Από το 1949 ώς το 1970 η Συρία ήταν ίσως η πιο ασταθής χώρα στον κόσμο. Ισχνά κοινοβουλευτικά διαλείμματα παρεμβάλλονταν ανάμεσα σε συνεχή στρατιωτικά πραξικοπήματα, περίπου ένα κάθε χρόνο. Μια χώρα μωσαϊκό εθνοθρησκευτικών ομάδων: Άραβες σουνίτες μουσουλμάνοι (περισσότεροι από το 50%), αλαουίτες (κλάδος των σιιτών μουσουλμάνων με πολλά στοιχεία όμως συγκρητισμού, περίπου 10%), χριστιανοί (ορθόδοξοι, Συροχαλδαίοι, καθολικοί, 10% του πληθυσμού), Κούρδοι (οι περισσότεροι σουνίτες μουσουλμάνοι, επίσης 10%), Δρούζοι και Αρμένιοι. Η ανάπτυξη του συριακού αραβικού εθνικισμού μονοπωλήθηκε στα χρόνια του μεσοπολέμου από τη σουνιτική μεγάλη γαιοκτημονική τάξη και λιγότερο από χριστιανούς ριζοσπάστες διανοούμενους. Η άνοδος του παναραβικού κινήματος Μπάαθ ήρθε κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ως αντίδραση μεσαίων στρωμάτων (επιστημόνων, επαγγελματιών και μετέπειτα στρατιωτικών) στη γαιοκτημονική πολιτική κυριαρχία και στην αδυναμία της να αντιπαρατεθεί στο Ισραήλ στον πόλεμο του 1948.
Τρία ρήγματα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο
Το Μπάαθ αποτελεί την απάντηση στα τρία ρήγματα στη Συρία, τον εθνοθρησκευτικό διαχωρισμό, το κοινωνικοοικονομικό χάσμα μεταξύ των μεγάλων πόλεων και της υπαίθρου και τη μεγάλη ανισοκατανομή εισοδήματος μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων. Στον πρώτο διαχωρισμό αντιτάσσει έναν δυναμικό παναραβισμό στην αρχή, και στη συνέχεια, μετά την αποτυχία της ένωσης με τη νασερική Αίγυπτο (1958-61), την προώθηση του συριακού αραβικού εθνικισμού αντιιμπεριαλιστικής πρωτοπορίας των αραβικών λαών. Για να ξεπεραστεί η κοινωνικοοικονομική διαίρεση, το Μπάαθ κηρύσσει την ανάγκη αναδιανομής της γης και ουσιαστικής εξαφάνισης της μεγάλης σουνιτικής γαιοκτημονικής τάξης. Τέλος, για την εισοδηματική ανακατανομή, προωθεί ένα πείραμα «αραβικού σοσιαλισμού» με ευρεία επιδοματική πολιτική και προστασία της εγχώριας παραγωγής με ένα σύστημα υψηλών δασμών. Παρόλο που το Μπάαθ είναι πολιτικά ισχυρό ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, η εξουσία θα περάσει πραγματικά και σταθερά στα χέρια του όταν θα συνδεθεί με τους αλαουίτες στρατιωτικούς και ειδικά τον Χαφέζ αλ-Άσαντ το 1970.
Ο πατέρας Άσαντ και η κυριαρχία του κινήματος Μπάαθ

Στην εξωτερική πολιτική το καθεστώς του Άσαντ (πατρός) εστιάστηκε σε τρεις στόχους. Πρώτον, την αποτροπή ιδεολογικής και πολιτικής απειλής από το μπααθικό Ιράκ, δεύτερον, τον έλεγχο του Λιβάνου, και τρίτον, τη διατήρηση ηρεμίας στα σύνορα με το Ισραήλ μετά την ήττα του 1973 διατηρώντας όμως την αντιισραηλινή, παναραβική ρητορική του. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 το καθεστώς φαινόταν ότι είχε επιτυχίες σε αυτά τα μέτωπα. Στον Λίβανο είχε επιτευχθεί μια pax syriana. Με άλλα λόγια, ο συριακός στρατός και οι υπηρεσίες ασφαλείας εγγυήθηκαν την εφαρμογή της συμφωνίας του Τάεφ1 για τον τερματισμό του λιβανικού εμφυλίου το 1989. Το Ιράκ είχε πλήρως αποδυναμωθεί από τον πόλεμό του με το Ιράν και κυρίως από την καταστροφική εισβολή στο Κουβέιτ το 1991. Η επιλογή του Άσαντ να συμμαχήσει με το ισλαμικό καθεστώς του Ιράν ήδη από το 1980 αποδεικνυόταν εύστοχη, και την ίδια στιγμή το συριακό καθεστώς διατηρούσε ανήσυχες αλλά μάλλον φιλικές σχέσεις με τους Σαουδάραβες, ιδιαίτερα μετά τη συμμετοχή της Συρίας στην εκστρατεία κατά του Ιράκ στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου (1991) και λόγω της συνεννόησης των δύο κρατών για την εφαρμογή της συμφωνίας του Τάεφ.
Ο υιός Άσαντ και η οικονομική φιλελευθεροποίηση

Στο εσωτερικό της χώρας το άνοιγμα της οικονομίας συνοδεύτηκε από δραστική μείωση των δασμών και των βοηθημάτων ή επιδοτήσεων που διατηρούσαν την κοινωνική συνοχή. Ως αποτέλεσμα, οι κρατικές εταιρείες που ιδιωτικοποιούνταν και οι νέες επιχειρηματικές δράσεις, όπως η κινητή τηλεφωνία, πέρασαν στα χέρια των γόνων της αλαουιτικής καθεστωτικής ελίτ σε βάρος των νέων σουνιτικών επιχειρηματικών στρωμάτων τραυματίζοντας την παλαιά συμμαχία αλαουιτικής μπααθικής ελίτ και σουνιτικής επιχειρηματικής τάξης. Τέλος, η νέα γενιά του καθεστώτος δεν προερχόταν από αγροτικά στρώματα, όπως ο πατέρας Άσαντ και η σύντροφοί του, και δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για την ύπαιθρο, ιδιαίτερα μετά τη μείωση των δασμών και των επιδοτήσεων, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση του κοινωνικού και οικονομικού χάσματος μεταξύ υπαίθρου και μεγάλων πόλεων. Δεν είναι τυχαίο που οι πρώτες αντικαθεστωτικές εξεγέρσεις συνέβησαν σε περιοχές όπως η Ντεράα, αγροτικές, φτωχές και σουνιτικές. Οι ελπίδες και οι προσπάθειες από οργανώσεις πολιτών να συνοδευτεί η οικονομική φιλελευθεροποίηση από πολιτικό εκδημοκρατισμό και φιλελεύθερα ανοίγματα, μετά από μια μικρή άνθηση από το 2000 ώς το 2004, αντιμετωπίστηκαν με ωμή καταστολή αφού το καθεστώς προέκρινε τον «κινεζικό» δρόμο προς τον καπιταλισμό.
Οι τρεις διαχωριστικές γραμμές της Συρίας ξεθάφτηκαν μετά από τριάντα και πλέον χρόνια και προκάλεσαν σοβαρές ρωγμές σε συνδυασμό και με την αποδυνάμωση της Συρίας στο περιφερειακό παιχνίδι. Η τυνησιακή έκρηξη και κυρίως η ανατροπή του Μουμπάρακ διέλυσε τον διάχυτο κοινωνικό φόβο στον οποίο στηρίζονταν τα ομοειδή καθεστώτα της Αιγύπτου και της Τυνησίας και οδήγησαν σε εξέγερση τη Συρία. Η απόφαση του καθεστώτος να αντιδράσει με δυσανάλογη στρατιωτική βία εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών και η δράση άτακτων αλαουιτικών συμμοριών αλ-σαμπίχα (φαντάσματα), συνδεδεμένων με τις υπηρεσίες ασφαλείας, βασανίζοντας και δολοφονώντας, όχι μόνο στρατιωτικοποίησε τη σύγκρουση αλλά και της έδωσε εθνοθρησκευτικό χαρακτήρα, αλαουίτες εναντίον σουνιτών.
Τα πολλά πρόσωπα της αντιπολίτευσης

Στο εσωτερικό της χώρας βασικό ρόλο παίζουν οι τοπικές επαναστατικές ομάδες, οι οποίες ουσιαστικά φέρουν το βάρος τόσο της στρατιωτικής σύγκρουσης με το καθεστώς όσο και της φροντίδας για τον πληθυσμό. Παρά τη συγκρότηση του Ελεύθερου Συριακού Στρατού δεν έχει επιτευχθεί πρόοδος στη δημιουργία επιτελικού κέντρου.
Άλλες δύο αντικαθεστωτικές δυνάμεις, εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, βρίσκονται εκτός των παραπάνω σχηματισμών. Η μία είναι οι τζιχαντικές οργανώσεις τύπου αλ-Κάιντα, όπως η Τζαμπάτ αλ-Νούσρα, οι οποίες συνδέονται με τη χαοτική κατάσταση στο γειτονικό κεντρικό Ιράκ, την περιοχή των σουνιτών μουσουλμάνων. Οι οργανώσεις αυτές σταματούν το νομαδικό τζιχάντ ανά τον κόσμο και εγκαθίστανται σε περιορισμένες περιοχές τις οποίες ελέγχουν. Σκοπός τους είναι σε καταστάσεις χάους και διάλυσης των εθνικών κρατών να ενώσουν αυτούς τους εδαφικούς πυρήνες σε ένα μεγάλο «εμιράτο» του εξτρεμιστικά συντηρητικού Ισλάμ. Οι ομάδες αυτές αποτελούνται σε μεγάλο βαθμό από βετεράνους άλλων πολέμων από το Ιράκ, τη Λιβύη και την Υεμένη αλλά και από Σύρους εξτρεμιστές και χρηματοδοτούνται από ιδιωτικές κυρίως πηγές στις μοναρχίες του Κόλπου.
Η άλλη δύναμη είναι οι Κούρδοι, οι στρατιωτικές δυνάμεις των οποίων ελέγχουν μια εκτεταμένη ζώνη στη βορειοανατολική Συρία, στα ευαίσθητα σύνορα με το ιρακινό και το τουρκικό Κουρδιστάν. Η βασική πολιτική τους οργάνωση, το Κόμμα Δημοκρατικής Ενότητας (P.Y.D.), και η στρατιωτική της πτέρυγα έχουν ήδη από το 1980 αναπτύξει στενή σύνδεση με το P.K.K. στο τουρκικό Κουρδιστάν. Οι Κούρδοι της Συρίας βρίσκονταν πάντα στο περιθώριο του συριακού αραβικού εθνικισμού χωρίς πολιτικά και μειονοτικά δικαιώματα. Η δημιουργία μιας de facto αυτόνομης ζώνης, του Δυτικού Κουρδιστάν, όπως το ονομάζουν, που επικοινωνεί άμεσα με το ημιανεξάρτητο ιρακινό Κουρδιστάν και τις προβληματικές κουρδικές περιοχές της Τουρκίας, δημιουργεί νέα δεδομένα για μια συνολική διευθέτηση του κουρδικού προβλήματος.
Οι έριδες για την περιφερειακή ηγεμονία και τον έλεγχο της Συρίας

Το Ιράν θεωρεί τη Συρία ως το πιο ζωτικό στήριγμα της επιρροής του στη Μέση Ανατολή, τον ομφάλιο λώρο που το συνδέει με τη Χεζμπολλάχ και την πρόσβασή του στην ανατολική Μεσόγειο και την άμεση περιφέρεια του Ισραήλ. Σύμφωνα με Ιρανό στρατιωτικό, θα είναι πιο σημαντική για το Ιράν η απώλεια της Συρίας παρά μιας επαρχίας του με αραβικό πληθυσμό.
Η Τουρκία του A.K.P., από την άλλη, θεωρεί ότι μπορεί να αποτελέσει το μοντέλο διακυβέρνησης του μετριοπαθούς πολιτικού Ισλάμ και να συγκροτήσει μια στέρεη βάση ήπιας ισχύος στα ανερχόμενα σουνιτικά, κοινωνικά συντηρητικά μεσαία στρώματα σε όλη τη Μέση Ανατολή. Αυτή η βάση θα στηρίξει την τουρκική οικονομική διείσδυση και πιθανόν την περιφερειακή πολιτική ηγεμονία. Η συμμαχία αυτή περιλαμβάνει εναλλακτικά τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, καθώς οι δύο αυτές πολύ πλούσιες αλλά στρατιωτικά αδύναμες χώρες διαγκωνίζονται για το ποια θα αποτελέσει τον «φάρο» του σουνιτικού Ισλάμ. Πολλοί πιστεύουν ότι η μόνη διέξοδος για τη Συρία θα ήταν ένα «νέο Τάεφ», μια περιφερειακή συνεννόηση με τη συμμετοχή τώρα της Σαουδικής Αραβίας, της Τουρκίας, της Ρωσίας, των Η.Π.Α. και του Ιράν.
Το Ισραήλ βλέπει ένα ηφαίστειο στα σύνορά του και βρίσκεται σε στρατηγική σύγχυση. Ο Μπασάρ ήταν, σύμφωνα με Ισραηλινούς αναλυτές, εξαρτημένος από το Ιράν, γι’ αυτό και επικίνδυνος, αλλά και μια ισλαμιστική κυβέρνηση στη Δαμασκό με τους τζιχαντικούς πυρήνες σε πλήρη δράση είναι εξίσου απευκταίο σενάριο. Οι Ισραηλινοί θα ήθελαν να επαναλάβουν για τον εμφύλιο στη Συρία αυτό που είπε για τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ ο τότε πρωθυπουργός Γιτζάκ Σαμίρ: «Ευχόμαστε να νικήσουν και οι δύο». Αλλά η Συρία είναι μόλις μερικές δεκάδες χιλιόμετρα από το Τελ-Αβίβ. Βασική θέση των Ισραηλινών παραμένει πάντως ότι οποιαδήποτε εξέλιξη αποδυναμώνει αποφασιστικά το ασαντικό καθεστώς, προκαλεί μεγάλο πρόβλημα στο Ιράν και συνεπώς είναι καλοδεχούμενη.

"λέσχη ανυπότακτης θεωρίας"
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου