Ο Erich Hartmann (1922-1999) διέφυγε με την οικογένειά του από τη Ναζιστική Γερμανία το 1938 και στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στον στρατό των ΗΠΑ. Τελείωσε την επαγγελματική του ζωή σαν φωτογράφος απεικονίζοντας 22 στρατόπεδα συγκέντρωσης, πριν να αντικατασταθούν οι αρχικές τους εγκαταστάσεις από εκπαιδευτικά αντίγραφα και Mουσεία.
Το υλικό του βιβλίου συγκέντρωσε ο καλλιτέχνης στην 50η επέτειο (1995) από την απελευθέρωση και των τελευταίων στρατοπέδων. Το υλικό περιέχεται στο ανέκδοτο, μέχρι το 1995, δοκίμιο του Hartmann «Στα στρατόπεδα». Το εγκυρότερο διεθνές πρακτορείο φωτογραφίας Magnum, όπου ο Hartmann ήταν μέλος από το 1952 και πρόεδρος από το 1985, παρουσιάζει την αναπαραγωγή του δοκιμίου σαν φόρο τιμής στην επέτειο απελευθέρωσης του Auschwitz-Birkenau και Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος.
Παρουσιάζομε 20 φωτογραφίες και αποσπάσματα από το κείμενο του δοκιμίου.
… “Στα προηγούμενα χρόνια η λέξη Dachau σήμαινε την γραφική παλιά πόλη, όπου έφθανε κανείς μετά από ένα σύντομο ταξίδι με το τρένο από το Μόναχο. Ήδη από το 1933, στην εφηβεία μου, σύντομα μετά την ανάληψη της εξουσίας στη Γερμανία από τους Ναζί και μέχρι το τέλος του πολέμου το 1945, το Dachau σήμαινε το στρατόπεδο συγκέντρωσης που στήθηκε στην άκρη της πόλης, όπου πριν ήταν τα πατατοχώραφα. Το επίσημο όνομά του ήταν «Ίδρυμα Εργασίας και Επανεκπαίδευσης». Σύντομα όμως, αρχικά ψίθυροι, μετά φήμες και τελικά μαρτυρίες απέδειξαν ότι ήταν ένας χώρος ακραίας βαρβαρότητας, βίας και συστηματικής εξόντωσης“.
“Η μοίρα του Dachau ήταν να είναι το πρώτο στρατόπεδο στο οργανωμένο και σχολαστικά σχεδιασμένο σύστημα, που στήθηκε με σαφώς καθορισμένους στόχους: να εξαφανιστεί κάθε πολιτική αντίσταση στην κυριαρχία των Ναζί με την τρομοκρατία, να χρησιμοποιηθεί η εργατική δύναμη όλων των ικανών για εργασία κρατουμένων στη Γερμανική βιομηχανία, μέχρι να τους δολοφονήσουν, όταν εξαντλημένοι από την πείνα και την υπερκόπωση δεν θα ήταν αποδοτικοί και τέλος να εξοντωθεί το πνεύμα και το σώμα όλων των ανδρών, γυναικών και παιδιών, που κρίνονταν ανάξιοι να ζουν βάσει των ρατσιστικών νόμων, της αυτο-ανακηρυγμένης «Ανώτερης Φυλής». Σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονταν οι ομοφυλόφιλοι, οι Τσιγγάνοι, κληρικοί διαφόρων Χριστιανικών δογμάτων, οι σωματικά και ψυχικά ανάπηροι και, φυσικά, όλοι οι Εβραίοι.
…Μου συνέβη ένα μικρό ατύχημα, πέφτοντας από το ποδήλατο. Και είχα την πρώτη μου συνάντηση με το Dachau, της οποίας η ανάμνηση δεν θα σβήσει ποτέ. Πήγα στην κλινική που ήταν εκεί κοντά. Στο χώρο αναμονής υπήρχαν άλλα δύο άτομα, το ένα όρθιο και το άλλο καθιστό στην άκρη του πάγκου. Ο όρθιος φορούσε τη μαύρη στολή και μπότες, με το σήμα της νεκροκεφαλής των SS, ο άλλος φορούσε την γκρίζα-μπλέ ριγωτή φόρμα και τα ξύλινα τσόκαρα των έγκλειστων του Dachau. Το κεφάλι του ήταν ξυρισμένο, το πρόσωπο του κάτωχρο και είχε μώλωπες. Κανείς τους δεν μιλούσε. Δεν γνωρίζω γιατί ήταν εκεί. Ο φρουρός των SS κοίταζε έξω, στον ανοιξιάτικο κήπο, ο κρατούμενος κοίταζε το πάτωμα ή στιγμιαία έξω από το δωμάτιο. Δεν κοίταζε ο ένας τον άλλο. Κάποια στιγμή ο SS με κοίταξε αδιάφορα. Είδα στη ματιά του την ηρεμία της απόλυτης σωματικής υπεροχής. Το βλέμμα μου δεν συναντήθηκε με το βλέμμα του κρατούμενου, αλλά είδα στα μάτια του ένα κενό που δεν είχα ξαναδεί ποτέ και το πρόσωπο του ήταν ανέκφραστο. Αυτό που είδα ήταν η απουσία κάθε προσδοκίας ή ελπίδας. Στο ιατρείο περιποιήθηκαν το γόνατό μου και, όταν έφευγα, οι δύο άνδρες δεν ήταν στο δωμάτιο.
Δεν είδα κανέναν τους ξανά. Θα αναγνώριζα τον κρατούμενο ακόμα και σήμερα...
Είχα ακούσει την έκφραση «πάγωσε το αίμα του» και τώρα ήξερα τι σημαίνει. Σ’ αυτό το περιβάλλον ένιωσα αληθινό φόβο και αληθινό τρόμο, για πρώτη φορά στη ζωή μου. Κατάλαβα, όχι μόνο με το μυαλό μου, αλλά και σωματικά, τι έκαναν οι Ναζί την Γερμανία, που ήταν η πατρίδα μου και την αγαπούσα: «Μια παγωμένη κόλαση», όπως έγραψε ένας επιζήσας του Dachau. Για λίγα λεπτά, ακόμη και μέσα σ’αυτόν τον καθαρό και απολυμασμένο χώρο, ένιωσα την αίσθηση του τι σημαίνει να είσαι κρατούμενος των SS. Συνειδητοποίησα αργότερα ότι είχα δει τα δύο πρόσωπα της Ναζιστικής Γερμανίας -ήταν και τα δύο πρόσωπα θανάτου- του φονιά και του θύματος. Οι Ναζί μετέτρεψαν τον παραδοσιακό και πολυδιαβασμένο Γερμανικό ρομαντισμό, που έδωσε μεγάλη λογοτεχνία και Τέχνη, σε λατρεία του Θανάτου, που εξαπολύθηκε εναντίον των εχθρών τους και τελικά ολοκληρωτικά εναντίον των ίδιων. Εγκαθίδρυσαν μια μεθοδική και βάρβαρη Τάξη της Δολοφονίας. Ο θάνατος έγινε το κύριο μέσο του «Χιλιετούς Ράιχ» και αυτός καθορίζει την κληρονομιά του μέχρι σήμερα”.
… “Σε διάστημα πάνω από 50 χρόνια που έζησα στις ΗΠΑ δεν μπόρεσα να βρω μια ερμηνεία γιατί ο πατέρας μου δεν οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Κι εκείνος, όπως και πολλοί άλλοι που οδηγήθηκαν εκεί, ήταν Εβραίος της μεσαίας τάξης, επιτυχημένος επαγγελματίας, σοσιαλ-δημοκράτης από παράδοση, γνωστός και σεβαστός στην Εβραϊκή κοινότητα. Πιθανώς εξαιρέθηκε γιατί είχε πολεμήσει σαν στρατιώτης του Γερμανικού στρατού στα χαρακώματα της Γαλλίας και είχε παρασημοφορηθεί στον Α΄ΠΠ. Οι Ναζί αρχικά έδειχναν κάποιο σεβασμό στον πατριωτισμό, ακόμη και των Εβραίων.
Αλλά, αν δεν υπήρχαν οι γενναιόδωροι συγγενείς της μητέρας μου στην Αμερική, που έδωσαν την οικονομική δυνατότητα στην οικογένεια μου-γονείς, 2 αγόρια και ένα μικρό κορίτσι- να εγκαταλείψει την Γερμανία το καλοκαίρι του 1938, κανένας μας δεν θα είχε γλυτώσει το στρατόπεδο. Όσοι συγγενείς μας και πολλοί φίλοι δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να φύγουν, δεν γλύτωσαν τα στρατόπεδα. Ελάχιστοι επέζησαν.
Ήμουν 16 ετών όταν φύγαμε από την Γερμανία. Για μένα ήταν πλήγμα το ότι έχασα αυτό που πίστευα πως ήταν η πατρίδα μου. Ήταν δύσκολο να ριζώσω σε σε μια καινούργια πατρίδα –τουλάχιστον έτσι μου φαινόταν τότε. Σύντομα όμως, κάποιες αποσπασματικές ειδήσεις ξέφευγαν από την Ευρώπη. Καταλάβαμε ότι γλυτώσαμε από μια Μοίρα που ήταν απίστευτη, ακόμη και υπό το φως των όσων είχαμε ζήσει από το 1933 μέχρι το 1938. Μια Γερμανική Κυβέρνηση, νόμιμα εκλεγμένη, μετέτρεπε μια χώρα που είχε δώσει μεγάλους φιλοσόφους και καλλιτέχνες σε μια μηχανή συστηματικού τρόμου, βίας, καταναγκαστικής εργασίας και δολοφονιών, που κατέτρωγε σαν ανεξέλεγκτη πυρκαγιά, εκατομμύρια αθώους ανθρώπους, Εβραίους και πολλούς άλλους, σε μια φρενίτιδα καταστροφής. Στην πραγματικότητα υπήρχαν πάνω από 1000 στρατόπεδα, ένα απέραντο ζοφερό τοπίο με αγκαθωτό συρματόπλεγμα γύρω από την Γερμανία και την κατεχόμενη Ευρώπη.
… Όχι μόνο εμείς και άλλοι πρόσφυγες λόγω του Ναζιστικού καθεστώτος, αλλά και ο υπόλοιπος κόσμος, έμαθε γι’ αυτές τις πράξεις πολύ πριν το τέλος του πολέμου, και σύντομα όλοι γνώριζαν ότι η πλειονότητα των Γερμανών είχε κάνει λίγα πράγματα για να διαμαρτυρηθεί και πολύ λίγα για να αντισταθεί στην αυξανόμενη βίαιη «αποπλάνηση» της ίδιας της χώρας και τον βιασμό πολλών άλλων χωρών της Ευρώπης. Στη Γερμανία η φράση «δεν ξέραμε τι έκαναν» συχνά ακούγεται ακόμη. Η απάντησή μου παραμένει: «Τι παράξενο που δεν ξέρατε –εμείς ξέραμε τι έκαναν.
Η φράση «δεν θέλαμε να ξέρομε τι έκαναν» δεν ακούγεται συχνά“.
… “Κάθε μέρα που περνούσα περπατώντας στα πρώην στρατόπεδα δεν ήθελα τίποτα περισσότερο από το να φύγω από κει, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Και κάθε μέρα ήμουν ευγνώμων που είχα μια φωτογραφική μηχανή, μια μηχανή χωρίς δικά της αισθήματα, με την οποία προσπαθούσα να εκφράσω ό,τι αισθανόμουν εγώ“.
Ο Erich Hartmann πολέμησε σαν εθελοντής στο στρατό των ΗΠΑ, «ξεπληρώνοντας το χρέος του στη χώρα που τους δέχτηκε και τους έσωσε», όπως πίστευε.
“Για μεγάλο διάστημα αργότερα πίστευα ότι έχοντας υπηρετήσει για την απελευθέρωση της Ευρώπης, είχα συμβάλει στο να σταματήσουν τα βάσανα και η σφαγή στα στρατόπεδα και ότι είχα ξεπληρώσει όσα όφειλα σε όσους είχαν βασανιστεί και δολοφονηθεί.
…Μερικά χρέη δεν είναι εύκολο να τακτοποιηθούν. Στα χρόνια που πέρασαν και ιδίως στα πρόσφατα, αισθάνομαι ένα κάλεσμα να επιστρέψω στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δεν ήταν κάτι αιφνίδιο ούτε συγκεκριμένο, μάλλον το αισθάνομαι σαν επιτακτικά και πάντοτε αναπάντεχα «μηνύματα“.
Μετά το τέλος του πολέμου, ενώ βρισκόταν στο Augsburg, επισκέφθηκε το Dachau.
… “Στο μεταξύ είχαν ενταφιαστεί τα πτώματα που ήταν στοιβαγμένα σε σωρό, και τα περισσότερα παραπήγματα είχαν κενωθεί και ισοπεδωθεί για τον φόβο μετάδοσης ασθενειών. Σαν «έκθεμα» για τους επισκέπτες, σε ένα παράπηγμα υπήρχε κρεμασμένη πλάι στην πόρτα μία στολή κρατούμενου με μία επιγραφή κρεμασμένη στο λαιμό του που έγραφε «Ich bin wiederda» δηλ. «Επέστρεψα». Θύμιζε τους κρατούμενους που προσπάθησαν να δραπετεύσουν και ξανασυνελήφθησαν. Τους έβαζαν να σταθούν με αυτή την επιγραφή κρεμασμένη πάνω τους στον χώρο παρελάσεων και τους έδερναν μεθοδικά μέχρι θανάτου, παρουσία όλων των κρατουμένων, που είχαν συγκεντρώσει γι αυτό το σκοπό“.
… “Γνώριζα ότι το να πάω στα στρατόπεδα ή να τα φωτογραφίζω δεν θα έφερνε πίσω κανέναν νεκρό και δεν θα μείωνε τον πόνο όσων επέζησαν. Απλά αισθάνθηκα υποχρεωμένος να δω όσα περισσότερα στρατόπεδα θα ήταν δυνατόν, να εκπληρώσω ένα χρέος, που δεν μπορούσα να προσδιορίσω ακριβώς και να αποτίσω φόρο τιμής με τα εργαλεία της δουλειάς μου. Είμαι βέβαιος πως δεν θα επιβίωνα σε κανένα στρατόπεδο“.
… “Στη δεύτερη επίσκεψή μου αισθάνθηκα έκπληξη με το πόσο έντονα, μετά από τόσα χρόνια, έμοιαζαν ακόμη να κατοικούνται τα στρατόπεδα από τους ήχους του ζοφερού και πικρού παρελθόντος“.
… “Ο Χρόνος κυλά ασταμάτητα. Ο αριθμός των επιζώντων λιγοστεύει κάθε μέρα και σύντομα δεν θα υπάρχει κανείς, θύμα ή θύτης, που έχει περάσει από εκεί“.
… “Πέρασα τα Χριστούγεννα μόνος μέσα σε πυκνή και παγωμένη ομίχλη στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Buchenwald και κατόπιν πήγα στο Bergen Belsen…Τα στρατόπεδα θανάτου των SS στην Πολωνία σχεδιάστηκαν για την εξόντωση Εβραίων, Τσιγγάνων και των ομοφυλόφιλων της Ευρώπης και αργότερα θα ακολουθούσε η εξόντωση εκατομμυρίων Σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου, τους οποίους πίστευαν ότι θα συλλάβουν οι Γερμανοί. Αργότερα με τα στρατόπεδα αυτά, θα «άδειαζαν» τις εύφορες Πολωνικές και Ουκρανικές πεδιάδες από τους κατοίκους τους, ώστε να εποικισθούν από μετανάστες Γερμανούς. Έτσι η Γερμανία θα είχε τον «ζωτικό χώρο» μετά τη νίκη της στον πόλεμο“…
… “Στους τόπους θυσίας της Treblinka, του Sobibor και του Belzec, του Dachau, του Birkenau, του Chelmno και όλων των άλλων, αισθάνεσαι θυμό, λύπη, πόνο, οργή, ναυτία, άγχος για το ανθρώπινο είδος, αλλά στον κήπο με τις τριανταφυλλιές στο Σχολείο του Bullenhuser Damm, δακρύζεις“.
“Στο Σχολείο του Bullenhuser Damm, που μετατράπηκε σε τμήμα του στρατοπέδου Neuengamme, οι SS έκλεισαν 20 Εβραιόπουλα, 2 Γάλλους γιατρούς και 2 Ολλανδούς κρατούμενους. Τον Νοέμβριο του 1944 τα παιδιά (10 αγόρια και 10 κορίτσια -οι Γερμανοί ήταν πάντοτε μεθοδικοί), οδηγήθηκαν στο Neuengamme, όπου χρησιμοποιήθηκαν για ιατρικά πειράματα από τον γιατρό των SS Kurt Heissmeyer. Στα παιδιά χορηγήθηκε βάκιλλος της φυματίωσης και όταν εξαπλώθηκε στο σώμα τους η νόσος, αφαιρέθηκαν οι λεμφαδένες τους για εξετάσεις.
Την νύχτα της 20ης Απριλίου 1945, και ενώ τα Αγγλικά στρατεύματα πλησίαζαν στο Αμβούργο, οι SS πήραν τα παιδιά και τους 4 άνδρες στον φούρνο του υπόγειου του Σχολείου, όπου τα κρέμασαν.Τα μικρότερα ήταν 5 χρονών. Τα ονόματα των παιδιών υπάρχουν σε μια στήλη στον φράχτη της αυλής του Σχολείου με την επιγραφή:
«Όταν σταθείς εδώ, μείνε σιωπηλός. Όταν φύγεις από αυτό το μέρος, μη σιωπήσεις».
… “Σύντομα οι εγκαταστάσεις -κτήρια και τα αυθεντικά αντικείμενα- θα έχουν μεγάλες φθορές και θα πρέπει να αντικατασταθούν από αντίγραφα, π.χ. τα άπειρα χιλιόμετρα αγκαθωτού σύρματος πρέπει να αντικαθίστανται κάθε λίγα χρόνια. Στο εξής η λειτουργία των χώρων των στρατοπέδων θα αλλάξει και από χώροι μνήμης –όπως είναι η σημερινή τους λειτουργία– θα μετατρέπονται σε χώρους γνώσης, εκπαίδευσης και Μουσείων. Επίσης θα μειώνεται συνεχώς η έκτασή τους (λόγω αναγκών των γύρω οικισμών). Δεν θα είναι δυνατή η λήψη τέτοιων φωτογραφιών για μεγάλο χρονικό διάστημα από σήμερα“. (Ο Erich Hartmann διατυπώνει αυτές τις σκέψεις μετά την δεύτερη επίσκεψή του στα στρατόπεδα, μετά από την οποία έγραψε το δοκίμιό του, στην 10ετία του 1990).
…”Προς το παρόν η κύρια λειτουργία τους είναι η τεκμηρίωση και η περιγραφή του τι συνέβη εκεί και πώς. Αυτό αποδείχτηκε αρκετά δύσκολο γιατί οι Ναζί έσπευσαν να εξαφανίσουν κάθε τεκμήριο, και συχνά το κατάφεραν, πριν την άφιξη των απελευθερωτικών στρατευμάτων. Στην καλύτερη περίπτωση, σήμερα υπάρχουν «αποστειρωμένα» τεκμήρια. Ό,τι έχει μείνει σήμερα από τα στρατόπεδα είναι καθαρό. Σε αντίθεση με την φρικτή βρωμιά που επικρατούσε όταν λειτουργούσαν, σήμερα επικρατεί ησυχία ενώ τότε ήταν γεμάτα με ήχους –τα ουρλιαχτά των φρουρών, τα γαυγίσματα των σκύλων, ο ήχος από τα σερνάμενα βήματα, τα κλάματα, τον βήχα, τα βογγητά. Σήμερα τα στρατόπεδα είναι άδεια και δεν έχουν απομείνει ίχνη από το στοίβαγμα των ανθρώπων, την έλλειψη νερού, θέρμανσης, τροφής και κάθε στοιχειώδους ζωτικής ανάγκης, μια κατάσταση που οδηγούσε γρήγορα σε αρρώστιες και επιδημίες. Πολλοί επιζήσαντες διηγούνται ότι η έλλειψη και του ελάχιστου ιδιωτικού χρόνου ήταν από τις δυσκολότερες δοκιμασίες στη ζωή των στρατοπέδων“.
… “Το παρελθόν στη Γερμανία είναι σχεδόν ψηλαφητό. Εμφανίζεται σαν απρόσκλητος επισκέπτης σε πολλές φάσεις της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. Η ανάμνηση του τι έκαναν μερικοί Γερμανοί και πολλοί Γερμανοί επέλεξαν να μην το αντιλαμβάνονται, παραμένει μια πρόκληση, σαν μια ανοιχτή πληγή που πάντα πονάει και δεν γιατρεύεται.
… Πολλοί, πιθανόν οι περισσότεροι Γερμανοί, πιστεύουν ότι υπάρχει η διαρκής υποχρέωση να θυμούνται τι συνέβαινε στα στρατόπεδα καθώς και γιατί επέτρεψαν να συμβεί. Πιστεύουν επίσης ότι η Γερμανία έχει μια διαρκή ευθύνη να αποτρέψει μια επανάληψη.
Αλλά υπάρχουν Γερμανοί που σκέπτονται διαφορετικά. Τα ερείπια των απανθρακωμένων «Εβραϊκών παραπηγμάτων» στο χώρο μνήμης του στρατόπεδου Sachsanhaunsen είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα στη σημερινή Γερμανία, που μιλάει καθαρά για το ότι υπάρχει μια πολύ διαφορετική άποψη για το παρελθόν και ένα πολύ διαφορετικό μήνυμα για το μέλλον. Η βεβήλωση και καταστροφή κοιμητηρίων και συναγωγών, οι εμπρησμοί σε καταστήματα και σπίτια μεταναστών, που αποσκοπούσαν να κάψουν και τους κατοίκους τους, είναι μηνύματα που εμφανίζονται όχι τυχαία στις μέρες μας, όχι μόνο σ’ αυτές τις πράξεις αλλά και στις δηλώσεις ορισμένων «ριζοσπαστικών» κομμάτων και στο λόγο κάποιων «ριζοσπαστών» πολιτικών. Οι λέξεις μπορεί να είναι διαφορετικές αλλά το μήνυμα είναι πάντα το ίδιο: Εσείς, οι Εβραίοι και όλοι εσείς οι μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη ή από όπου αλλού έχετε έρθει, δεν είστε Γερμανοί, δεν είστε ευπρόσδεκτοι εδώ. Φύγετε, και όταν φεύγετε πάρτε μαζί σας την ανάμνηση των όσων λέτε ότι σας έκαναν οι Γερμανοί. Τα περισσότερα δεν τα πιστεύομε, αλλά, αν κάποιοι σας τα έκαναν, ήταν οι παππούδες μας, όχι εμείς. Κουραστήκαμε να κουβαλάμε το στίγμα του Κάιν που μας βάλατε στο μέτωπό μας, αρκετά κουβαλήσαμε το φορτίο της ενοχής. Φύγετε!“.
… “Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς ποιο από τα δύο μηνύματα, της υπευθυνότητας ή της άρνησης θα επικρατήσει στην Γερμανία. Οι περιστάσεις και τα στοιχεία που συμβάλλουν σε τέτοιες εκτιμήσεις, μεταβάλλονται συνεχώς.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο Γερμανικό. Βία και εξόντωση των «ανεπιθύμητων» για πολιτικούς σκοπούς έχουν ασκηθεί και αλλού μετά το 1945.Τέτοια γεγονότα συμβαίνουν ακόμη. Η ιδέα που έφτασε στο απόγειό της με την τέχνη του δολοφονείν από τους Ναζί καλά κρατεί, και μάλιστα έχει «βελτιωθεί» μετά το 1945.
…Αν έμαθα κάτι πηγαίνοντας σε ό,τι έχει απομείνει από τα στρατόπεδα είναι ότι η αντίληψη να ζει κανείς μόνο για τον εαυτό του, είναι μια άσκοπη και ανέφικτη πολυτέλεια.
…Με αυτές τις σκέψεις, η ζωή μας και η δράση μας είναι πιο ουσιαστικός φόρος τιμής στη μνήμη των νεκρών, παρά να θρηνεί μόνος ή να ορκίζεται ότι αυτά δεν θα ξανασυμβούν ποτέ. Δεν είμαι αισιόδοξος, αλλά πιστεύω πως εάν ενωθούμε στο «εμείς», μπορεί να κερδίσουμε μια ζωή όπου θάλαμοι αερίων δεν θα λειτουργούν πουθενά και ένα μέλλον, όπου τα παιδιά, μαζί μ’ αυτά και η εγγονή μου, δεν θα γνωρίζουν ότι υπήρξαν“.
Erich Hartmann
Νέα Υόρκη, Σεπτέμβριος 1994.
Σημείωση: Κρατήσαμε τις ονομασίες των στρατοπέδων στη γλώσσα των χωρών που υπάρχουν, όπως είναι και στο κείμενο του Hartmann. ΚΖ σημαίνει Στρατόπεδο Συγκέντρωσης από τα αρχικά των λέξεων στα Γερμανικά.
πηγή: Magnum
πηγή: Magnum
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου