Η ανυπακοή, στα μάτια όποιου έχει διαβάσει ιστορία, είναι η προπατορική αρετή του ανθρώπου. Από την ανυπακοή γεννήθηκε η πρόοδος, από την ανυπακοή και η επανάσταση.
Νάναι ως νάχης φύγει — με τους ανέμους — καβάλλα στο άτι της σιγής κι' όλα να πάης και vάv' πολλά καράβια, πολλή θάλασσα — μεγάλα σύγνεφα πάνω — οι άνθρωποι κι' ο Μάης.
Κι' εντός μου εμένα να βρυχιέται — όλο να τρέμει — βαρύ ένα βαπόρι και κατόπι πάλι εσύ κι' ο Μάης κι' οι ανέμοι κι' έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι. Και νάναι όλα απ' ό,τι φεύγει —και δε μένει— σε μια πόλη ακατοίκητη, κι' εντός μου ακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβι έξω απ' την τρικυμία τούτου κόσμου.
Το ξάφνιασμα
Δυο Πάνες φουσκομάγουλοι, στου κήπου σου τις στέρνες, τα χάλκινα —με τρεις οπές— σουράβλια είχαν στα χείλη, όταν εσύ τις φωτεινές του χάμου έκρουσες φτέρνες — ζυγά πιτσούνια που έπαιζαν το 'να το άλλο εφίλει.
Του φραμπαλά σου φτερωτή τότε η — σαΐτα —ρίγα (των χρυσοκεντημένων της — αράδα — παπαγάλων) στις γάμπες σου ανελίχτηκε — γοργό ερπετό — που ερίγα στο αλληλοκυνήγημα των άσπρω σου αστραγάλων. Kι έφυγες. Ωωω. Σαν αστραπών — στο σέρπιο μονοπάτι — τύφλες φωτός (και σκίρτημα δορκάδας έρμου δάσου) έμειναν τ' άψε-σβήσε σου: το πήδημα, το πάτι και τ' αλαφριό, σαν άξαφνου πουλιού, ξεφτούρισμα σου.
Αλλόκοτη και μελαψή, ωραία και ιερή λες έσερνε αγγελικές φτερούγες κι' επερπάτει αδέξια και αμέριμνη, μ' εκείνην τη νωθρή περπατησιά μια Θέαινας, σ' Ολύμπιο μονοπάτι.
Και μπόραε — όπως πάγαινε παχειά — κανείς διεί στο φίνο της κι' εφαρμοστό μποτίνι ένα ποδάρι χυτό, και μες στων ρούχων της το σούσουρο oι φαρδιοί γοφοί της πώς θα λάμπανε— γυμνοί—σαν το φεγγάρι. Το αίμα της μεσημβρινό, χυμένο λες — κει — να σφυράει μες στο γυναικείο της κορμί — εμβατήριο τέλειο — κι' είχε κάτω απ' τα βλέφαρα—βαμμένα με κινά— μουχρό, βαρύ τριαντάφυλλο το σαρκικό της γέλιο. Κι' εγώ την ειχ' αγάπη μου!.. Μια φλόγα και καπνός ήταν ό,τι απ' τ' αγκάλιασμά-της πίναν μου οι πόροι, ενώ με όμμα ατάραχο αυτή με εκύταε ως τον πόθο μου τον γήινο να ενόγαε κι απόρει... Κι' ήμουν ειδωλολάτρης της!. Ψηλά o εν ουρανοίς Κύριος κι' οι Άγιοι του, για με πια ουδ' αρωτάγαν κι' ενώ ουδ' εγώ αρώταγα, αρχαίου Ναού — αυτηνής — — κολώνες που γκρεμίστηκαν— τα μπούτια της φωτάγαν... Και πέθανε... Και με παπά τη θάψαμε! και να —μ' αυλούς— οι τραγοπόδαροι Θεοί της σουραβλάνε και γύρω απ' τον ειδωλολατρικό Σταυρό της, παγανά και Σηλεινοί, στη μνήμη της χορεύουν και πηδάνε...
Πώς ήταν έτσι, πώς μου εφάνη ως είχεν έμβει κειο το βαπόρι μες στο λιμάνι με όκια τεφρά, όπως το τύλιξε στ' αχνά μετάξια της σιγά η ρέμβη ως το ρυμούλκησε μειλίχιο η νύστα μου εκεί αλαφρά.
Ήρθε και στάθηκε μπερδικλωμένο σ' αχνή τολύπη κ' ήταν σαν κάτι, κάτι ανείπωτο νάχε να πει, κι ύστερα, παίρνοντας, σκυφτή επιβάτισσά του τη λύπη ως ήρθε θάφευγε, με κυβερνήτη του τη σιωπή. Κι η νύχτα έφτασε. Αχ, το βαπόρι μες στην ασβόλη, τι τρέλα θάκανε ανεπανόρθωτη και μαγική; Μη θα κεραύνωνε με μια του λέξη την έρμη πόλη μη θα ξεμπάρκαρε τη φρίκη αμίλητη οτο μώλο εκεί; Ή μη—βαρκάκια του—μ' άσπρες κορδέλες σταυροδεμένα φέρετρα θάστελνε όξω—σαν κύματα και σαν αφροί— όπου θα κείτονταν της γης τα νήπια μαχαιρωμένα ή όπου όλοι όσοι αγαπήθηκαν, θάσαν vεκροί; . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τίποτα, τίποτα... Μα πώς έτσ' ήταν, πώς μου εφάνη αυτό το πλοίο; Στάθηκε αμίλητο μ' όψη φριχτή, κι έφυγε, ως τόφερε η Κυρά μου η τρέλα μες στο λιμάνι, αυτή που παίρνοντας με από το χέρι με περπατεί...
Ως ωραία ήταν μου απόψε η λύπη, ήρθαν όλα σιωπηλά χωρίς πάθη και με ήβραν —χωρίς κανέν' να μου λείπει— τα λάθη.
Κι ως τα γνώρισα όλα-μου γύρω — μπραμ-πάφες όλα κράταγαν, τρουμπέτες και βιόλες —ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ που με βλέπαν, oι γκάφες- μου όλες. A!... τι θίασος λίγον τι από αλήτες μουζικάντες μεθυσμένους και φάλτσους, έτσι ως έμοιαζαν — με πρισμένες τις μύτες— παλιάτσους. Και τι έμπνευση να μου δώσουν τη βέργα μπρος σε τρίποδα με κάντα μυστήρια, όπου γράφονταν τ' αποτυχημένα-μου έργα —εμβατήρια! Α... τι έμπνευση!... Μαιτρ του φάλτσου 'γώ πάντα, με τη βέργα-μου τώρα ψηλά —λέω— με τρόμους νά, με δαύτη-μου να παρελάσω τη μπάντα στούς δρόμους. Kι ως πισώκωλα θα παγαίνω πατώντας, μες σε κόρνα θα τα βροντούν και σαντούρια οι παλιάτσοί-μου — στον αέρα πηδώντας — τα θούρια...
Ως ανύποπτος καθόμαν, ήρθαν όλα μι' αντάρα οι ήρωές-μου κι οι στίχοι-μου — φιόρα-μου όλα πλατύφυλλα —, κάθε μια της ζωής-μου ήταν — κει — στραβομάρα, κάθε γκάφα-μου ή τύφ-λα...
Κι ως αρπώντας με μ' έβγαλαν σηκωτόν απ' την πόλη (με καμπούρες κι αλλήθωροι — με στραβή άλλα αρίδα). όλα εκεί με τριγύρισαν και με δείξαν — χαχόλοι — κει βαθιά, τη Χαλκίδα: ... Βλέπεις μαιτρ —μου φωνάξανε— τη Χαλκίδα την είδες όπου συ μες στα φάλτσα-σου μόνον, ήξερες ν' άρχεις; Νά τα έργα-σου, οι πόθοι-σου — όλοι εμείς — φασουλήδες, νά και συ θιασάρχης!... Τι ντεκόρ ανισόρροπο που με μύτη γελοία μαιτρ μπεκρής το σκεδίαζε στό 'να πόδι να στέκει. ήταν κει, λες και χτίστηκε με γλαρή κιμωλία, όρθιο η πόλη λελέκι... Κι ω Θεέ-μου, τι θίασος, τι λερή συνοδεία εαυτούληδων (τούτοι-μου), να μοιράσουν σαν λύκοι μεταξύ-τους — για ρόλους-των — κάθε μια-μου αηδία, κάθε τι ρεζιλίκι.. Κι είμαι γω θιασάρχης-τους; Αλς κουρσούμ τώρα εξώλης και προώλης-τους (τέλειος να μαθαίνω τους ρούμπες), νά μ' αυτούς τους παλιάτσους-μου θα κινήσω στις πόλεις με κραυγές και με τούμπες!... Κι ως στα πάλκα η φάτσα-μου γελαστή θα προβαίνει (αχ, κι η πρόγκα — τι δόξα-μου!.,. — σ' ουρανούς θα με σύρει) η Χαλκίδα εκεί πισω-μου θα φαντάζει χτισμένη σαν από —τεμπεσίρι...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου