Ολόκληρη η οικουμένη υποκλίνεται με σεβασμό στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Ο ελληνικός λαός έχει το προνόμιο να «ξαναζεί» τους αγώνες του, τα οράματά του, τις ελπίδες του, το μεγαλείο του, μέσα από τη μουσική ιδιοφυία του Μίκη. Ο μουσικός Θεοδωράκης είναι αιώνιος και αθάνατος. Θα παραμείνει στις καρδιές των ανθρώπων όσο υπάρχουν άνθρωποι. Θα παραμείνει στην καρδιά και στο μυαλό του ελληνικού λαού για όσο θα υπάρχει ελληνικός λαός.
Αυτονόητες διαπιστώσεις. Τόσο αυτονόητες όσο η διαπίστωση ότι ο Μίκης Θεοδωράκης δεν έχει την ανάγκη «αναγνώρισης» από κανέναν. Άλλοι έχουν ανάγκη να στοιχηθούν πίσω από το μέγεθος ενός συνθέτη, που συμπληρώνει φέτος τα 90 του χρόνια. Άλλοι έχουν την ανάγκη να υποδύονται ότι «θυμούνται» το έργο του την ώρα που φροντίζουν – μάταια – να ρίχνουν στη λήθη το περιεχόμενό του.
Αυτό που ζούμε τις τελευταίες μέρες είναι ένας πληθωρισμός αναφορών στον Μίκη και τούτο όχι με αφορμή τα ενενηκοστά του γενέθλια – που θα έπρεπε να αποτελούν αφορμή και έναυσμα για μια προσπάθεια πολιτιστικής ανάτασης –αλλά με αφορμή την ερμηνεία του «Άξιον Εστί» από τον κ. Σάκη Ρουβά.
Χωρίς πολλές κουβέντες και χωρίς φιοριτούρες, αυτό είναι – κατά τη γνώμη μας - το τρομερό, το απίθανο, αλλά και συνάμα το αποκαλυπτικό για το που έχουν οδηγήσει τα πράγματα οι ιθύνοντες της τάξης των προυχόντων μας και συνάμα οι κλειδοκράτορες της βιομηχανίας του θεάματος και των τηλεπαραθυρόγιαφκων του δημόσιου λόγου: Στο κράτος
• που επί δεκαετίες – και πολύ καιρό προ κρίσης - διαθέτει λιγότερο από το 0,50% των εσόδων του προϋπολογισμού για τον Πολιτισμό,
• που χρόνια τώρα έχει προχωρήσει στη διά νόμου ιδιωτικοποίηση της Τέχνης ξεπουλώντας την πολιτιστική κληρονομιά στους κάθε λογής «χορηγούς» της αρπαχτής,
• που οι «σωτήρες» του διέπρεψαν στο να εξοστρακίζουν κάθε τι το λαϊκό σαν παρωχημένο και ταυτόχρονα να ανοίγουν τα ταμεία στους φορείς της υποκουλτούρας και της αισθητικής κατάπτωσης,
• που η σχέση τους με τον πολιτισμό ήταν όπου βρίσκονταν και στέκονταν να «ξεσκονίζουν» τους κοσμικούς κυρίους που το παίζουν και ολίγον «ευεργέτες» της Τέχνης,
• που λειτούργησαν ως ενορχηστρωτές της αποβλάκωσης μέσω του σερβιρίσματος της καθημερινής ιλουστρασιόν απολίτιστης βαρβαρότητας στο «πόπολο»,
• που έφτασαν να μαγαρίζουν τους στίχους του Ρίτσου για να διαφημίζουν τα «Fame story» τους,
• που αξιοποίησαν τους τηλεβόες των δημόσιων συχνοτήτων σαν σούπερ μάρκετ διακίνησης και επιβολής του πολιτικού, πολιτιστικού και αισθητικού κατιμά
σε αυτό το κράτος είναι, λοιπόν, που το θέμα δεν είναι ο Μίκης (αυτός καθ’ αυτός). Δεν είναι το έργο του (αυτό καθ’ αυτό). Δεν είναι τα 90 του χρόνια (αυτά καθ’ αυτά). Αλλά αν ο κ. Ρουβάς είχε ή δεν είχε «δικαίωμα» να τραγουδήσει Μίκη.
Έχουν φέρει, δηλαδή, τα πράγματα στο σημείο (και εδώ το μικρότερο μέρος ευθύνης προφανώς το έχει ο κ. Ρουβάς) αντί να μιλάμε για τον Μίκη με αφορμή τον ίδιο τον Μίκη, να ακούγεται το όνομα του Μίκη με αφορμή τον κ. Ρουβά…
Σε ό,τι μας αφορά:
Πρώτον, δεν νιώθουμε καμία έκπληξη για την κατάντια (τους). Έτσι κι αλλιώς, η αναξιότητά τους ποτέ δεν είχε σχέση με το έργο του Θεοδωράκη, του Ελύτη, του Λειβαδίτη, του Χατζιδάκι, του Ρίτσου και με τη Ρωμιοσύνη, γενικότερα.
Δεύτερον – κι ειλικρινά - δεν νιώθουμε καμία απειλή. Παρά μόνο περιφρόνηση. Διότι, τελικά, όπως μας έμαθε να τραγουδάμε ο Μίκης, «σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει».
Νίκος Μπογιόπουλος - http://www.enikos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου