Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

ΓΑΜΩ ΤΟΝ ΠΙΣΤΟ ΣΟΥ


‘Ηθελα σήμερα, να γράψω για την εκκλησία και τον καταλυτικό ρόλο που παίζει στο να κρατάει με μεσαιωνικές λογικές και νοοτροπίες, και ανούσια, αραχνιασμένα δόγματα, τη σκέψη του κόσμου στο μεσαίωνα.
Μα το να μέμφεσαι την εκκλησία, για τα κακά που εντείνει και διευκολύνει στον κόσμο, αντί για αυτούς που ακόμα δίνουν πνοή στο σάπιο κουφάρι της, τους ευσεβείς πιστούς, τους θιασώτες του προσκύνα, κι μη ερεύνα, είναι σα να κατηγορείς τη χρυσή αυγή [κεφαλαία δε θα μπουν ποτέ] για τον κίνδυνο και το μίσος που εναποθέτει σε μια σύγχρονη κοινωνία, χωρίς να κατηγορείς ευθέως αυτούς που σηκώσαν το ξερό τους, και τη βάλαν στη βουλή, και σαν άλλα πρόβατα, διατείνονται πως θα το ξανακάνουν.
Και σύμφωνα με την προσταγή του γιαχβέ, αυξάνονται και πληθύνονται.
Ή μήπως όχι;
‘Η μήπως φασισμός και εκκλησία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, με μια αιώνια κόλα:
Την ανθρώπινη βλακεία, και την αφελή ανάγκη να νοιώσεις σημαντικός, όταν έχεις αποτύχει να κάνεις τον εαυτό σου καλύτερο ποιοτικά άνθρωπο.
Αλλά ας κλοτσήσω το κουβάρι, να αρχινήσει το παραμύθι.
Έχω μεγάλο πρόβλημα με κάθε οργανωμένη θρησκεία, και ειδικά με αυτή του θεού της αγάπης, του γιαχβέ, από τη στιγμή που έχει υπάρξει ιστορικά, καταλυτικός παράγοντας, με τη φασιστική και μισαλλόδοξη συμπεριφορά της, στο να εδραιωθεί, σα μετεξέλιξη του φεουδαρχισμού και της πάλαι ποτέ ελέω θεού βασιλείας, ο καπιταλισμός.
Και ενώ κάποτε ο κόσμος κρατούνταν σε άγνοια, ενόσω ζούσε σε άθλιες συνθήκες παλεύοντας για ένα ξεροκόμματο και την ελεημοσύνη του αφέντη και του καλού θεού, σήμερα, στις αναπτυγμένες [μόνο βιομηχανικά, απ' ότι φαίνεται] ζώνες του πλανήτη, σήμερα, που περισσότερο από ποτέ και εύκολα, έχουμε πρόσβαση στη συλλογική γνώση και την ιστορία του είδους μας, συνεχίζουμε με την παρουσία μας να ενισχύουμε ένα θεσμό που μας έσυρε για χίλια χρόνια στο σκοτάδι.
Γιατί ο μεσαίωνας, στα μυαλά των ανθρώπων δεν έχει τελειώσει.
Σήμερα, δύο χιλιάδες χρόνια αφού γιοί ξυλουργών περπατήσαν στα νερά και αφήσαν πίσω τους ετερόκλητα μυνήματα, και αμφίσημα διδάγματα, τις Κυριακές, η καμπάνα, σαν την κουδούνα του τσοπάνη, χτυπάει από τον  ποιμένα, για να μαζευτούν οι αμνοί, τα ερίφια, και τα λοιπά μοσχάρια στο μαντρί, για κάποιες ώρες.
Για να ακούσουνε ψέματα.
Για να ακούσουνε να διαβάζονται ξόρκια, για να φάνε ψωμάκι μπαγιάτικο μουλιασμένο σε κρασί τέταρτης διαλογής, και να μπεί ο χριστός μέσα τους.
Μόνο που μπαίνει από κώλο.
Γιατί μας τον ταΐζουνε άνθρωποι με μαύρα ρούχα που μιλάνε με άθλια λόγια για οτιδήποτε διαφορετικό.
Που αποκαλούνε εν έτει δύο χιλιάδες και δεκατρία, τις γυναίκες ακάθαρτες.
Τους ομοφυλόφιλους διεστραμμένους.
Την οποιαδήποτε μουσική πέρα από τα αρχαία μαγικά ξόρκια τους σατανική και διεφθαρμένη.
Τον έρωτα αμαρτία.
Το σώμα μας σάρκα.
Την ψυχή μας, μιαρή.
Το νου μας, ανίκανο και ανεπαρκή.
Κι εμείς παρουσιαζόμαστε, σταθερά, στο τέλος κάθε εβδομάδας.
Για να ακούσουμε αγάμητους, αυτοδίκαιους ιερείς, να μας υποβιβάζουνε, να υποτιμούν τους συντρόφους και τις συντρόφισσές μας, να λένε πως ιδέες που αναπτύσσουμε εδώ και δέκα χιλιάδες χρόνια είναι αμαρτωλές και επικίνδυνες.
Αλλά ακόμα πηγαίνουμε.
Ενώ αν κάποιος, σε μια παρέα, μετά από δυό ποτήρια κρασί μας μίλαγε έτσι, θα σηκωνόμαστε σα ταύροι να υπερασπιστούμε τον εαυτούλη μας.
Μα τα λόγια του παπά, είναι τα λόγια του θεού.
Κι ο θεός, κάτι καλύτερο από εμάς θα ξέρει.
Και με αυτό τον τρόπο, ένας λόγος που είναι διασπαστικός, απάνθρωπος, μισαλλόδοξος και φασιστικός, που μιλάει για περιούσιους επίλεκτους λαούς και πειθήνειους εργάτες, που θα ανταμειφθούν σε τρία τέρμηνα με τη βασιλεία των ουρανών, που στην ουσία του, δε διαφέρει σε τίποτα από όσα πρεσβεύει ένας φασίστας, διαιωνίζεται.
Και ενισχύεται.
Από τους πιστούς.
Από όλους που σπεύδουμε για το ξεροκόμματο και δυο τζούρες λιβάνι, για να αισθανθούμε καλύτερα με τον εαυτό μας.
Προσέχοντας στο δρόμο μας για το χλιδάτο σπίτι του ταπεινού θεού, να μην πατήσουμε κανέναν άστεγο, να μη μας κολλήσει καμιά αρώστια ο μετανάστης στο φανάρι, να μην αργήσουμε και πολύ, γιατί μετά έχουμε να πάμε Κυριακάτικά στο γραφείο και να δουλέψουμε άμισθα, εξαντλητικά, και αδικαιολόγητα, μπας και ο καλός αφέντης των εγκοσμίων, το αφεντικό, δε μας απολύσει αυτή τη βδομάδα.
Για να έχουμε τον άρτο τον επιούσιο στο τραπέζι, για δυο μέρες ακόμα.
Και το βράδυ, αφού ευλογήσουμε την παναγία, να πάμε στα σκυλάδικα, να γκαρίξουμε για το πως οι γυναίκες είναι πουτάνες στην ψυχή.
Πάμε να ακούσουμε πώς η γυναίκα πρέπει να κυβερνάται από τον άντρα, και μετά σοκαριζόμαστε, σαν πανελλήνιο, όταν κάποιος τραμπούκος, σκοτώσει τη γυναίκα του στο ξύλο.
Η ακόμα καλύτερα, να πούμε, πως, κι αυτή, όπως η προγιαγιά της, η Εύα, κάτι κακό θα έκανε για να το άξιζε αυτό.
Και τώρα ακούμε έναν παπά με τοπικό στέμμα να λέει πως οι καμπάνες θα χτυπήσουν πένθιμα γιατί πέρασε αντιρατσιστικό νομοσχέδιο.
Και δεχόμαστε να λέει αυτό το κάθαρμα πως έτσι, θα διαφθείρουν τα παιδιά μας οι ομοφυλόφιλοι και ο χριστός θα χάσει τη δύναμή του, γιατί δε θα μπορούν να κατονομάζουν αιρετικούς και να αφορίζουν όσους έχουν αντίθετη γνώμη.
Μα δε σκέφτεται κανείς, πως ένα αντιφασιστικό νομοσχέδιο, θα το κατακρίνουν αυτοί που θίγονται απ’ αυτό.
Οι νεοναζί, και τα παπαδαριά.
Βάζουν τους εαυτούς τους στο ίδιο ακριβώς φασιστοτσούβαλο, κι εμείς, το περνάμε στα γρήγορα, για να δούμε στις πίσω σελίδες της εφημερίδας τι έκανε ή άλλη θρησκεία μας, η ομάδα μας, που ούτε δική μας είναι, ούτε ομάδα, παρά ιδιωτική επιχείρηση.
Και την Κυριακή, πάμε εκκλησία το μικρό να κοινωνήσει και να γίνει καλός χριστιανός, και το βραδάκι του δείχνουμε το ντέρμπι, που του μαθαίνουμε πως γαμάμε την παναγία και τη μάνα των αντίπαλων τρωκτικών, και τον κατηχούμε στην άλλη μεγάλη πίστη μας.
Και μερικές φορές, την ίδια Κυριακή, πάμε για κοψίδια στην ταβέρνα και μετά για ψήφο.
Και βγάζουμε τη χρυσή αυγή στη βουλή.
Και είναι λογικό, γιατί είμαστε πιστοί.
Και έχουμε διαβάσει ακόμα και στο ίδιο το ιερό βιβλίο που γονείς, δάσκαλοι και ιερείς μας χώνουνε στη μούρη από νωρίς, ένα κόμμα λάθος.
Και αντί να ερευνούμε, πιστεύουμε.
Είμαστε πιστοί.
Και ψηφίζουμε ότι μας μάθανε, δουλεύουμε όπως μας μάθανε, και πιστεύουμε ό,τι μας μάθανε.
Αντί να σηκώσουμε το κεφάλι, βάζουμε ένα αφεντικό -επινοημένο ή καθ’ όλα υπαρκτό- στο σβέρκο μας, και κάνουμε το σταυρό μας.
Επειδή ο θεός θα μας φυλάξει.
Θα μας δώσει ένα ξεροκόμματο.
Θα διώξει τους ξένους.
Θα με γλυτώσει από την απόλυση.
Θα θεραπεύσει την κόρη ή το γιο μου από το χτικιό της ομοφυλοφιλίας.
Θα μου δώσει λεφτά.
Θα βάλει τη μπάλα στα δίχτυα.
Θα θεραπεύσει τον καρκίνο μου.
Κι εγώ σαν αντάλλαγμα, θα περάσω μια ζωή ιδροκοπώντας μέσα στον πόνο και την καταπίεση του ισχυρού, γιατί αφού τα τινάξω, αφού ψοφήσω και με ξεζέψουν από το άροτρο, θα πάω σε πράσινα λιβάδια, που θα τρώω ευτυχισμένος αιώνια το κουτόχορτο που μου τάξανε.
Οι φίλοι μου, οι σοφοί παπάδες.
Κι αυτό μας φαίνεται λογικό.
Μα όταν κάποιος το κάνει αυτό μέσα στον κόσμο που ζούμε, είναι μίασμα και εγκληματίας.
Είναι πρεζάκι.
Επειδή εγώ την πρέζα μου, δε τη σουτάρω στο μπράτσο, αλλά τη γλείφω από μια χρυσή σπάτουλα, κάθε πρωί της Κυριακής.
Δε φταίει η εκκλησία, που ο κόσμος είναι σκατά.
Φταίω εγώ, που ακόμα, και ενώ ξέρω τι έχει κάνει, της δίνω δύναμη.
Να αβαντάρει τους φασίστες.
Να γεμίζει φόβο και ενοχές τις παιδικές ψυχές.
Να ζητά ενίσχυση από το κράτος που με κλέβει, για να μη χαλάσει όσα έχει ραμμένα μέσα στο στρώμα.
Και να χτυπάει τις καμπάνες πένθιμα, γιατί θίχτηκαν τα ρατσιστικά της ιδεώδη.
Μα ακόμα πηγαίνω.
Γιατί ελπίζω πως θα ζήσω μετά το θάνατο, αντί να παλέψω τώρα για τη ζωή μου.
Όπως ελπίζω πως οι ίδιοι πολιτικοί που με ρίξανε στα γόνατά μου, θα με σώσουνε.
Γιατί η σχέση μου με το θεό, είναι δούναι και λαβείν, όπως και με το βουλευτή της περιοχής μου.
Δίνω ό,τι έχω, ό,τι μου ζητάνε, για να πάρω σε αντάλλαγμα σωτηρία από τα βάσανα, από τις δυστυχίες από τη φτώχεια και την καταπίεση, σε δύο χρόνια, όταν πέσει το χρέος, όταν ο χριστός ξανακατέβει για να τιμωρήσει αυτούς που με αδικούν.
Γιατί εγώ ποτέ δεν έχω αδικήσει.
Γιατί από τους τυράννους μου, δε μπορώ να παλέψω με τις δυνάμεις μου να λυτρωθώ.
Γιατί είμαι μόνος μου, και όλοι οι άλλοι θέλουν το κακό μου, και τη φθορά της ψυχής μου.
Και ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος πλάι μου, ο συνάνθρωπός μου, είναι φθαρτός και αμαρτωλός, και δε μπορεί να με βοηθήσει.
Και βοήθεια θα μου δώσει, χρυσή ελεημοσύνη, το μεγάλο αφεντικό στους ουρανούς.
Που θα με πάρει στην αγκαλιά του, τον αφοσιωμένο του πιστό, και θα με βάλει να καθίσω ασφαλής στα πόδια του.
Ενώ μια ζωή, οι εκπρόσωποί του επί της γής γαμάνε τα παιδιά μου και τις ψυχές τους, κυριολεκτικά και μεταφορικά, εγώ ελπίζω πως ο καλός πατερούλης, θα με λυτρώσει.
Γιατί μέσα μου, έχω έναν πιστό.
Που το θυμάμαι όποτε με βολεύει, μα μόνιμα με διαφεντεύει.
Και με κρατάει στα γόνατά μου.
Σκυφτό, αμαρτωλό, αδαή, και πένητα.
Με το μυαλό μου αδειανό.
Θεέ της αγάπης, αν αυτός είναι ο θεσμός σου, και έτσι είναι ο πιστός σου, εσένα, σε αγνοώ, για να ξεχαστείς, να μαραθείς και να πεθάνεις, όπως άλλωστε αξίζει στις προλήψεις.
Και στις ιδέες των παπάδων σου, αυτές τις μεσαιωνικές προκαταλήψεις.
Αλλά τον πιστό σου, αυτόν που έβαλαν μέσα μου αιώνες ψεμάτων και εκφοβιστικών παραμυθιών, και ενδοτικών γονιών, κι οι καπιταλιστικές σκοπιμότητες των πολιτικών,
τον πνίγω με τα ίδια μου τα χέρια.
Και τον αφήνω, άκλαυτο, χωρίς τιμές και τραγούδια να σαπίσει μοναχός.
Πριν σαπίσει την ψυχή μου εντελώς.
Το εννοώ.
Και πρώτα απ’ όλα, το λέω στον εαυτό μου, γιατί κάποτε πίστεψα κι εγώ:

Γαμώ τον πιστό σου.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου