Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

46 χρόνια από το θάνατο του Ερνέστο Γκεβάρα.

Στις 8 Οκτωβρίου, η ομάδα των ανταρτών καθοδηγούμενη από τον Τσε Γκεβάρα, περικυκλώθηκε. Κατά τη διάρκεια της τελικής μάχης, στην περιοχή του φαραγγιού του Τσούρο, η ομάδα αναγκάστηκε να διασκορπιστεί και ο Γκεβάρα τραυματίστηκε στη δεξιά κνήμη, ενώ συγχρόνως το όπλο του αχρηστεύτηκε από έναν πυροβολισμό. Τελικά συνελήφθη και αργότερα μεταφέρθηκε στον πλησιέστερο οικισμό Λα Ιγκέρα. Την καταδίωξη του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία παρακολουθούσε επίσης η CIA, με επικεφαλής τον πράκτορα Φέλιξ Ροδρίγκες (Félix Rodríguez), ο οποίος μετέφερε την πληροφορία της σύλληψής του στο αρχηγείο της υπηρεσίας του και σύντομα μετέβη ο ίδιος στη Λα Ιγκέρα.
Μετά από μερικές ανακρίσεις στο σχολείο του χωριού, ο αιχμάλωτος Γκεβάρα δολοφονήθηκε,[21] στις 9 Οκτωβρίου 1967, από τον υπαξιωματικό του βολιβιανού στρατού Μάριο Τεράν (Mario Terán). Ο συγκεκριμένος αρχικά δίστασε να εκτελέσει την εντολή για τη δολοφονία του[22] αλλά τελικά πυροβόλησε τον αιχμάλωτο, ο οποίος φέρεται να του είπε «Ήρθατε να με σκοτώσετε. Ρίξε, δειλέ, έναν άντρα θα σκοτώσεις».[23] Ο θάνατός του σημειώθηκε λίγο μετά τη 1:00 το μεσημέρι.

O Pablo Neruda για τον Che Guevara

Η συνάντηση μου με τον Che Guevara, στην Αβάνα, αυτός [ήταν*] πολύ διαφορετικός [από τον Φιντέλ*]. Ήταν μία το πρωί όταν κατάφερα να τον δω, προσκεκλημένος από τον ίδιο στο γραφείο του  υπουργείου οικονομίας και οικονομικών, δεν είμαι πλέον πολύ σίγουρος [για την ακριβής ονομασία*]. Είχαμε rendez-vous τα μεσάνυχτα αλλά είχα καθυστερήσει, έχοντας παραβρεθεί σε μία επίσημη εκδήλωση όπου επιπλέον προήδρευα.
Ο Che φορούσε τις μπότες του, μια στρατιωτική  στολή και πιστόλια στην ζώνη. Το ντύσιμο του είχε κάτι το ασυνήθιστο στο τραπεζικό κάδρο του μέρους.
Ήταν μελαχρινός και μίλαγε αργά, με μία σκληρή αργεντίνικη  προφορά. Φαινόταν να είναι φτιαγμένος για να φλυαρεί χαλαρά στους πάμπες (κάμποι) ανάμεσα σε δύο μάτε [α]. Οι φράσεις του, σύντομες, τελειώνανε με ένα χαμόγελο σαν να άφηνε μετέωρο (ανολοκλήρωτο, ανοιχτό) ένα σχόλιο.
Ήμουν κολακευμένος από αυτό το οποίο μου είπε για το Canto general (« γενικό τραγούδι/γενικό άσμα » [β]). Συνήθιζε να το διαβάζει το βράδυ στους αντάρτες του στην sierra Maestra. Σήμερα που τα χρόνια έχουν περάσει τρέμω σκεφτόμενος ότι τα ποιήματά μου τον συνόδεψαν και στον θάνατο. Έμαθα απο τον Régis Debray ότι στα βουνά της Βολιβίας είχε κρατήσει μέχρι τέλους δύο βιβλία στο σακίδιό του: ένα εγχειρίδιο αριθμητικής και το Canto general.
Εκείνο το βράδυ, ο Che μου είπε ένα πράγμα το οποίο με τάραξε αλλά το οποίο εξηγεί ίσως εν μέρει το πεπρωμένο του. Το βλέμμα του πήγαινε από τα μάτια μου στο μαύρο παράθυρο του γραφείου. Μιλούσαμε για μία πιθανή βορειοαμερικανική  απόβαση. Είχα δει  στους δρόμους της Αβάνας σακιά από άμμο διάσπαρτα στα στρατηγικά σημεία. Και ξαφνικά ο Che δήλωσε-είπε:
- Ο πόλεμος… ο πόλεμος… Είμαστε πάντα ενάντια στο πόλεμο αλλά όταν τον κάμουμε δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτό. Κάθε στιγμή θέλουμε να ξαναγυρίσουμε.
Σκεφτόταν φωναχτά, και για μένα. Τον άκουγα με ειλικρινή κατάπληξη. Βλέπω στον πόλεμο μία απειλή και όχι ένα πεπρωμένο.
Χωρίσαμε και δεν ξαναείχα την ευκαιρία να τον συναντήσω. Εν συνεχεία υπήρξε ο αγώνας του στο δάσος της Βολιβίας και τον τραγικό του θάνατο. Όμως συνεχίζω να βλέπω στον Che Guevara αυτό τον σκεπτικό άνθρωπο, ο οποίος στις ηρωικές του μάχες, κρατάει πάντα, κοντά στα όπλα του μία θέση για την ποίηση.
Στην Λατινική Αμερική, «ελπίδα» είναι μία λέξη την οποία αγαπάμε. Μας αρέσει να μας ονομάζουν «η ήπειρος της ελπίδας». Οι υποψήφιοι στη βουλή, στη γερουσία, αυτοαποκαλούνται «υποψήφιοι της ελπίδας».
Στην πραγματικότητα αυτή η ελπίδα είναι όπως ο ουρανός της επαγγελίας (η γη της επαγγελίας), μία υπόσχεση πληρωμής η οποία συνεχώς καθυστερεί. Την αναβάλλουμε στην επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο, στον επόμενο χρόνο, στον επόμενο αιώνα.
Με την κουβανική επανάσταση, εκατομμύρια νοτιαμερικανών είχαν ένα βίαιο ξύπνημα. Δεν πίστευαν στα αυτιά τους. Αυτό δεν συμπεριλαμβανότανε στα βιβλία μίας ηπείρου η οποία ζούσε απελπισμένα σκεπτόμενη την ελπίδα.
Και να που ξαφνικά ο Fidel Castro ένας κουβανός τον οποίο κανείς δεν ήξερε πριν, έπιανε την ελπίδα από τα μαλλιά ή από τα πόδια και αντί να την αφήσει να πετάξει την κάθισε στο τραπέζι του, δηλαδή στο τραπέζι και στο σπίτι των λαών της Αμερικής.
Από τότε, έχουμε προχωρήσει πολύ σε αυτό το δρόμο της ελπίδας που έγινε πραγματικότητα. Αλλά ζούμε σε ένα τεντωμένο σχοινί. Μία γειτονική χώρα, πολύ ισχυρή και πολύ ιμπεριαλιστική θέλει να συντρίψει την Κούβα και την ελπίδα και όλα τα υπόλοιπα. Οι μάζες της Αμερικής  διαβάζουν κάθε πρωί την εφημερίδα και κάθε βράδυ ακούνε ράδιο, αναστενάζουν με ικανοποίηση. Η Κούβα υπάρχει. Μία μέρα επιπλέον. Μία χρονιά επιπλέον. Μία λάμψη [ένας αιώνας*]  επιπλέον. Η ελπίδα μας δεν αποκεφαλίστηκε. Δεν θα αποκεφαλιστεί.
Pablo Neruda, « Ομολογώ ότι έχω ζήσει » [1].
Θλίψη στο θάνατο ενός ήρωα

Όσοι ζήσαμε αυτήν την ιστορία, το θάνατο και την ανάσταση της μαυροφορεμένης μας ελπίδας,
όσοι επιλέξαμε τον αγώνα κι είδαμε τις σημαίες να αυξάνονται,
μάθαμε πως οι πιο σιωπηλοί ήταν οι μοναδικοί μας ήρωες και πως μετά τις νίκες ήρθαν οι φωνακλάδες
γεμάτο το στόμα αλαζονεία και καυχησιές γεμάτες σάλια.
Ο λαός έγνεψε με το κεφάλι·
κι ο ήρωας γύρισε στη σιωπή του.
Αλλά η σιωπή μαυροφορέθηκε μέχρι που μας έπνιξε στο πένθος
όταν πέθαινε στα βουνά η λαμπρή φωτιά του Γκεβάρα.
Ο κομαντάντε κατέληξε δολοφονημένος σ’ έναν γκρεμό.
Κανείς δεν είπε «αυτό το στόμα είναι δικό μου».
Κανείς δεν έκλαψε στα ινδιάνικα χωριά.
Κανείς δεν ανέβηκε στο καμπαναριό.
Κανείς δεν πήρε το τουφέκι, και την αποζημίωση την πήραν εκείνοι που ήρθε να σώσει ο δολοφονημένος κομαντάντε.
Τι συνέβη –σκέφτεται ο μετανιωμένος– μ’όλα αυτά τα γεγονότα;
Και η αλήθεια δεν λέγεται και με χαρτί καλύπτεται αυτή η δυστυχία από μέταλλο.
Ίσα που είχε ανοίξει η ρότα, κι όταν ήρθε η ήττα έμοιαζε με τσεκούρι που έπεσε στη στέρνα της σιωπής.
Η Βολιβία επέστρεψε στο μίσος της, στους σκουριασμένους της γορίλες*, στην αδιάλλακτη μιζέρια της,
και σαν τρομαγμένοι μάγοι οι λοχίες της ντροπής, οι στρατηγούληδες του εγκλήματος,
έκρυψαν καλά το πτώμα του αντάρτη λες και θα τους έκαιγε ο νεκρός.
Η μαύρη ζούγκλα κατάπιε τις μετακινήσεις, τα μονοπάτια, κι εκεί απ’όπου πέρασαν τα πόδια του εξολοθρευμένου στρατού, σήμερα οι λιάνες φύτεψαν μια πράσινη φωνή από ρίζες και το άγριο ελάφι επέστρεψε στις φυλλωσιές χωρίς φασαρία.
Pablo Neruda, « Tristeza en la muerte de un Héroe », Fin del mundo [2].
*(Σ.τ.Μ.)
*(Σ.τ.Μ.) δικτάτορες
[α] Λατινοαμερικάνικο ρόφημα
[β] Ποιητική συλλογή του Neruda η οποία δημοσιεύθηκε το 1950.
[1] Από το αυτοβιογραφικό έργου του Pablo Neruda, « Ομολογώ ότι έχω ζήσει » , « J’avoue que j’ai vécu » (Mémoires), εκδόσεις Gallimard, σελ. 412-413, μετάφραση από τα ισπανικά Claude Couffon, μετάφραση του χορείου από τα γαλλικά Φοίβος Μαριάς.
[2] Fin del mundo,1969, μετάφραση από τα ισπανικά από μία φίλη της Λέσχης η οποία θέλει να κρατήσει την ανωνυμία της.




Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου