"Η Διαθήκη του Μελιέ έπρεπε να βρίσκεται στην τσέπη κάθε έντιμου ανθρώπου· ένας έντιμος παπάς, γεμάτος ειλικρίνεια, που ζητάει συγγνώμη από το Θεό επειδή είχε αυταπατηθεί, πρέπει να φωτίσει εκείνους που αυταπατώνται."
Πολλά βιβλία έχουν εκδοθεί γύρω από το θέμα της μη ύπαρξης του Θεού. Αλλά το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο από έναν παπά που πραγματεύεται το θέμα απλά και πειστικά όσο κανένας. Και μάλιστα σε μια εποχή (δεύτερο μισό του 17ου αιώνα) που κάτι τέτοιο ήταν άκρως επικίνδυνο.
Λίγοι φιλόσοφοι πριν από τον εκπληκτικό παπα-Ζαν Μελιέ ασχολήθηκαν με το θέμα, και αυτοί όχι διεξοδικά. Ο Καρτέσιος και ο Καντ, π.χ., τελικά δεν τόλμησαν να αποφανθούν ξεκάθαρα. Ο Ζαν Μελιέ είναι ο πρώτος πραγματικά άθεος συγγραφέας του Δυτικού Κόσμου. Ένας άθεος που βγήκε μέσα από την εντρύφηση στα βιβλικά κείμενα επί τριάντα επτά χρόνια. Όμως δεν τόλμησε να πει αυτό που αισθανόταν όσο ζούσε. Αν είχε μιλήσει, το πιθανότερο είναι να μην είχε διασωθεί ούτε η Διαθήκη του.
Στις επιστολές και στη σύνοψή του ο Βολταίρος παρουσιάζει τον Ζαν Μελιέ ως "σύντροφο ντεϊστή", υπονοώντας ότι η θεωρία του συμπίπτει, λίγο πολύ με εκείνες του Επίκουρου ή του Σπινόζα που αφήνουν ένα ενδεχόμενο για την ύπαρξη κάποιου θεού, τον οποίο, όμως, αποκλείεται λογικά να τον απασχολούν οι άνθρωποι. Αλλά ο Βολταίρος αποσιωπά (σκόπιμα;) το σφοδρό αντιμοναρχικό και φιλολαϊκό αίσθημα του Μελιέ.
Ο Βολταίρος αμφέβαλλε, ο Μελιέ όχι! Καταδικάζει και αρνείται απερίφραστα όλες τις θρησκείες και γίνεται έτσι πρόδρομος του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.
Μερικά από τα συμπεράσματα του Μελιέ:
Ο αββάς Μελιέ
Ο Ζαν Μελιέ γεννήθηκε το 1664 στο χωριό Μαζερνί της Γαλλίας. Αφού φοίτησε σε θεολογική σχολή χειροτονήθηκε ιερέας το 1689. Σαν ιερέας ήταν αρκετά ριζοσπαστικος. Όπως διηγείται ο Βολταίρος, όταν κάποτε ο τοπικός άρχοντας, ο Αντουάν ντε Τουϊγί, κακομεταχειρίστηκε κάποιους χωρικούς, ο Μελιέ αρνήθηκε να ευχηθεί υπέρ αυτού στη λειτουργία με αποτέλεσμα να τιμωρηθεί από τον τοπικό αρχιεπίσκοπο. Μετά από τη τιμωρία του ο Μελιέ διαμαρτυρήθηκε για αυτή την αδικία και ξεφωνίζει από τον άμβωνα τα παρακάτω λόγια:
Αυτή είναι η τύχη των φτωχών ιερέων της επαρχίας, οι αρχιεπίσκοποι που είναι μεγάλοι άρχοντες, τους χλευάζουν και δεν τους ακούνε. Γι αυτό ας προσευχηθούμε στο Θεό για τον άρχοντα αυτού του χωριού, τον Αντουάν ντε Τουϊγί, να φωτιστεί, να μην καταληστεύει τους φτωχούς και τα ορφανά.
Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας ο εν λόγω άρχοντας ήταν παρών, με αποτέλεσμα ο παπάς να τιμωρηθεί εκ νέου. Ο Μελιέ πάντως συνέχισε να ασκεί το επάγγελμα (όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει) του ιερέα. Πέθανε το 1729 και άφησε τα λίγα υπάρχοντα του στους ενορίτες του. Άφησε όμως και κάτι πολύτιμο που έμελλε να προκαλέσει σεισμό στον πνευματικό κόσμο της εποχής. Πρόκειται για το έργο του με τίτλο “η Διαθήκη μου”. Στο αντίγραφο που προοριζόταν για τους ενορίτες του, έγραψε τα εξής απίθανα:
Έχω δει και αναγνωρίσει τα λάθη, τις καταχρήσεις, τις τρέλες και τις αδυναμίες των ανθρώπων. Τις αποστράφηκα και τις μίσησα. Δεν τόλμησα να τις καταγγείλω όσο ζούσα, αλλά τουλάχιστον θα το κάνω τώρα που πεθαίνω αλλά και μετά το θάνατό μου, για να χρησιμεύσει αυτή η διαθήκη ως μάρτυρας της αλήθειας σε όσους τύχει να τη δουν και θελήσουν να τη διαβάσουν.
Ποια είναι η αλήθεια που θέλει να κάνει γνωστή ο ιερέας; Το ότι “η θεολογία δεν είναι άλλο από άγνοια των φυσικών αιτιών κατασταλαγμένων σε ένα σύστημα, ‘οτι “αυτό το σύστημα δεν είναι κάτι άλλο από ένα πλέγμα χίμαιρων και αντιθέσεων”, ότι ο θεός είναι ένα “αποκύημα της φαντασίας” και ότι η πίστη βασίζεται στη άγνοια και το φόβο, “τους άξονες όλων των θρησκειών”. Ο Ζωρζ Μινουά, στο έργο του “η Ιστορία της Αθεΐας” χαρακτηρίζει το βιβλίο του Μελιέ ως το “πλέον ακραίο κατηγορητήριο που συντάχθηκε ποτέ μέχρι την εποχή του κατά της θρησκείας και της πίστης”.
Ο Μελιέ ασχολείται σε όλα τα επίπεδα με το τρίπτυχο θεός-θρησκεία-πίστη. Η γραφή του είναι προσιτή και κατανοητή, ιδανική για το αναγνωστικό κοινό της εποχής (και φυσικά ακόμα και της τωρινής), χωρίς όμως αυτή να χάνει καθόλου σε ουσία. Όντας ο ίδιος ιερέας καταρρίπτει τα περισσότερα επιχειρήματα των θεολόγων στο δογματικό επίπεδο και ταυτόχρονα καταγγέλλει τη φαυλότητα του κλήρου και την τυραννία των ηγεμόνων στο πρακτικό επίπεδο. Κάνει ξεκάθαρο ότι “η ύπαρξη του Θεού δεν έχει αποδειχθεί” , πως “ότι υπάρχει προέρχεται από ύλη”, ότι “το δόγμα που συγχωρεί τις αμαρτίες επινοήθηκε για το συμφέρον των παπάδων”, πως η εξομολόγηση είναι “το χρυσωρυχείο τους, η δε θρησκεία δημιουργεί “μόνο έκφυλους και διεστραμμένους τυράννους”, όπως και “εξαθλιωμένους υπηκόους” και τελικά πως η ελέω θεού βασιλεία ειναι ο “πιο γελοίος και μισητός σφετερισμός”.
Προσπαθεί να δείξει τον παραλογισμό της ιδέας ενός θεού. Η έννοια του θεού είναι απρόσιτη για τον άνθρωπο, κανένας δεν γεννιέται έχοντας γνώση του θεού, καθώς αυτή είναι αδύνατη:
Όλες οι θρησκευτικές αρχές στηρίζονται στην ιδέα του Θεού, αλλά είναι αδύνατο για τους ανθρώπους να έχουν χειροπιαστές ιδέες για ένα ον που δεν δρα σε καμία από τις αισθήσεις τους. Όλες μας οι ιδέες είναι εικόνες αντικειμένων που μας εμφυτεύονται. Τι μπορεί να σημαίνει για μας η ιδέα του Θεού όταν είναι σαφώς ιδέα ζωρίς αντικείμενο; Μια τέτοια ιδέα δεν είναι εξωπραγματική όσο και ένα αποτέλεσμα δίχως αιτία; Μια ιδέα χωρίς πρότυπο είναι τίποτα παραπάνω από μια χίμαιρα;
Κατηγορεί δριμύτατα τους θεολόγους ότι έχουν δημιουργήσει ένα θεό τύραννο. Τι άλλο μπορεί να είναι ένας δημιουργός, που παρόλο είναι πανάγαθος και παντοδύναμος, επιτρέπει το κακό; “Δε θα ήταν πιο σύμφωνο με την καλοσύνη, με τη λογική και την αμεροληψία, να φτιάξει καλύτερα πέτρες ή φυτά αντί αισθαντικά όντα και ανθρώπους, που η συμπεριφορά τους σ΄ αυτόν τον κόσμο θα τους στοίχιζε αιώνια βασανιστήρια στον άλλο; Ένας θεός τόσο κακόπιστος και φαύλος, που δημιουργεί έναν άνθρωπο για να τον εκθέσει στον κίνδυνο της κόλασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί τέλειο ον, αλλά ένα τέρας παραλογισμού, αδικίας, κακίας και θηριωδίας;” Άλλωστε, εφόσον ο θεός είναι ο δημιουργός των πάντων, τότε και το κακό προέρχεται και φτιάχτηκε από αυτόν. Αυτός ευθύνεται για τις πράξεις των δημιουργημάτων του. Φυσικά οι θεολόγοι αντιπαραθέτουν ότι ο θεός έφτιαξε τον άνθρωπο αγνό και αγαθό αλλά αυτός διεφθάρη από τις αμαρτίες του. Αλλά “αν ο άνθρωπος μπορούσε να αμαρτήσει μόλις βγήκε από τα χέρια του θεού, η φύση του δεν μπορεί να ηταν τέλεια!” απαντάει εύστοχα ο ιερέας και προσθέτει:
Ο θεός αυτός πανάγαθος και παντοδύναμος παρατηρεί αδιάφορος δισεκατομμύρια παιδιά του να σπεύδουν προς την κόλαση! Ατενίζει το ναυάγιο της ίδιας της δημιουργίας του! Είδαμε άραγε ποτέ άλλοτε κάτι τόσο παράλογο;
Ακόμα και η αγάπη των πιστών για το θεό τους είναι παράλογη και ψεύτικη, αφού είναι απόρροια του φόβου.
Είναι αδύνατο να αγαπάμε ένα ον του οποίου η σκέψη μας προκαλεί τρόμο και η δικαιοσύνη του μας κάνει να τρέμουμε. Πως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε χωρίς φόβο ένα θεό τόσο βαρβαρο ώστε να επιθυμεί την αιώνια καταδίκη μας σε βασανιστήρια;
Όπως είχε γράψει πολύ εύστοχα και ο Μπακούνιν: “Η αληθινή αγάπη, η έκφραση μιας αμοιβαίας και εξίσου αισθητής ανάγκης, μπορεί να υπάρχει μόνο μεταξύ ίσων. Η αγάπη του ανώτερου για τον κατώτερο είναι καταπίεση, εξάλειψη, περιφρόνηση, εγωισμός, αλαζονεία και ματαιοδοξία, που θριαμβεύουν μέσα σε ένα αίσθημα μεγαλείου, βασισμένο στην ταπείνωση του άλλου μέρους. Και η αγάπη του ανώτερου από τον κατώτερο είναι ταπείνωση, οι φόβοι και οι ελπίδες ενός δούλου που περιμένει από τον αφέντη του είτε την ευτυχία είτε τη δυστυχία. Ο χαρακτήρας της λεγόμενης αγάπης του Θεού για τους ανθρώπους είναι δεσποτισμός απο τη μεριά του ενός και δουλεία από την πλευρά των άλλων.” Ο Μελιέ θα συμφωνούσε με τον Μπακούνιν, αφού “η αγάπη φανατικών ανθρώπων προς τον θεό τους, όπως και των σκλάβων προς τους αφέντες τους, είναι μια δουλική τιμή που προσφέρουν καταναγκαστικά, στην οποία η καρδιά τους δεν μετέχει”.
Φυσικά δεν είναι συμφέρον για τους παπάδες να φτιάξουν αποκλειστικά ένα θεό τύραννο. Ο θεός πρέπει να είναι σκληρός αλλά και ελεήμων, αμείλικτος αλλά και “συγκαταβατικός στην μετάνοια και τα δάκρυα των αμαρτωλών. Συνεπώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν το θεό με τον τρόπο που τους συμφέρει εκείνη τη στιγμή. Ένας μόνιμα οργισμένος θεός θα απωθήσει τους πιστούς του, ή θα τους απελπίσει. Οι άνθρωποι χρειάζονται ένα θυμωμένο θεό αλλά κατευνάσιμο. Αν ο θυμός του πανικοβάλει κάποιες δειλές ψυχές, το έλεος του καθυσηχάζει τους αποφασισμένους κακούς, οι οποίοι προτίθενται αργά ή γρήγορα να επιδιώξουν τη συγγνώμη του.”
Από την κριτική του ιερέα δεν θα μπορούσε να λείπει και η σχέση ηθικής και θρησκείας. Ξεκαθαρίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει ηθική προερχόμενη από το θεό, αφού στην ουσία η ηθική αυτή προέρχεται από τους παπάδες και εξυπηρετεί τα συμφέροντα τους.
Σε όλες τις θρησκείες μονάχα οι παπάδες έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν τι ευχαριστεί και τι δυσαρεστεί το θεό τους. Γι αυτό μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι θα αποφασίσουν σε ότι ευχαριστεί ή δυσαρεστεί εκείνους και μόνο.
Η ηθική δεν μπορεί παρά να θεμελιωθεί “στις σχέσεις, τις ανάγκες και στα αδιάλειπτα συμφέροντα των κατοίκων της Γης”. Προφανώς δεν μπορεί να είναι οριστική και αμετάκλητη όπως είναι ένα θεόσταλτο σύνολο κανόνων. Η ηθική θα πρέπει να τίθεται σε κρίση κάθε φορά, να αμφισβητείται, να συμπληρώνεται, να προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες ανάγκες της κοινωνίας, προκειμένου να επιτευχθεί το μέγιστο όφελος για τα μέλη της. Μια κοινωνία που υποκύπτει σε οτιδήποτε “ανώτερο”, που δεν τολμάει να αναστοχάζεται και να μεταβάλλει τους κανόνες και τις παραδόσεις της είναι καταδικασμένη να είναι δούλα των θεσμών που η ίδια δημιούργησε και αποδέχτηκε. Και είναι προφανές ότι μια θεόσταλτη ηθική είναι ύποπτη, όπως παρατήρησε και ο ιερέας. Το πλατωνικό δίλημμα του Ευθύφρονως (Άραγε το ευσεβές αγαπάται από τους θεούς, επειδή είναι ευσεβές, ή επειδή αγαπάται, είναι ευσεβές;) συνοψίζει το πρόβλημα. Αν η ηθική προέρχεται από το θεό (και που φυσικά γνωστοποιείται από τους αντιπροσώπους του στη γη) τότε οποιαδήποτε θηριωδία μπορεί να δικαιολογηθεί στο όνομα του, όπως βλέπουμε μέχρι σήμερα. Άρα, αν ο θεός είναι το πρότυπο ηθικής τότε δεν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ως καλό αφού για αυτόν δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Αν όμως η ηθική δεν προέρχεται από το θεό, τότε το καλό και το κακό, προφανώς, είναι έννοιες ανεξάρτητες από αυτόν. Αναπόφευκτα καταλήγουμε πως αν η ηθική δεν είναι θεόσταλτη, τότε δεν μπορεί παρά να είναι ανθρώπινη και μόνο και άρα υποκείμενη σε διαρκή κριτική.
Θα κλείσω με τα λόγια του ιερέα που κάνει έκκληση στους συνανθρώπους του να δουν τον εξουσιαστικό ρόλο των θρησκειών στις ζωές τους και να προσπαθήσουν να την αποτινάξουν για να δημιουργήσουν μια νέα ανθρωπότητα με βάση τη λογική που η φύση μας προίκησε.
Τα δόγματα, οι τελετές, η ηθική και οι αρετές που εφαρμόζουν όλες οι θρησκείες του κόσμου, είναι προφανώς υπολογισμένες να επεκτείνουν τη δύναμη ή να αυξήσουν τις απολαβές των ιδρυτών και των λειτουργών αυτών των θρησκειών. Τα δόγματα είναι δυσνόητα, ακαταλαβίστικα, γεμάτα τρόμο, και γι αυτό υπεύθυνα για να κάνουν τη φαντασία να πετάξει, καθιστωντας έτσι τον απλό άνθρωπο πιο ήπιο σε αυτούς που θέλουν να τον εξουσιάσουν. Οι τελετές και τα τυπικά δημιουργούν εισόδημα ή εκτίμηση στους παπάδες˙ τα θρησκευτικά ήθη και οι αρετές αποτελούνται από δουλική πίστη, η οποία προλαμβάνει τη λογική˙ από μια θρησκευτική ταπεινοφροσύνη η οποία επιβεβαιώνει στους παπάδες την υποταγή του ποιμνίου τους˙[...] Προφανώς όλες οι θρησκευτικές αρετές έχουν αντικείμενό τους την ωφέλεια των λειτουργών της θρησκείας.
Βολταίρος
Πολλά βιβλία έχουν εκδοθεί γύρω από το θέμα της μη ύπαρξης του Θεού. Αλλά το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο από έναν παπά που πραγματεύεται το θέμα απλά και πειστικά όσο κανένας. Και μάλιστα σε μια εποχή (δεύτερο μισό του 17ου αιώνα) που κάτι τέτοιο ήταν άκρως επικίνδυνο.
Λίγοι φιλόσοφοι πριν από τον εκπληκτικό παπα-Ζαν Μελιέ ασχολήθηκαν με το θέμα, και αυτοί όχι διεξοδικά. Ο Καρτέσιος και ο Καντ, π.χ., τελικά δεν τόλμησαν να αποφανθούν ξεκάθαρα. Ο Ζαν Μελιέ είναι ο πρώτος πραγματικά άθεος συγγραφέας του Δυτικού Κόσμου. Ένας άθεος που βγήκε μέσα από την εντρύφηση στα βιβλικά κείμενα επί τριάντα επτά χρόνια. Όμως δεν τόλμησε να πει αυτό που αισθανόταν όσο ζούσε. Αν είχε μιλήσει, το πιθανότερο είναι να μην είχε διασωθεί ούτε η Διαθήκη του.
Στις επιστολές και στη σύνοψή του ο Βολταίρος παρουσιάζει τον Ζαν Μελιέ ως "σύντροφο ντεϊστή", υπονοώντας ότι η θεωρία του συμπίπτει, λίγο πολύ με εκείνες του Επίκουρου ή του Σπινόζα που αφήνουν ένα ενδεχόμενο για την ύπαρξη κάποιου θεού, τον οποίο, όμως, αποκλείεται λογικά να τον απασχολούν οι άνθρωποι. Αλλά ο Βολταίρος αποσιωπά (σκόπιμα;) το σφοδρό αντιμοναρχικό και φιλολαϊκό αίσθημα του Μελιέ.
Ο Βολταίρος αμφέβαλλε, ο Μελιέ όχι! Καταδικάζει και αρνείται απερίφραστα όλες τις θρησκείες και γίνεται έτσι πρόδρομος του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.
Μερικά από τα συμπεράσματα του Μελιέ:
- Ο Σατανάς, όπως και η θρησκεία, εφευρέθηκε για να πλουτίζουν οι παπάδες.
- Αν ο Θεός δεν μπορούσε να κάνει τον άνθρωπο αναμάρτητο, δεν έχει το δικαίωμα να τον τιμωρήσει.
- Οι προσευχές των ανθρώπων στο Θεό αποδεικνύουν ότι δεν είναι ικανοποιημένοι από τη θεία διαχείριση.
- Ένας παγκόσμιος θεός θα έπρεπε να αποκαλύψει μία παγκόσμια θρησκεία.
- Η θρησκεία είναι ο ασθενέστερος τρόπος συγκράτησης των παθών.
- Μοναδικός στόχος των θρησκευτικών αρχών είναι η διαιώνιση της τυραννίας των βασιλιάδων και η θυσία των εθνών σε αυτούς.
- Μόνο ο φόβος δημιουργεί φανατικούς και θεϊστές.
- Οι μοιραίες συνέπειες της ευλάβειας. Η ιστορία μας διδάσκει ότι όλες οι θρησκείες ιδρύθηκαν με τη βοήθεια της άγνοιας των εθνών, και από ανθρώπους οι οποίοι είχαν την αναίδεια να αποκαλούνται αντιπρόσωποι του Θεού.
Ο αββάς Μελιέ
Ο Ζαν Μελιέ γεννήθηκε το 1664 στο χωριό Μαζερνί της Γαλλίας. Αφού φοίτησε σε θεολογική σχολή χειροτονήθηκε ιερέας το 1689. Σαν ιερέας ήταν αρκετά ριζοσπαστικος. Όπως διηγείται ο Βολταίρος, όταν κάποτε ο τοπικός άρχοντας, ο Αντουάν ντε Τουϊγί, κακομεταχειρίστηκε κάποιους χωρικούς, ο Μελιέ αρνήθηκε να ευχηθεί υπέρ αυτού στη λειτουργία με αποτέλεσμα να τιμωρηθεί από τον τοπικό αρχιεπίσκοπο. Μετά από τη τιμωρία του ο Μελιέ διαμαρτυρήθηκε για αυτή την αδικία και ξεφωνίζει από τον άμβωνα τα παρακάτω λόγια:
Αυτή είναι η τύχη των φτωχών ιερέων της επαρχίας, οι αρχιεπίσκοποι που είναι μεγάλοι άρχοντες, τους χλευάζουν και δεν τους ακούνε. Γι αυτό ας προσευχηθούμε στο Θεό για τον άρχοντα αυτού του χωριού, τον Αντουάν ντε Τουϊγί, να φωτιστεί, να μην καταληστεύει τους φτωχούς και τα ορφανά.
Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας ο εν λόγω άρχοντας ήταν παρών, με αποτέλεσμα ο παπάς να τιμωρηθεί εκ νέου. Ο Μελιέ πάντως συνέχισε να ασκεί το επάγγελμα (όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει) του ιερέα. Πέθανε το 1729 και άφησε τα λίγα υπάρχοντα του στους ενορίτες του. Άφησε όμως και κάτι πολύτιμο που έμελλε να προκαλέσει σεισμό στον πνευματικό κόσμο της εποχής. Πρόκειται για το έργο του με τίτλο “η Διαθήκη μου”. Στο αντίγραφο που προοριζόταν για τους ενορίτες του, έγραψε τα εξής απίθανα:
Έχω δει και αναγνωρίσει τα λάθη, τις καταχρήσεις, τις τρέλες και τις αδυναμίες των ανθρώπων. Τις αποστράφηκα και τις μίσησα. Δεν τόλμησα να τις καταγγείλω όσο ζούσα, αλλά τουλάχιστον θα το κάνω τώρα που πεθαίνω αλλά και μετά το θάνατό μου, για να χρησιμεύσει αυτή η διαθήκη ως μάρτυρας της αλήθειας σε όσους τύχει να τη δουν και θελήσουν να τη διαβάσουν.
Ποια είναι η αλήθεια που θέλει να κάνει γνωστή ο ιερέας; Το ότι “η θεολογία δεν είναι άλλο από άγνοια των φυσικών αιτιών κατασταλαγμένων σε ένα σύστημα, ‘οτι “αυτό το σύστημα δεν είναι κάτι άλλο από ένα πλέγμα χίμαιρων και αντιθέσεων”, ότι ο θεός είναι ένα “αποκύημα της φαντασίας” και ότι η πίστη βασίζεται στη άγνοια και το φόβο, “τους άξονες όλων των θρησκειών”. Ο Ζωρζ Μινουά, στο έργο του “η Ιστορία της Αθεΐας” χαρακτηρίζει το βιβλίο του Μελιέ ως το “πλέον ακραίο κατηγορητήριο που συντάχθηκε ποτέ μέχρι την εποχή του κατά της θρησκείας και της πίστης”.
Ο Μελιέ ασχολείται σε όλα τα επίπεδα με το τρίπτυχο θεός-θρησκεία-πίστη. Η γραφή του είναι προσιτή και κατανοητή, ιδανική για το αναγνωστικό κοινό της εποχής (και φυσικά ακόμα και της τωρινής), χωρίς όμως αυτή να χάνει καθόλου σε ουσία. Όντας ο ίδιος ιερέας καταρρίπτει τα περισσότερα επιχειρήματα των θεολόγων στο δογματικό επίπεδο και ταυτόχρονα καταγγέλλει τη φαυλότητα του κλήρου και την τυραννία των ηγεμόνων στο πρακτικό επίπεδο. Κάνει ξεκάθαρο ότι “η ύπαρξη του Θεού δεν έχει αποδειχθεί” , πως “ότι υπάρχει προέρχεται από ύλη”, ότι “το δόγμα που συγχωρεί τις αμαρτίες επινοήθηκε για το συμφέρον των παπάδων”, πως η εξομολόγηση είναι “το χρυσωρυχείο τους, η δε θρησκεία δημιουργεί “μόνο έκφυλους και διεστραμμένους τυράννους”, όπως και “εξαθλιωμένους υπηκόους” και τελικά πως η ελέω θεού βασιλεία ειναι ο “πιο γελοίος και μισητός σφετερισμός”.
Προσπαθεί να δείξει τον παραλογισμό της ιδέας ενός θεού. Η έννοια του θεού είναι απρόσιτη για τον άνθρωπο, κανένας δεν γεννιέται έχοντας γνώση του θεού, καθώς αυτή είναι αδύνατη:
Όλες οι θρησκευτικές αρχές στηρίζονται στην ιδέα του Θεού, αλλά είναι αδύνατο για τους ανθρώπους να έχουν χειροπιαστές ιδέες για ένα ον που δεν δρα σε καμία από τις αισθήσεις τους. Όλες μας οι ιδέες είναι εικόνες αντικειμένων που μας εμφυτεύονται. Τι μπορεί να σημαίνει για μας η ιδέα του Θεού όταν είναι σαφώς ιδέα ζωρίς αντικείμενο; Μια τέτοια ιδέα δεν είναι εξωπραγματική όσο και ένα αποτέλεσμα δίχως αιτία; Μια ιδέα χωρίς πρότυπο είναι τίποτα παραπάνω από μια χίμαιρα;
Κατηγορεί δριμύτατα τους θεολόγους ότι έχουν δημιουργήσει ένα θεό τύραννο. Τι άλλο μπορεί να είναι ένας δημιουργός, που παρόλο είναι πανάγαθος και παντοδύναμος, επιτρέπει το κακό; “Δε θα ήταν πιο σύμφωνο με την καλοσύνη, με τη λογική και την αμεροληψία, να φτιάξει καλύτερα πέτρες ή φυτά αντί αισθαντικά όντα και ανθρώπους, που η συμπεριφορά τους σ΄ αυτόν τον κόσμο θα τους στοίχιζε αιώνια βασανιστήρια στον άλλο; Ένας θεός τόσο κακόπιστος και φαύλος, που δημιουργεί έναν άνθρωπο για να τον εκθέσει στον κίνδυνο της κόλασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί τέλειο ον, αλλά ένα τέρας παραλογισμού, αδικίας, κακίας και θηριωδίας;” Άλλωστε, εφόσον ο θεός είναι ο δημιουργός των πάντων, τότε και το κακό προέρχεται και φτιάχτηκε από αυτόν. Αυτός ευθύνεται για τις πράξεις των δημιουργημάτων του. Φυσικά οι θεολόγοι αντιπαραθέτουν ότι ο θεός έφτιαξε τον άνθρωπο αγνό και αγαθό αλλά αυτός διεφθάρη από τις αμαρτίες του. Αλλά “αν ο άνθρωπος μπορούσε να αμαρτήσει μόλις βγήκε από τα χέρια του θεού, η φύση του δεν μπορεί να ηταν τέλεια!” απαντάει εύστοχα ο ιερέας και προσθέτει:
Ο θεός αυτός πανάγαθος και παντοδύναμος παρατηρεί αδιάφορος δισεκατομμύρια παιδιά του να σπεύδουν προς την κόλαση! Ατενίζει το ναυάγιο της ίδιας της δημιουργίας του! Είδαμε άραγε ποτέ άλλοτε κάτι τόσο παράλογο;
Ακόμα και η αγάπη των πιστών για το θεό τους είναι παράλογη και ψεύτικη, αφού είναι απόρροια του φόβου.
Είναι αδύνατο να αγαπάμε ένα ον του οποίου η σκέψη μας προκαλεί τρόμο και η δικαιοσύνη του μας κάνει να τρέμουμε. Πως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε χωρίς φόβο ένα θεό τόσο βαρβαρο ώστε να επιθυμεί την αιώνια καταδίκη μας σε βασανιστήρια;
Όπως είχε γράψει πολύ εύστοχα και ο Μπακούνιν: “Η αληθινή αγάπη, η έκφραση μιας αμοιβαίας και εξίσου αισθητής ανάγκης, μπορεί να υπάρχει μόνο μεταξύ ίσων. Η αγάπη του ανώτερου για τον κατώτερο είναι καταπίεση, εξάλειψη, περιφρόνηση, εγωισμός, αλαζονεία και ματαιοδοξία, που θριαμβεύουν μέσα σε ένα αίσθημα μεγαλείου, βασισμένο στην ταπείνωση του άλλου μέρους. Και η αγάπη του ανώτερου από τον κατώτερο είναι ταπείνωση, οι φόβοι και οι ελπίδες ενός δούλου που περιμένει από τον αφέντη του είτε την ευτυχία είτε τη δυστυχία. Ο χαρακτήρας της λεγόμενης αγάπης του Θεού για τους ανθρώπους είναι δεσποτισμός απο τη μεριά του ενός και δουλεία από την πλευρά των άλλων.” Ο Μελιέ θα συμφωνούσε με τον Μπακούνιν, αφού “η αγάπη φανατικών ανθρώπων προς τον θεό τους, όπως και των σκλάβων προς τους αφέντες τους, είναι μια δουλική τιμή που προσφέρουν καταναγκαστικά, στην οποία η καρδιά τους δεν μετέχει”.
Φυσικά δεν είναι συμφέρον για τους παπάδες να φτιάξουν αποκλειστικά ένα θεό τύραννο. Ο θεός πρέπει να είναι σκληρός αλλά και ελεήμων, αμείλικτος αλλά και “συγκαταβατικός στην μετάνοια και τα δάκρυα των αμαρτωλών. Συνεπώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν το θεό με τον τρόπο που τους συμφέρει εκείνη τη στιγμή. Ένας μόνιμα οργισμένος θεός θα απωθήσει τους πιστούς του, ή θα τους απελπίσει. Οι άνθρωποι χρειάζονται ένα θυμωμένο θεό αλλά κατευνάσιμο. Αν ο θυμός του πανικοβάλει κάποιες δειλές ψυχές, το έλεος του καθυσηχάζει τους αποφασισμένους κακούς, οι οποίοι προτίθενται αργά ή γρήγορα να επιδιώξουν τη συγγνώμη του.”
Από την κριτική του ιερέα δεν θα μπορούσε να λείπει και η σχέση ηθικής και θρησκείας. Ξεκαθαρίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει ηθική προερχόμενη από το θεό, αφού στην ουσία η ηθική αυτή προέρχεται από τους παπάδες και εξυπηρετεί τα συμφέροντα τους.
Σε όλες τις θρησκείες μονάχα οι παπάδες έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν τι ευχαριστεί και τι δυσαρεστεί το θεό τους. Γι αυτό μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι θα αποφασίσουν σε ότι ευχαριστεί ή δυσαρεστεί εκείνους και μόνο.
Η ηθική δεν μπορεί παρά να θεμελιωθεί “στις σχέσεις, τις ανάγκες και στα αδιάλειπτα συμφέροντα των κατοίκων της Γης”. Προφανώς δεν μπορεί να είναι οριστική και αμετάκλητη όπως είναι ένα θεόσταλτο σύνολο κανόνων. Η ηθική θα πρέπει να τίθεται σε κρίση κάθε φορά, να αμφισβητείται, να συμπληρώνεται, να προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες ανάγκες της κοινωνίας, προκειμένου να επιτευχθεί το μέγιστο όφελος για τα μέλη της. Μια κοινωνία που υποκύπτει σε οτιδήποτε “ανώτερο”, που δεν τολμάει να αναστοχάζεται και να μεταβάλλει τους κανόνες και τις παραδόσεις της είναι καταδικασμένη να είναι δούλα των θεσμών που η ίδια δημιούργησε και αποδέχτηκε. Και είναι προφανές ότι μια θεόσταλτη ηθική είναι ύποπτη, όπως παρατήρησε και ο ιερέας. Το πλατωνικό δίλημμα του Ευθύφρονως (Άραγε το ευσεβές αγαπάται από τους θεούς, επειδή είναι ευσεβές, ή επειδή αγαπάται, είναι ευσεβές;) συνοψίζει το πρόβλημα. Αν η ηθική προέρχεται από το θεό (και που φυσικά γνωστοποιείται από τους αντιπροσώπους του στη γη) τότε οποιαδήποτε θηριωδία μπορεί να δικαιολογηθεί στο όνομα του, όπως βλέπουμε μέχρι σήμερα. Άρα, αν ο θεός είναι το πρότυπο ηθικής τότε δεν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ως καλό αφού για αυτόν δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Αν όμως η ηθική δεν προέρχεται από το θεό, τότε το καλό και το κακό, προφανώς, είναι έννοιες ανεξάρτητες από αυτόν. Αναπόφευκτα καταλήγουμε πως αν η ηθική δεν είναι θεόσταλτη, τότε δεν μπορεί παρά να είναι ανθρώπινη και μόνο και άρα υποκείμενη σε διαρκή κριτική.
Θα κλείσω με τα λόγια του ιερέα που κάνει έκκληση στους συνανθρώπους του να δουν τον εξουσιαστικό ρόλο των θρησκειών στις ζωές τους και να προσπαθήσουν να την αποτινάξουν για να δημιουργήσουν μια νέα ανθρωπότητα με βάση τη λογική που η φύση μας προίκησε.
Τα δόγματα, οι τελετές, η ηθική και οι αρετές που εφαρμόζουν όλες οι θρησκείες του κόσμου, είναι προφανώς υπολογισμένες να επεκτείνουν τη δύναμη ή να αυξήσουν τις απολαβές των ιδρυτών και των λειτουργών αυτών των θρησκειών. Τα δόγματα είναι δυσνόητα, ακαταλαβίστικα, γεμάτα τρόμο, και γι αυτό υπεύθυνα για να κάνουν τη φαντασία να πετάξει, καθιστωντας έτσι τον απλό άνθρωπο πιο ήπιο σε αυτούς που θέλουν να τον εξουσιάσουν. Οι τελετές και τα τυπικά δημιουργούν εισόδημα ή εκτίμηση στους παπάδες˙ τα θρησκευτικά ήθη και οι αρετές αποτελούνται από δουλική πίστη, η οποία προλαμβάνει τη λογική˙ από μια θρησκευτική ταπεινοφροσύνη η οποία επιβεβαιώνει στους παπάδες την υποταγή του ποιμνίου τους˙[...] Προφανώς όλες οι θρησκευτικές αρετές έχουν αντικείμενό τους την ωφέλεια των λειτουργών της θρησκείας.