Η ΜΙΚΡΗ ΑΠΟ ΤΗ ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ
Θέλω, κάτω από τη σκιά ενός φτερού,
να διηγηθώ αυτή την ανθισμένη ιστορία:
Η μικρή από τη Γουατεμάλα,
αυτή που πέθανε από έρωτα.
Ήταν από λευκά κρίνα οι ανθοδέσμες,
και οι μπορντούρες από μετάξι
και από γιασεμί. Τη θάψαμε
μέσα σε φέρετρο από μετάξι.
…Αυτή χάρισε σε αυτόν που την ξέχασε
ένα μαξιλαράκι με αρώματα.
Εκείνος γύρισε, γύρισε παντρεμένος.
Αυτή πέθανε από έρωτα.
Πήγαιναν κουβαλώντας την στους ώμους
επίσκοποι και απεσταλμένοι.
Πίσω πήγαινε ο λαός κατά κύματα
όλοι φορτωμένοι με λουλούδια.
…Αυτή για να τον ξαναδεί,
βγήκε να κοιτάξει από το ύψωμα.
Αυτός γύρισε με τη γυναίκα του.
Αυτή πέθανε από έρωτα.
Σαν πυρωμένος μπρούντζος
στο φιλί του αποχαιρετισμού
ήταν το μέτωπό της. Το μέτωπο
που περισσότερο αγάπησα στη ζωή μου.
Μπήκε αργά στο ποτάμι,
την έβγαλε νεκρή ο γιατρός.
Λένε πως πέθανε απ’ το κρύο.
Εγώ ξέρω πως πέθανε από έρωτα.
Εκεί στην παγωμένη κρύπτη,
την ακούμπησαν πάνω σε δυο πάγκους.
Φίλησα το λεπτό της χέρι
φίλησα τα λευκά γοβάκια της
σιωπηλός, σαν έπεσε το βράδυ,
με φώναξε ο νεκροθάφτης.
Ποτέ πια δεν ξαναείδα
αυτή που πέθανε από έρωτα!
ΔΙΨΑ ΟΜΟΡΦΙΑΣ
Μονάχος είμαι: φίλος φτάνει ο στίχος,
Όπως στης φουντωμένης περιστέρας
Το κάλεσμα τρέχει γοργά το ταίρι.
Κι όπως απ' τα ψηλά βουνά την άνοιξη
Σε πλούσια ρυάκια από γκρεμούς και χούνες
Τα λιωμένα κατρακυλάνε χιόνια,
Έτσι απ' τα πλακωμένα σωθικά μου,
Βάλσαμο-αγάπη αχορτασιά επουράνια,
Για επουράνια ομορφιά σα χιόνια λιώνουν.
Έτσι απ' τον ουρανό, πάνω απ' την πλάση,
Καθώς αν τ' άστρα, της σιωπής νυφούλες,
Χύναν το αβρό τους φως για να μυρώσουν
Με παρθένα ψυχή τη ματωμένη
Τη θλιμμένη Ανθρωπότητα ‒ κι απ' τ' άνθη
Τ' αόριστο άρωμα έτσι δα σκορπιέται.
Δώστε το μέγα και το τέλειο: δώστε μου
Του Μικελάντζελο ένα σκίτσο, ένα σπαθί
Με λαβή του Τσελίνι, πιο όμορφη
Κι απ' τις ανάερες φιλντισένιες στέγες
Που της Φύσης να μαστορεύει αρέσει.
Δώστε το έξοχο καύκαλο όπου κάψαν
Τον Παγκόσμιο Αμλετ, τη θυελλώδη
Τρέλα του Μόρου1: την Ινδιάνα
Μαιτρέσα που στην όχθη στο ποτάμι
Που του παλιού Τσιτσέν2 τα τείχη λούζει
Στον ίσκιο ενός πομπώδικου πλατάνου
Και των ίδιων της των μαλλιών, το σβέλτο
Και λουστρινένιο στέγνωνε κορμί της.
Το γαλανό ουρανό μου δώστε, τη γαλήνια,
Την άφατη, την ήρεμη, την αιώνια
Του μάρμαρου ψυχή που έχει στο Λούβρο
H Μήλος, ανθό κι αφρό της, χαρισμένα.
ΚΟΥΠΑ ME ΦΤΕΡΟΥΓΕΣ
Μια κούπα με φτερούγες, ποιος την είδε
Πριν από εμέ; Την είδα που ανηφόριζε
Με μεγαλείο αργό σαν όποιον χύνει
Λάδι αγιασμένο· στις γλυκές της άκρες
Πίεζα τα χείλια μου που αγάλλονταν.
Ούτε μια στάλα ούτε μια στάλα μόνη
Δεν έχασα απ' το νέκταρ των φιλιών σου!
Το κεφάλι με τα μαλλιά τα μαύρα ‒
Το θυμάσαι;‒ σου χάιδευα έτσι, που
Τα γενναιόδωρα χείλια σου από μένα
Δεν ξεκολλούσαν. Άσπρη σαν το φίλημα
Που μέσα σου με διάχυνε ήταν γύρω
Η φίνα ατμόσφαιρα. Τη ζωή μου ακέρια
Στην αγκάλη σου ένιωθα ν’ αγκαλιάζω!
Τον κόσμο χάνω απ' τα μάτια, τους θορύβους του,
Τη ζηλιάρα και βάρβαρή του αμάχη!
Στους αιθέρες ανέβαινε μια κούπα
Κι εγώ σε μπράτσα αόρατα φερμένος
Πιασμένος απ' τις γλυκές της άκρες
Στο διάστημα το γαλανό υψωνόμουν.
Ω άγάπη, ω μέγα, ω τέλειε καλλιτέχνη!
Ρόδα απ' τη λάμα ο σιδεράς σκαρώνει·
Έναν αετό ή ανθό ή γυναίκα ή άγγελο
Στο μάλαμα σμιλεύει ο χρυσικός·
Μα μόνο, μόνο εσύ ξέρεις τον τρόπο
Να μικραίνεις σ' ένα φιλί το σύμπαν.
Από το βιβλίο του Χοσέ Μαρτί - Στίχοι Απλοί (1891)
«Βάσανα! Ποιος τολμά να πει
Πως έχω εγώ βάσανα; Αργότερα,
Μετά από τον κεραυνό και τη φωτιά
Θα έχω χρόνο για να υποφέρω.
Εγώ ξέρω για ένα μεγάλο πόνο
Ανάμεσα στα βάσανα τα ανείπωτα:
Η σκλαβιά των ανθρώπων
Είναι η μεγάλη δυστυχία του κόσμου!
Υπάρχουν βουνά και πρέπει να σκαρφαλώσεις
Στα ψηλά βουνά. Μετά
Θα δούμε, ψυχή, ποιος είναι
Αυτός που σε έχει καταδικάσει να μου πεθάνεις!»
*****************
«Η αγάπη, μάνα, για την πατρίδα
δεν είναι η γελοία αγάπη για τη γη
ούτε για το χορτάρι που πατάνε τα πόδια μας
είναι το άσβεστο μίσος γι’ αυτόν που την καταπιέζει
είναι η αιώνια έχθρα γι’ αυτόν που της επιτίθεται…»
*********************
Στην εισαγωγή του βιβλίου των Απλών Στίχων, ο Μαρτί δηλώνει πως το δημοσιεύει «γιατί αγαπάει την ειλικρίνεια και πιστεύει στην αναγκαιότητα να εκφράζεται το συναίσθημα με τρόπο απλό και ειλικρινή». Με την απλότητα τους ο Μαρτί είχε την πρόθεση να έχει πρόσβαση στο ευρύτερο δυνατό ακροατήριο και να πλησιάσει τη φωνή του σε αυτή των καταπιεσμένων. Η σοφία των Απλών Στίχων, το μεγαλείο τους, δίνεται από τη χρήση της γλώσσας του λαού, του απλού ανθρώπου, για να του μεταδώσει με αυτή, ένα μήνυμα ωραιότητας.»
Patria es humanidad
Πατρίδα είναι η ανθρωπότητα
«Όλος ο κόσμος μπορεί να χωρέσει σ' ένα σπυρί καλαμποκιού»
«Θα σηκώσω όρθιο τον κόσμο!»
«Θα πεθάνω με το πρόσωπο στον ήλιο!»