23 Απριλίου 1942. Ένας νεαρός Εβραίος Σλοβάκος μεταφέρεται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. «Σώζεται» από τους χιλιάδες κρατουμένους και γίνεται ο δερματοστίκτης του Άουσβιτς.
Είναι ο άνθρωπος που με ένα κομμάτι ξύλο και με μια βελόνα στην άκρη θα σταμπάρει γρήγορα και οδυνηρά στη σάρκα των κρατουμένων ένα ένα τα ψηφία που τους έχουν δοθεί.
Η ιστορία του δερματοστίκτη
Ο Λάλε Λούντβιχ Άιζενμπεργκ είναι Εβραίος από τη Σλοβακία. Είναι ένας από τους αμέτρητους νέους που βρίσκονται στοιβαγμένοι σε βαγόνια φτιαγμένα για να μεταφέρουν ζώα, χωρίς όμως να γνωρίζει τον προορισμό του. Το μόνο που ξέρει είναι ότι πηγαίνει να δουλέψει για τους Γερμανούς.
Περνάει την ανοιχτή σιδερένια πύλη, η οποία γράφει με μεταλλικά γράμματα στα γερμανικά: «ARBEIT MACHT FREI» Η εργασία απελευθερώνει Δε ξέρει που βρίσκεται, όμως η ιδέα ότι η εργασία θα τον απελευθερώσει φαντάζει σαν αρρωστημένο αστείο. Τον πήραν με το ζόρι από το σπίτι του, τον μετέφεραν σαν ζώο, είναι περικυκλωμένος από βαριά οπλισμένους Ες-Ες και κάποιος τον καλωσορίζει: «Καλώς ήρθατε στο Άουσβιτς». Να εργάζεστε σκληρά,να κάνετε ότι σας λένε και θα απελευθερωθείτε. Αυτά είναι τα πρώτα λόγια που ακούν οι κρατούμενοι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Άνθρωποι από τη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Γιουγκοσλαβία, την Ιταλία, την Μοραβία, την Ελλάδα και τη Νορβηγία πηγαίνουν να συντροφεύσουν εκείνους που έχουν ήδη αιχμαλωτιστεί από τη Γερμανία, την Αυστρία, την Πολωνία και τη Σλοβακία. Όσοι περνάνε από επιλογή μπαίνουν σε σειρά για να μαρκαριστούν. Είναι εκείνοι που προορίζονται να δουλέψουν. Οι υπόλοιποι, γέροι, ανάπηροι και ανειδίκευτοι είναι ήδη ζωντανοί νεκροί. Ο Λάλε μιλά σλοβάκικα, γερμανικά, ρώσικα, γαλλικά, ουγγρικά και λίγα πολωνικά. Γίνεται υπεύθυνος των τατουάζ και δουλεύει για την πολιτική πτέρυγα των Ες-Ες.
Χαράζει τα ψηφία στην σάρκα των κρατουμένων και το αίμα αναβρύζει
Δε κοιτάει ποτέ στα μάτια τους κρατούμενους που στιγματίζει. Δε μπορεί. Πρέπει να μεταφέρει τα πέντε ψηφία που γράφει το χαρτί στο δέρμα ενός κοριτσιού. Υπάρχει ήδη ένας γραμμένος αριθμός στο χέρι της, αλλά έχει ξεθωριάσει. Ο δερματοστίκτης πιέζει τη βελόνα στο αριστερό της μπράτσο για να χαράξει τον αριθμό 3, προσπαθώντας να το κάνει όσο πιο απαλά μπορεί. Αναβρύζει αίμα. Η βελόνα όμως δε μπήκε αρκετά βαθιά και πρέπει να ξαναπεράσει τον αριθμό. Η κοπέλα δεν τσιτώνεται από τον πόνο, ο Λάλε όμως ξέρει ότι την πονάει. Σκουπίζει το αίμα, τρίβει πράσινο μελάνι στην πληγή και αρχίζει να χαράζει και τα υπόλοιπα τέσσερα νούμερα: 4 9 0 2.
Το πουκάμισο του ήταν πάντα γεμάτο ξεραμένο αίμα
Στο Μπικερνάου φτάνουν νέοι κρατούμενοι. Ανάμεσα στους ηλικιωμένους και τις γυναίκες βρίσκονται και παιδιά. «Είναι τσιγγάνοι. Το αίσχος της Ευρώπης, χειρότεροι κι από εσάς.», λέει ένας αξιωματικός των Ες Ες του στρατοπέδου. Ο δερματοστίκτης δε μπορεί να διανοηθεί ότι θα στιγματίζει τα παιδιά. Με ανακούφιση μαθαίνει πως δε θα κάνει τατουάζ στους μικρούς.
Παιδεύεται πολύ όταν χαράζει αριθμούς σε γριές γυναίκες που μοιάζουν σε ζωντανούς νεκρούς. Το βλέμμα τους είναι κενό σαν να γνωρίζουν το τέλος τους. Ο Λάλε τους ζητάει συγγνώμη και ας ξέρει πως δεν τον καταλαβαίνουν. Τα βράδια δυσκολεύεται να κοιμηθεί. Πρέπει να συνηθίσει τα κλάματα των μωρών και τις φωνές των παιδιών που ζητούν φαγητό από τους γονείς τους.
Το πουκάμισο του δερματοστίκτη είναι γεμάτο ξεραμένα αίματα, από αυτά που πετάγονται κατά το τρύπημα της βελόνας. Το 1945 έφυγε από το Άουσβιτς ζωντανός.Για τρία χρόνια ήταν αιχμάλωτος των Γερμανών. Ο Λάλε είχε έναν κανόνα στη ζωή του: «Άμα ξυπνήσεις το πρωί, τότε η μέρα είναι καλή»
Αποσπάσματα αντλήθηκαν από το βιβλίο: Ο δερματοστίκτης του Άουσβιτς της Χέδερ Μόρρις, εκδόσεις Ωκεανός...
mixanitouxronou.gr
Είναι ο άνθρωπος που με ένα κομμάτι ξύλο και με μια βελόνα στην άκρη θα σταμπάρει γρήγορα και οδυνηρά στη σάρκα των κρατουμένων ένα ένα τα ψηφία που τους έχουν δοθεί.
Η ιστορία του δερματοστίκτη
Ο Λάλε Λούντβιχ Άιζενμπεργκ είναι Εβραίος από τη Σλοβακία. Είναι ένας από τους αμέτρητους νέους που βρίσκονται στοιβαγμένοι σε βαγόνια φτιαγμένα για να μεταφέρουν ζώα, χωρίς όμως να γνωρίζει τον προορισμό του. Το μόνο που ξέρει είναι ότι πηγαίνει να δουλέψει για τους Γερμανούς.
Περνάει την ανοιχτή σιδερένια πύλη, η οποία γράφει με μεταλλικά γράμματα στα γερμανικά: «ARBEIT MACHT FREI» Η εργασία απελευθερώνει Δε ξέρει που βρίσκεται, όμως η ιδέα ότι η εργασία θα τον απελευθερώσει φαντάζει σαν αρρωστημένο αστείο. Τον πήραν με το ζόρι από το σπίτι του, τον μετέφεραν σαν ζώο, είναι περικυκλωμένος από βαριά οπλισμένους Ες-Ες και κάποιος τον καλωσορίζει: «Καλώς ήρθατε στο Άουσβιτς». Να εργάζεστε σκληρά,να κάνετε ότι σας λένε και θα απελευθερωθείτε. Αυτά είναι τα πρώτα λόγια που ακούν οι κρατούμενοι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Άνθρωποι από τη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Γιουγκοσλαβία, την Ιταλία, την Μοραβία, την Ελλάδα και τη Νορβηγία πηγαίνουν να συντροφεύσουν εκείνους που έχουν ήδη αιχμαλωτιστεί από τη Γερμανία, την Αυστρία, την Πολωνία και τη Σλοβακία. Όσοι περνάνε από επιλογή μπαίνουν σε σειρά για να μαρκαριστούν. Είναι εκείνοι που προορίζονται να δουλέψουν. Οι υπόλοιποι, γέροι, ανάπηροι και ανειδίκευτοι είναι ήδη ζωντανοί νεκροί. Ο Λάλε μιλά σλοβάκικα, γερμανικά, ρώσικα, γαλλικά, ουγγρικά και λίγα πολωνικά. Γίνεται υπεύθυνος των τατουάζ και δουλεύει για την πολιτική πτέρυγα των Ες-Ες.
Χαράζει τα ψηφία στην σάρκα των κρατουμένων και το αίμα αναβρύζει
Δε κοιτάει ποτέ στα μάτια τους κρατούμενους που στιγματίζει. Δε μπορεί. Πρέπει να μεταφέρει τα πέντε ψηφία που γράφει το χαρτί στο δέρμα ενός κοριτσιού. Υπάρχει ήδη ένας γραμμένος αριθμός στο χέρι της, αλλά έχει ξεθωριάσει. Ο δερματοστίκτης πιέζει τη βελόνα στο αριστερό της μπράτσο για να χαράξει τον αριθμό 3, προσπαθώντας να το κάνει όσο πιο απαλά μπορεί. Αναβρύζει αίμα. Η βελόνα όμως δε μπήκε αρκετά βαθιά και πρέπει να ξαναπεράσει τον αριθμό. Η κοπέλα δεν τσιτώνεται από τον πόνο, ο Λάλε όμως ξέρει ότι την πονάει. Σκουπίζει το αίμα, τρίβει πράσινο μελάνι στην πληγή και αρχίζει να χαράζει και τα υπόλοιπα τέσσερα νούμερα: 4 9 0 2.
Το πουκάμισο του ήταν πάντα γεμάτο ξεραμένο αίμα
Στο Μπικερνάου φτάνουν νέοι κρατούμενοι. Ανάμεσα στους ηλικιωμένους και τις γυναίκες βρίσκονται και παιδιά. «Είναι τσιγγάνοι. Το αίσχος της Ευρώπης, χειρότεροι κι από εσάς.», λέει ένας αξιωματικός των Ες Ες του στρατοπέδου. Ο δερματοστίκτης δε μπορεί να διανοηθεί ότι θα στιγματίζει τα παιδιά. Με ανακούφιση μαθαίνει πως δε θα κάνει τατουάζ στους μικρούς.
Παιδεύεται πολύ όταν χαράζει αριθμούς σε γριές γυναίκες που μοιάζουν σε ζωντανούς νεκρούς. Το βλέμμα τους είναι κενό σαν να γνωρίζουν το τέλος τους. Ο Λάλε τους ζητάει συγγνώμη και ας ξέρει πως δεν τον καταλαβαίνουν. Τα βράδια δυσκολεύεται να κοιμηθεί. Πρέπει να συνηθίσει τα κλάματα των μωρών και τις φωνές των παιδιών που ζητούν φαγητό από τους γονείς τους.
Το πουκάμισο του δερματοστίκτη είναι γεμάτο ξεραμένα αίματα, από αυτά που πετάγονται κατά το τρύπημα της βελόνας. Το 1945 έφυγε από το Άουσβιτς ζωντανός.Για τρία χρόνια ήταν αιχμάλωτος των Γερμανών. Ο Λάλε είχε έναν κανόνα στη ζωή του: «Άμα ξυπνήσεις το πρωί, τότε η μέρα είναι καλή»
Αποσπάσματα αντλήθηκαν από το βιβλίο: Ο δερματοστίκτης του Άουσβιτς της Χέδερ Μόρρις, εκδόσεις Ωκεανός...
mixanitouxronou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου