρθει σε συμβιβασμό με τους Ρεπουμπλικανούς. Παρομοίως, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συνεχίζουν τα προγράμματα λιτότητας. Ακόμα και η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση της Γαλλίας, επισήμως τοποθετημένη κατά της λιτότητας, έχει έναν νέο προϋπολογισμό με περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες.
Τα συσσωρευμένα στοιχεία δείχνουν ότι αυτά τα προγράμματα λιτότητας συνήθως κάνουν την ύφεση χειρότερη. Γιατί, λοιπόν, αυτές οι πολιτικές παραμένουν οι αγαπημένες των περισσότερων καπιταλιστικών κυβερνήσεων;
Οταν οι καπιταλιστικές οικονομίες πέφτουν σε κρίση, οι περισσότεροι καπιταλιστές ζητούν –και οι κυβερνήσεις τους δίνουν– «διασώσεις» και οικονομικά κίνητρα. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι αρνούνται να πληρώσουν νέους φόρους προκειμένου να χρηματοδοτηθούν τα κίνητρα και τα προγράμματα διάσωσης. Αντιθέτως, επιμένουν ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να δανειστούν τα αναγκαία ποσά. Από το 2007, οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις παντού δανείστηκαν μαζικά γι’ αυτά τα δαπανηρά προγράμματα. Ετσι, απέκτησαν μεγάλα ελλείμματα στους προϋπολογισμούς και τα εθνικά τους χρέη εκτοξεύτηκαν. Ο βαρύς δανεισμός έγινε μ’ αυτόν τον τρόπο η πρώτη προτιμώμενη πολιτική για να αντιμετωπιστεί η πρόσφατη συστημική κρίση. Και αυτή τους υπηρέτησε καλά.
Τα δάνεια που ελήφθησαν χρηματοδότησαν την κυβερνητική διάσωση των τραπεζών, άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και επιλεγμένων μεγάλων επιχειρήσεων. Ο δανεισμός έκανε εφικτές τις κρατικές δαπάνες για τα επιδόματα ανεργίας, τα κουπόνια σίτισης και άλλα αντισταθμιστικά οφέλη για τα δεινά που προκλήθηκαν από την κρίση. Μ’ αυτούς τους τρόπους, ο δανεισμός βοήθησε στη μείωση της κριτικής, της δυσαρέσκειας, της οργής και των αντισυστημικών τάσεων εκείνων που απολύθηκαν, που πετάχτηκαν έξω από τα σπίτια τους, που έχουν στερηθεί την εργασιακή ασφάλεια και τα επιδόματα. Ο κυβερνητικός δανεισμός είχε αυτά τα θετικά αποτελέσματα για τους καπιταλιστές, αφού τους γλίτωνε από το να πληρώσουν φόρους προκειμένου να πετύχουν ανάλογα αποτελέσματα.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι χρησιμοποίησαν τα χρήματα που γλίτωσαν εμποδίζοντας την κυβέρνηση να τους φορολογήσει, με στόχο να συγκεντρωθούν τα τεράστια δάνεια που χρειάζονταν οι κυβερνήσεις. Οι άνθρωποι με μεσαία και χαμηλά εισοδήματα μπορούσαν να προσφέρουν πολύ λίγα, εάν όχι καθόλου, στις κυβερνήσεις τους. Οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι στην πραγματικότητα υποκατέστησαν τα δάνεια προς την κυβέρνηση αντί να πληρώσουν περισσότερους φόρους. Γι’ αυτά τα δάνεια οι κυβερνήσεις πρέπει να πληρώσουν τόκους και τελικά να τα αποπληρώσουν.
Ο κυβερνητικός δανεισμός ανταμείβει πολύ όμορφα τις επιχειρήσεις και τους πλούσιους. Ωστόσο, αυτή η όμορφη συμφωνία εγείρει ένα νέο πρόβλημα. Πού θα βρουν οι κυβερνήσεις χρηματοδότηση, πρώτον για να πληρώσουν τους τόκους για τα δάνεια και δεύτερον για να αποπληρώσουν τους δανειστές; Οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι ανησυχούν ότι μπορεί ακόμα να κληθούν να φορολογηθούν για να παράσχουν αυτά τα ποσά. Είναι αποφασισμένοι να αποφύγουν τέτοιους φόρους – ακριβώς όπως απέφυγαν στην αρχή να φορολογηθούν για να πληρώσουν για τα κίνητρα και τα προγράμματα διάσωσης.
Ετσι, η λιτότητα αποτελεί και τη δεύτερη προτιμώμενη πολιτική των καπιταλιστών, έναν δεύτερο τρόπο για να αποφύγουν υψηλότερους φόρους, καθώς οι κυβερνήσεις πολεμούν τις οικονομικές κρίσεις. Οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι προωθούν τη λιτότητα υποστηρίζοντας ότι τα σημερινά βασικά προβλήματα της οικονομίας δεν είναι η ανεργία, η απώλεια της εργασιακής ασφάλειας και των κατακτήσεων, οι κατασχέσεις σπιτιών και οι ανισότητες-ρεκόρ στο εισόδημα και στον πλούτο. Αντίθετα, λένε, τα κύρια προβλήματα είναι τα κυβερνητικά ελλείμματα και το αυξανόμενο δημόσιο χρέος. Αυτά είναι που πρέπει να περικοπούν.
Για να γίνει αυτό, η φορολόγηση πρέπει να γίνει με μέτρο ή καθόλου, προκειμένου, υποτίθεται, «να μην πληγεί η οικονομία». Ετσι, η βασική λύση είναι η περικοπή των κρατικών δαπανών για την απασχόληση, τα κοινωνικά επιδόματα και τις δημόσιες υπηρεσίες. Τα λεφτά που εξοικονομούνται απ’ αυτές τις περικοπές πρέπει να χρησιμοποιηθούν αντίθετα για την πληρωμή τόκων πάνω στο δημόσιο χρέος και τη μείωσή του.
Ετσι, ο τρόπος για να αντιμετωπίσει ο καπιταλισμός τις κυκλικές του κρίσεις είναι μια αξιοσημείωτη κίνηση δύο βημάτων. Στο πρώτο βήμα, ο μαζικός δανεισμός χρηματοδοτεί τα κίνητρα και τα προγράμματα διάσωσης. Στο δεύτερο, η λιτότητα ξεπληρώνει τον δανεισμό.
Αυτή η διπλή κίνηση μετακυλίει το μεγαλύτερο μέρος του κόστους των καπιταλιστικών κρίσεων στις πλάτες των πολιτών με μεσαίο και χαμηλό εισόδημα. Η μετακύλιση αυτή υλοποιείται μέσω της υψηλότερης ανεργίας, των χαμηλότερων μισθών και των μειωμένων δημόσιων υπηρεσιών, που επιτυγχάνονται με τα προγράμματα λιτότητας. Υλοποιείται, επίσης, με τη συνεχή ελαχιστοποίηση της φορολογίας, κυρίως όσον αφορά τις επιχειρήσεις και τους πλούσιους.
Με λίγες εξαιρέσεις, τα μείζονα πολιτικά κόμματα παντού έχουν επιβάλει αυτή τη διπλή κίνηση του καπιταλισμού. Μόνο όταν η μαζική αντίθεση από τους πολίτες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος οργανώνεται επαρκώς, ώστε να απειλήσει τον ίδιο τον καπιταλισμό, οι καπιταλιστές ταλαντεύονται και διχογνωμούν ανάμεσα στον δανεισμό και τη λιτότητα. Ορισμένοι καπιταλιστές τότε συντονίζονται μ’ αυτή την «αντιπολίτευση» και υποστηρίζουν κάποια New Deals αντί της λιτότητας. Ακόμα και τότε όμως, μόλις περάσει η άμεση κρίση, οι καπιταλιστές επανέρχονται στις αγαπημένες τους πολιτικές του δανεισμού και της λιτότητας. Η ιστορία των ΗΠΑ από το 1929 μέχρι σήμερα διδάσκει αυτό το συμπέρασμα πολύ καλά.
Οι καπιταλιστές γνωρίζουν ότι το σύστημά τους είναι ασταθές. Ποτέ δεν έχουν κατορθώσει να εμποδίσουν τις κυκλικές κρίσεις. Αντίθετα, στηρίζονται σε πολιτικές «διαχείρισής» τους. Η κίνηση των δύο βημάτων συνήθως τους κάνει τη δουλειά. Οι κεϊνσιανοί προωθούν τον δανεισμό και στη συνέχεια, όταν ακολουθεί η λιτότητα, δείχνουν έκπληκτοι, ακόμα και οργισμένοι.
Οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι δεν θα έπρεπε να έχουν αποφύγει τη φορολόγηση στο πρώτο στάδιο, διότι οι ίδιοι συνέβαλαν στη δημιουργία της κρίσης. Πλούτισαν στο έπακρο στις δεκαετίες πριν απ’ αυτήν και έχουν κάλλιστα τη δυνατότητα να πληρώσουν για την υπέρβασή της. Εάν είχαν φορολογηθεί, ώστε να πληρώσουν για τις διασώσεις, δεν θα είχε υπάρξει η ανάγκη για δανεισμό ή επιβολή λιτότητας.
Η φορολόγηση των επιχειρήσεων και των πλουσίων θα είχε, επίσης, συνέπειες, αλλά θα είχε προκληθεί πολύ μικρότερο κοινωνικό κόστος, το οποίο θα καλούνταν να πληρώσουν εκείνοι που έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν.
Αλλά κάθε οργανωμένη αντιπολίτευση, αρκετά δυνατή για να επιβάλει στις επιχειρήσεις και τους πλούσιους να πληρώσουν για τις κρίσεις του καπιταλισμού, θα έθετε υπό αμφισβήτηση και τον ίδιο τον καπιταλισμό. Βγαίνοντας από σχεδόν έξι χρόνια κρίσης, το ερώτημα «Δεν θα τα καταφέρναμε καλύτερα από τον καπιταλισμό;» τίθεται μετ’ επιτάσεως, απαιτώντας διάλογο, συζήτηση και δημοκρατικές αποφάσεις.
Το παρακάτω άρθρο του Αμερικανού μαρξιστή οικονομολόγου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Γκάρντιαν» στις 4 Νοεμβρίου και η «Εφημερίδα των Συντακτών» το αναδημοσιεύει με την άδεια του συγγραφέα:
Οι κεντροδεξιές κυβερνήσεις στη Βρετανία και στη Γερμανία το κάνουν. Το ίδιο κάνουν και οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις στη Γαλλία και στην Ιταλία. Το κάνουν, επίσης, ο Ομπάμα και οι Ρεπουμπλικανοί. Ολοι τους επιβάλλουν «προγράμματα λιτότητας» στις οικονομίες τους ως αναγκαίο μέτρο για να βγουν από την κρίση που τους έπληξε από το 2007. Οι πολιτικοί και οι οικονομολόγοι επιβάλλουν τώρα τη λιτότητα περισσότερο ως γιατροί, καθώς τα «επιθέματα σιναπόσπορου» έχουν κολλήσει για τα καλά στο δέρμα του ασθενούς.
Οι πολιτικές της λιτότητας παίρνουν ως δεδομένο ότι τα κύρια οικονομικά προβλήματα σήμερα είναι τα ελλείμματα των προϋπολογισμών, τα οποία αυξάνουν τα εθνικά χρέη. Οι πολιτικές αυτές επιλύουν τα παραπάνω προβλήματα με την περικοπή των κρατικών δαπανών και, δευτερευόντως, με περιορισμένες αυξήσεις φόρων. Με τη μείωση των δαπανών και την ταυτόχρονη αύξηση των εσόδων, όντως ελαττώνονται τα ελλείμματα και η ανάγκη για νέο δανεισμό.
Τα εθνικά χρέη αυξάνονται λιγότερο ή πέφτουν, αναλόγως του πόσο οι δαπάνες της κάθε κυβέρνησης μειώνονται και οι φόροι της αυξάνονται. Οι πολιτικές λιτότητας του Ομπάμα κατά τη διάρκεια του 2013 ξεκίνησαν από την 1η Ιανουαρίου, όταν και επέβαλε αύξηση φόρου στο ετήσιο εισόδημα όσων ξεπερνούσαν τα 113.700 δολάρια. Στη συνέχεια, την 1η Μαρτίου, βάσει συμφωνίας Δημοκρατικών-Ρεπουμπλικανών, μειώθηκαν οι ομοσπονδιακές δαπάνες. Ετσι, το αμερικανικό έλλειμμα του 2013 θα «πέσει» δραστικά σε σχέση με το 2012.
Ο Ομπάμα, ως φαίνεται, θα επιβάλει περισσότερη λιτότητα: περικοπή της κοινωνικής ασφάλισης και των επιδομάτων του Συστήματος Υγείας (Medicare), προκειμένου να έρθει σε συμβιβασμό με τους Ρεπουμπλικανούς. Παρομοίως, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συνεχίζουν τα προγράμματα λιτότητας. Ακόμα και η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση της Γαλλίας, επισήμως τοποθετημένη κατά της λιτότητας, έχει έναν νέο προϋπολογισμό με περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες.
Τα συσσωρευμένα στοιχεία δείχνουν ότι αυτά τα προγράμματα λιτότητας συνήθως κάνουν την ύφεση χειρότερη. Γιατί, λοιπόν, αυτές οι πολιτικές παραμένουν οι αγαπημένες των περισσότερων καπιταλιστικών κυβερνήσεων;
Οταν οι καπιταλιστικές οικονομίες πέφτουν σε κρίση, οι περισσότεροι καπιταλιστές ζητούν –και οι κυβερνήσεις τους δίνουν– «διασώσεις» και οικονομικά κίνητρα. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι αρνούνται να πληρώσουν νέους φόρους προκειμένου να χρηματοδοτηθούν τα κίνητρα και τα προγράμματα διάσωσης. Αντιθέτως, επιμένουν ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να δανειστούν τα αναγκαία ποσά. Από το 2007, οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις παντού δανείστηκαν μαζικά γι’ αυτά τα δαπανηρά προγράμματα. Ετσι, απέκτησαν μεγάλα ελλείμματα στους προϋπολογισμούς και τα εθνικά τους χρέη εκτοξεύτηκαν. Ο βαρύς δανεισμός έγινε μ’ αυτόν τον τρόπο η πρώτη προτιμώμενη πολιτική για να αντιμετωπιστεί η πρόσφατη συστημική κρίση. Και αυτή τους υπηρέτησε καλά.
Τα δάνεια που ελήφθησαν χρηματοδότησαν την κυβερνητική διάσωση των τραπεζών, άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και επιλεγμένων μεγάλων επιχειρήσεων. Ο δανεισμός έκανε εφικτές τις κρατικές δαπάνες για τα επιδόματα ανεργίας, τα κουπόνια σίτισης και άλλα αντισταθμιστικά οφέλη για τα δεινά που προκλήθηκαν από την κρίση. Μ’ αυτούς τους τρόπους, ο δανεισμός βοήθησε στη μείωση της κριτικής, της δυσαρέσκειας, της οργής και των αντισυστημικών τάσεων εκείνων που απολύθηκαν, που πετάχτηκαν έξω από τα σπίτια τους, που έχουν στερηθεί την εργασιακή ασφάλεια και τα επιδόματα. Ο κυβερνητικός δανεισμός είχε αυτά τα θετικά αποτελέσματα για τους καπιταλιστές, αφού τους γλίτωνε από το να πληρώσουν φόρους προκειμένου να πετύχουν ανάλογα αποτελέσματα.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι χρησιμοποίησαν τα χρήματα που γλίτωσαν εμποδίζοντας την κυβέρνηση να τους φορολογήσει, με στόχο να συγκεντρωθούν τα τεράστια δάνεια που χρειάζονταν οι κυβερνήσεις. Οι άνθρωποι με μεσαία και χαμηλά εισοδήματα μπορούσαν να προσφέρουν πολύ λίγα, εάν όχι καθόλου, στις κυβερνήσεις τους. Οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι στην πραγματικότητα υποκατέστησαν τα δάνεια προς την κυβέρνηση αντί να πληρώσουν περισσότερους φόρους. Γι’ αυτά τα δάνεια οι κυβερνήσεις πρέπει να πληρώσουν τόκους και τελικά να τα αποπληρώσουν.
Ο κυβερνητικός δανεισμός ανταμείβει πολύ όμορφα τις επιχειρήσεις και τους πλούσιους. Ωστόσο, αυτή η όμορφη συμφωνία εγείρει ένα νέο πρόβλημα. Πού θα βρουν οι κυβερνήσεις χρηματοδότηση, πρώτον για να πληρώσουν τους τόκους για τα δάνεια και δεύτερον για να αποπληρώσουν τους δανειστές; Οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι ανησυχούν ότι μπορεί ακόμα να κληθούν να φορολογηθούν για να παράσχουν αυτά τα ποσά. Είναι αποφασισμένοι να αποφύγουν τέτοιους φόρους – ακριβώς όπως απέφυγαν στην αρχή να φορολογηθούν για να πληρώσουν για τα κίνητρα και τα προγράμματα διάσωσης.
Ετσι, η λιτότητα αποτελεί και τη δεύτερη προτιμώμενη πολιτική των καπιταλιστών, έναν δεύτερο τρόπο για να αποφύγουν υψηλότερους φόρους, καθώς οι κυβερνήσεις πολεμούν τις οικονομικές κρίσεις. Οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι προωθούν τη λιτότητα υποστηρίζοντας ότι τα σημερινά βασικά προβλήματα της οικονομίας δεν είναι η ανεργία, η απώλεια της εργασιακής ασφάλειας και των κατακτήσεων, οι κατασχέσεις σπιτιών και οι ανισότητες-ρεκόρ στο εισόδημα και στον πλούτο. Αντίθετα, λένε, τα κύρια προβλήματα είναι τα κυβερνητικά ελλείμματα και το αυξανόμενο δημόσιο χρέος. Αυτά είναι που πρέπει να περικοπούν.
Για να γίνει αυτό, η φορολόγηση πρέπει να γίνει με μέτρο ή καθόλου, προκειμένου, υποτίθεται, «να μην πληγεί η οικονομία». Ετσι, η βασική λύση είναι η περικοπή των κρατικών δαπανών για την απασχόληση, τα κοινωνικά επιδόματα και τις δημόσιες υπηρεσίες. Τα λεφτά που εξοικονομούνται απ’ αυτές τις περικοπές πρέπει να χρησιμοποιηθούν αντίθετα για την πληρωμή τόκων πάνω στο δημόσιο χρέος και τη μείωσή του.
Ετσι, ο τρόπος για να αντιμετωπίσει ο καπιταλισμός τις κυκλικές του κρίσεις είναι μια αξιοσημείωτη κίνηση δύο βημάτων. Στο πρώτο βήμα, ο μαζικός δανεισμός χρηματοδοτεί τα κίνητρα και τα προγράμματα διάσωσης. Στο δεύτερο, η λιτότητα ξεπληρώνει τον δανεισμό.
Αυτή η διπλή κίνηση μετακυλίει το μεγαλύτερο μέρος του κόστους των καπιταλιστικών κρίσεων στις πλάτες των πολιτών με μεσαίο και χαμηλό εισόδημα. Η μετακύλιση αυτή υλοποιείται μέσω της υψηλότερης ανεργίας, των χαμηλότερων μισθών και των μειωμένων δημόσιων υπηρεσιών, που επιτυγχάνονται με τα προγράμματα λιτότητας. Υλοποιείται, επίσης, με τη συνεχή ελαχιστοποίηση της φορολογίας, κυρίως όσον αφορά τις επιχειρήσεις και τους πλούσιους.
Με λίγες εξαιρέσεις, τα μείζονα πολιτικά κόμματα παντού έχουν επιβάλει αυτή τη διπλή κίνηση του καπιταλισμού. Μόνο όταν η μαζική αντίθεση από τους πολίτες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος οργανώνεται επαρκώς, ώστε να απειλήσει τον ίδιο τον καπιταλισμό, οι καπιταλιστές ταλαντεύονται και διχογνωμούν ανάμεσα στον δανεισμό και τη λιτότητα. Ορισμένοι καπιταλιστές τότε συντονίζονται μ’ αυτή την «αντιπολίτευση» και υποστηρίζουν κάποια New Deals αντί της λιτότητας. Ακόμα και τότε όμως, μόλις περάσει η άμεση κρίση, οι καπιταλιστές επανέρχονται στις αγαπημένες τους πολιτικές του δανεισμού και της λιτότητας. Η ιστορία των ΗΠΑ από το 1929 μέχρι σήμερα διδάσκει αυτό το συμπέρασμα πολύ καλά.
Οι καπιταλιστές γνωρίζουν ότι το σύστημά τους είναι ασταθές. Ποτέ δεν έχουν κατορθώσει να εμποδίσουν τις κυκλικές κρίσεις. Αντίθετα, στηρίζονται σε πολιτικές «διαχείρισής» τους. Η κίνηση των δύο βημάτων συνήθως τους κάνει τη δουλειά. Οι κεϊνσιανοί προωθούν τον δανεισμό και στη συνέχεια, όταν ακολουθεί η λιτότητα, δείχνουν έκπληκτοι, ακόμα και οργισμένοι.
Οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι δεν θα έπρεπε να έχουν αποφύγει τη φορολόγηση στο πρώτο στάδιο, διότι οι ίδιοι συνέβαλαν στη δημιουργία της κρίσης. Πλούτισαν στο έπακρο στις δεκαετίες πριν απ’ αυτήν και έχουν κάλλιστα τη δυνατότητα να πληρώσουν για την υπέρβασή της. Εάν είχαν φορολογηθεί, ώστε να πληρώσουν για τις διασώσεις, δεν θα είχε υπάρξει η ανάγκη για δανεισμό ή επιβολή λιτότητας.
Η φορολόγηση των επιχειρήσεων και των πλουσίων θα είχε, επίσης, συνέπειες, αλλά θα είχε προκληθεί πολύ μικρότερο κοινωνικό κόστος, το οποίο θα καλούνταν να πληρώσουν εκείνοι που έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν.
Αλλά κάθε οργανωμένη αντιπολίτευση, αρκετά δυνατή για να επιβάλει στις επιχειρήσεις και τους πλούσιους να πληρώσουν για τις κρίσεις του καπιταλισμού, θα έθετε υπό αμφισβήτηση και τον ίδιο τον καπιταλισμό. Βγαίνοντας από σχεδόν έξι χρόνια κρίσης, το ερώτημα «Δεν θα τα καταφέρναμε καλύτερα από τον καπιταλισμό;» τίθεται μετ’ επιτάσεως, απαιτώντας διάλογο, συζήτηση και δημοκρατικές αποφάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου