Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Καλλιρρόη Παρρέν, η πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια



Στις 15 Ιανουαρίου 1940, άφησε την τελευταία της πνοή μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του ελληνικού φεμινισμού και η πρωτοπόρος του γυναικείου κινήματος στην Ελλάδα, Καλλιρόη Παρρέν. Η Παρρέν διεκδικεί παράλληλα και τον τίτλο της πρώτης Ελληνίδας δημοσιογράφου και εκδότριας, εκδίδοντας το 1888 την εβδομαδιαία εφημερίδα «Εφημερίς των Κυριών», με συντάκτες και παραλήπτες αποκλειστικά τις γυναίκες.

Γεννημένη το 1861 στα Πλατάνια Αμαρίου στο Ρέθυμνο της Κρήτης, έφυγε έξι χρόνια μετά, το 1867, και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ο πατέρας της, Στυλιανός Σιγανός, ήταν πρόεδρος της Επιτροπής Κρητών Προσφύγων. Αφού πέρασε τα σχολικά της χρόνια στη Σχολή Σουρμελή στον Πειραιά και ύστερα στην γαλλική Σχολή Καλογραιών, αποφοίτησε τελικά το 1878 από το Αρσάκειο με βαθμό «άριστα». Αμέσως μετά την αποφοίτησή της, για δύο χρόνια έγινε διευθύντρια του παρθεναγωγείου της ελληνικής κοινότητας στην Οδησσό.
Μόλις γύρισε στην Αθήνα παντρεύτηκε τον γαλλοαγγλικής καταγωγής δημοσιογράφο από την Κωνσταντινούπολη και ιδρυτή του Αθηναϊκού Πρακτορείου, Ιωάννη Παρρέν. Η γνωριμία της με σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής και το πάθος της για ενημέρωση πάνω σε πνευματικά, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, τη στιγμάτισε. «Παρακολουθούσα τας συζητήσεις των δημοσιογράφων και σιγά σιγά εξύπνησε μέσα μου και πάλιν ο πόθος να γράψω, όπως αυτοί, όχι μόνον για τον εαυτόν μου αλλά και για τους άλλους», δήλωσε κάποτε.
Στις 8 Μαρτίου 1887 αποφάσισε να εκδώσει την εβδομαδιαία εφημερίδα «Εφημερίς των Κυριών», η οποία αποτελούσε το πρώτο γυναικείο έντυπο στην ελληνική επικράτεια και την καθιέρωσε ως την πρώτη Ελληνίδα δημοσιογράφο και εκδότρια. Η πρώτη γυναικεία εφημερίδα γνώρισε τη μεγάλη ανταπόκριση του κόσμου, φτάνοντας τα 5.000 αντίτυπα, εντός και εκτός Ελλάδος, το 1892, ενώ πρωτοστάτησε σε κινήματα υπέρ των γυναικών, με αποκορύφωμα την υποβολή στην κυβέρνηση Τρικούπη 2.850 υπογραφών γυναικών υπέρ της γυναικείας εκπαίδευσης, αλλά και σε εθνικό επίπεδο, με συμμετοχή στη διεθνή εκστρατεία για τον πόλεμο του 1897. Η κυκλοφορία της εφημερίδας, η οποία κυκλοφορούσε δύο φορές το μήνα, συνεχίστηκε χωρίς διακοπή για 31 χρόνια, μέχρι την απότομη διακοπή της το Νοέμβριο του 1917, λόγω των πολιτικών συνθηκών που επικρατούσαν στο ελληνικό προσκήνιο. Η ίδια η Καλλιρόη Παρρέν εξορίστηκε στην Ύδρα από τον Μάρτιο του 1917 μέχρι τον Νοέμβριο του 1918 «διά τας πολιτικάς πεποιθήσεις της».
Η πολυγραφότατη Καλλιρρόη Παρρέν άφησε πίσω της, ως κληρονομιά, ένα πλούσιο συγγραφικό έργο, με σημαντικότερα έργα της την «Ιστορία της γυναικός» χωρισμένη σε τρεις τόμους, «Η χειραφετημένη» που δημοσιεύτηκε το 1900 και αργότερα μεταφράστηκε και παρουσιάστηκε στα γαλλικά στη «Journal de débats» το 1907, «Το νέον συμβόλαιον» (1902), το οποίο δημοσιεύθηκε και στα γαλλικά στη «Revue littéraire» και τέλος, το τρίπρακτο δράμα «Η νέα γυναίκα», το οποίο παίχτηκε από τη Μαρίκα Κοτοπούλη το 1907.
Το φεμινιστικό έργο της, όμως, δεν τελειώνει στις σελίδες κάποιων βιβλίων. Συμμετείχε ενεργά σε διεθνή γυναικεία συνέδρια ανά τον κόσμο και διακήρυττε την ανάγκη εξασφάλισης παιδείας και εργασίας για τις γυναίκες, ως βασικές προϋποθέσεις για την πνευματική και πολιτική τους ισοτιμία και χειραφέτηση. Ακόμη, ίδρυσε τη «Σχολή της Κυριακής των Απόρων Γυναικών και Κορασίων» (1890), το «Άσυλον της Αγίας Αικατερίνης»(1895), το «Άσυλον των Ανιάτων» (1896), στην προεδρία του οποίου παρέμεινε πολλά χρόνια, και τον «Πατριωτικό Σύνδεσμο», την «Ένωσιν υπέρ της Χειραφετήσεως των Γυναικών», ενώ το 1896, ως επακόλουθο του συνεδρίου στο Παρίσι, σχηματίσθηκε υπό τη γενική προεδρία της Παρρέν, η «Ένωσις των Ελληνίδων».
Το πάθος της, τέλος, για την αναγέννηση και διατήρηση των ελληνικών εθίμων και παραδόσεων, την οδήγησε το 1911 στη δημιουργία του «Λυκείου των Ελληνίδων», το οποίο ξεκίνησε κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων, την καταγραφή, διδασκαλία και παρουσίαση παραδοσιακών χορών, ενώ η δράση του είναι γνωστή μέχρι και σήμερα, αριθμώντας σε Ελλάδα και εξωτερικό 15.000 μέλη. Φέτος, το Λύκειο των Ελληνίδων κλείνει 100 χρόνια ενεργούς δράσης.
Η Καλλιρρόη Παρρέν έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατοχύρωση του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις γυναίκες. Η πρώτη της προσπάθεια έγινε το 1895, όταν απευθύνθηκε στον τότε πρωθυπουργό Χ. Τρικούπη, ζητώντας την κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών. Αργότερα, το 1921 διοργάνωσε το δεύτερο γυναικείο συνέδριο στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να πείσει τον τότε πρωθυπουργό Δ. Γούναρη να τοποθετηθεί προσωπικά υπέρ την χορήγησης ψήφου. Η κατοχύρωση του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες άργησε πολύ να χορηγηθεί και η Καλλιρόη Παρρέν είχε τη ατυχία να μην δει ποτέ το όνειρό της για τη γυναικεία χειραφέτηση να γίνεται πραγματικότητα στην πολιτική σκηνή της χώρας.
Στις 16 Ιανουαρίου 1940, η σπουδαία αυτή αγωνίστρια του γυναικείου κινήματος έφυγε από τη ζωή, αφού υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας πριν τιμηθεί με το «Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου Β’». Το έργο της αναγνωρίστηκε από την Ακαδημία Αθηνών και το Δήμο Αθηναίων, ο οποίος θέλησε να αποδώσει φόρο τιμής στη μνήμη της, τοποθετώντας το 1992 προτομή της στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Η Καλλιρρόη Παρρέν φαίνεται να έφυγε πλήρης και ευτυχισμένη από τη μέχρι τώρα αγωνιστική της πορεία, ενώ πριν το θάνατό της είχε δηλώσει: «Είμαι ευτυχής και ήσυχη πλέον μπορώ να αναπαυθώ, εφ’ όσον αισθάνομαι ότι αφήνω μίαν ανθηράν βλάστησιν της σποράς, την οποίαν εμείς, αι ολίγαι πρωτοπόροι, εσπείραμεν εις την τότε άγονον και πετρώδη γην και είμαι βεβαία ότι από σας, καλαί μου συνεργάτιδες, θα δημιουργηθή η τελεία γυναίκα της αύριον».
Αν θέλετε να διαβάσετε τα χειρόγραφα της εφημερίδας «Εφημερίς των Κυριών», καθώς και το συγγραφικό έργο της Καλλιρόης Παρρέν μπορείτε να επισκεφτείτε τις ιστοσελίδες: http://anemi.lib.uoc.gr/metadata/5/3/f/metadata-378-0000000.tkl καιhttp://invenio.lib.auth.gr/collection/Ladies%20Newspaper?ln=el
-http://tvxs.gr

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

«Ο φασισμός δεν πολεμιέται με απαγορεύσεις του αστικού κράτους». Του Νίκου Μπογιόπουλου

Τις εξελίξεις σχετικά με τις προφυλακίσεις των 3 χρυσαυγιτών βουλευτών που είναι κατηγορούμενοι για διεύθυνση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση τις παρακολουθούμε στα 2 βίντεο που παραθέτουμε. Με την ευκαιρία αξίζει να διαβαστεί το άρθρο που υπογράφει ο Νίκος Μπογιόπουλος και τιτλοφορείται «Ο φασισμός δεν πολεμιέται με απαγορεύσεις του αστικού κράτους» το οποίο δημοσιεύεται στο περιοδικό Unfollow που κυκλοφορεί.

Το οικονομικό και πολιτικό σύστημα που εκτρέφει το φασισμό και το ρατσισμό, δεν πρόκειται να καταπολεμήσει ποτέ την αιτία που δημιουργεί το πρόβλημα διότι σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να αυταπατάται κανείς ότι το σύστημα θα στραφεί ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του

Σημείωση πρώτη: Ο κ. Σαμαράς, μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, δήλωσε ότι το πολιτικό σύστημα έχει πια την πολιτική βούληση να αποκαλύψει ποιοι είναι οι κρυφοί χρηματοδότες της Χρυσής Αυγής. Γιατί, όμως, ακόμα δεν μας έχει πει ούτε ένα όνομα;

Σημείωση δεύτερη: Ο κ. Σαμαράς έχει κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο τον πρώην επικεφαλής της ΕΠΕΝ, τον κ. Βορίδη, και ο κ. Βενιζέλος, τόσο υπό τον κ. Σαμαρά όσο και υπό τον κ. Παπαδήμο, ήταν αντιπρόεδρος των κυβερνήσεων που στηρίζονται από τον (και στηρίζονται στον) κ. Βορίδη.

Σημείωση τρίτη: Ο βουλευτής της ΝΔ κ. Ταμήλος έλεγε τις προάλλες ότι η κυβέρνηση άφηνε τη Χρυσή Αυγή να κάνει ό,τι έκανε στους δρόμους ενάντια στους μετανάστες γιατί την εξυπηρετούσε.

Σημείωση τέταρτη: Γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου της κυβέρνησης παραμένει ο ίδιος κύριος που το καλοκαίρι είχε κάνει τη γνωστή τοποθέτηση: «Το σενάριο της συνεργασίας της ΝΔ με τη Χρυσή Αυγή είναι απευκταίο, αλλά υπαρκτό»...

Πάμε τώρα στα τελευταίας κοπής «αντιφασιστικά» των εν λόγω «αντιφασιστών»: Πριν από μερικές μέρες έφεραν στο κοινοβούλιο ρύθμιση για την αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης της Χρυσής Αυγής, η οποία ψηφίστηκε και από άλλες πτέρυγες της Βουλής. Προφανώς είναι λογικό να μην επιδοτείς τους μαχαιροβγάλτες για να μαχαιρώνουν. Το εξίσου προφανές, όμως, είναι ότι δεν μπορούν όσοι επιδοτούν με χίλιους άλλους τρόπους τους μαχαιροβγάλτες, να καμώνονται ότι έπραξαν το χρέος τους επιδεικνύοντας άλλη μια χάντρα στο κομπολόι της δήθεν αντιφασιστικής τους νομιμότητας. Η υποκριτική τακτική του αστικού κράτους να επιδεικνύει δημοκρατικούς φερετζέδες κατά του φασισμού -όταν αυτό το κράτος είναι που ως κράτος των μονοπωλίων γεννά, τρέφει και εκτρέφει το ναζισμό, το φασισμό, το ρατσισμό, την ξενοφοβία- είναι τόσο παλιά και κυρίως τόσο επικίνδυνη όσο και εκείνο το άρθρο στον ρωσικό αστικό κώδικα του 1894 που αναφερόταν στη διάπλαση των παίδων και έλεγε: «Κατά την ανατροφή στο σπίτι οι γονείς πρέπει να προσπαθούν να διαμορφώσουν το ήθος τους (σ.σ. των παιδιών) σύμφωνα με τις απόψεις της κυβέρνησης»...

Η ουσία του πράγματος είναι ότι, πρώτον, οι πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις δεν γίνονται με νομοθετικές απαγορεύσεις. Αν κάποιος είναι αμαθής ή ημιμαθής και δεν γνωρίζει τι συμβολίζει η σβάστικα, ή, ακόμα χειρότερα, αν είναι φασισταράς και ναζισταράς και εξυμνεί τα Αουσβιτς, όπως κάνουν χρυσαυγίτες βουλευτές, δεν είναι η απαγόρευση της σβάστικας που θα σώσει την κοινωνία από τον ολοκληρωτισμό. Για παράδειγμα: Αν αρνείται κάποιος σήμερα το Ολοκαύτωμα, είναι είτε ηλίθιος, είτε φασίστας. Αλλα αφενός η βλακεία δεν αντιμετωπίζεται διά νόμου. Αφετέρου είναι επίσης φασισμός να λες στον οποιονδήποτε ότι θα έχει αυτή και όχι την άλλη συνείδηση, ότι θα έχει αυτή και όχι την άλλη γνώμη, ότι θα έχει τη μία και μόνη εγκεκριμένη άποψη, αυτή που εσύ (είτε λέγεσαι κράτος, είτε λέγεσαι ιστορική «αυθεντία») του προσφέρεις και του επιτρέπεις να έχει.

Η ουσία του πράγματος είναι ότι, δεύτερον, το οικονομικό και πολιτικό σύστημα που εκτρέφει το φασισμό και το ρατσισμό, δεν πρόκειται να καταπολεμήσει ποτέ την αιτία που δημιουργεί το πρόβλημα διότι σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να αυταπατάται κανείς ότι το σύστημα θα στραφεί ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του.
Στην πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει και έχει ιστορικά αποδειχτεί είναι ότι όλες σχεδόν οι απαλλοτριώσεις δικαιωμάτων ξεκινούν από απαγορεύσεις που επιβάλλονται εναντίον εκείνου που φαντάζει εξόφθαλμο. Και επιλέγεται να γίνει η αρχή από το εξόφθαλμο, επειδή η κοινή γνώμη είναι ευκολότερο να κάνει αποδεκτή την απαγόρευση του εξόφθαλμου.

Προφανώς και ο ρατσισμός, το κήρυγμα του εθνικισμού, το φασιστικό παραλήρημα αποτελούν τέτοιες εξόφθαλμες αντιδραστικές τοποθετήσεις, δηλωτικές μιας αντιδραστικής, εγκληματικής «ιδεολογίας». Αλλά, αν στο όνομα της αντιμετώπισης της πράξης δεχτείς τη δίωξη των ιδεών, των όποιων ιδεών, αν δεχτείς την απαγόρευση που στρέφεται ακόμα και ενάντια στο ιδεολογικά εξόφθαλμο, τότε αρχίζεις ανεπαισθήτως να αποδέχεσαι το ξήλωμα της κάλτσας. Έχεις ανοίξει την κερκόπορτα για όλες τις υπόλοιπες απαγορεύσεις που θα έρθουν. Και το τι είδους απαγορεύσεις θα είναι αυτές τελικά, θα το καθορίσει ο εκάστοτε ισχυρός. Ο οποίος μετά από πλύση εγκεφάλου και στο πλαίσιο ενός συσχετισμού πολιτικής δύναμης που τον ευνοεί, θα σε έχει προηγουμένως υποχρεώσει να αποδεχτείς σαν «εξόφθαλμα» βλαπτικό ετούτο ή το άλλο, ανάλογα με τα δικά του συμφέροντα.

Είναι στοιχειώδης δημοκρατική άμυνα η εναντίωση στο να παρέχεται στον δυνατό της στιγμής η άδεια να προσδίδει ισχύ νόμου στην άποψη του. Αν του επιτραπεί αυτή η ευχέρεια, τότε, στην ουσία, παρέχεται η άδεια στον εκάστοτε πολιτικά ισχυρό να ορίζει τι είναι εγκεκριμένο και τι όχι.

Στο όνομα ότι ο νομοθέτης σήμερα «καταπολεμά το φασισμό», ανοίγει ένα παράθυρο ώστε, αύριο, ο ίδιος ή άλλος νομοθέτης να ποινικοποιεί κάθε σκέψη που θα αμφισβητεί την ισχύ του νομοθέτη, δηλαδή του ίδιου.
Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, εκείνο τον γνωστό αστό πολιτικό που διακήρυττε στην ελληνική μετεμφυλιακή Βουλή ότι «ο κομμουνισμός πρέπει να διώκεται όχι μόνο ως πράξη αλλά και ως σκέψη γιατί όποιος σκέφτεται κομμουνιστικά κάποια στιγμή θα δράσει κιόλας». Λίγο μετά, ήρθε η χούντα των συνταγματαρχών...

Τα ζητήματα του φασισμού, του ρατσισμού δεν λύνονται με απαγορεύσεις του αστικού κράτους.Επαναλαμβάνουμε: Αυτό το κράτος είναι που γεννά και αναπαράγει το φασισμό. Γι' αυτό και είναι τουλάχιστον ταρτουφισμός να διεκδικεί εύσημα αντιφασιστικής ετοιμότητας. Το θέμα για τον λαό, που είναι το θύμα του φασισμού, είναι η ανάδειξη των αιτιών που γεννούν το φαινόμενο του φασισμού. Να έχει καταστεί η κοινωνία έτοιμη να αντιλαμβάνεται τι συμβολίζει η σβάστικα. Τι σημαίνουν τα εγκλήματα γενοκτονίας, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, τα εγκλήματα πολέμου, τα εγκλήματα του ναζισμού. Και να παλεύει για την κατάργηση αυτών των αιτιών.

Αντίθετα, αυτό που συμβαίνει σήμερα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε μια σειρά αστικών κρατών είναι η επιβολή διά νόμου εκείνου του είδους φασισμού που λέει ότι το δικαίωμα της γνώμης ασκείται μόνο εφόσον η γνώμη του πολίτη συμφωνεί και υποτάσσεται σε κείνη την επίσημη γνώμη που διαθέτει την απαραίτητη νομική έγκριση. Αντίθετα, αυτό που συμβαίνει σήμερα, είναι η οικοδόμηση ενός νομικού οπλοστασίου, που ναι μεν επιδιώκεται να χτιστεί με αναφορά τη Χρυσή Αυγή, αλλά ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι η Ελλάδα είναι ανεξάρτητη από τον ιμπεριαλιστικό ιδεολογικό Προκρούστη, που κατά την τρέχουσα πολιτική αντεπαναστατική συγκυρία εκδίδει στο Ευρωκοινοβούλιο ψηφίσματα καταδίκης της κομμουνιστικής ιδεολογίας (26/10/2006), ψηφίζει νόμο στην Εσθονία που επιφέρει ποινή τριετούς φυλάκισης για τη χρήση του σφυροδρέπανου, ψηφίζει νόμο στην Ουκρανία που επιβάλλει πρόστιμο σε όποιον δεν συντάσσεται με την άποψη ότι ο λιμός στην Ουκρανία το 1932 ήταν «γενοκτονία από την ΕΣΣΔ» κτλ.;

Θα ήταν ιστορική ανορθογραφία, αίσχιστου είδους διαστρέβλωση και ανείπωτη γελοιότητα, με αφορμή τα προηγούμενα, να ισχυριστεί κάποιος πως τάχα οι κομμουνιστές ευνοούν (!) τη δράση του φασισμού και του ρατσισμού.

Ξεκαθαρίζουμε: 1) Ο ανθρωπισμός, ο ουμανισμός, η δημοκρατία, αυτά είναι τα πρόσημα των κομμουνιστών. 2) Ακριβώς επειδή οι κομμουνιστές πατούν στη βάση της ταξικής ανάλυσης, ποτέ ο ανθρωπισμός τους δεν διατρέχει τον κίνδυνο να οδηγηθεί από τον πραγματικό ουμανισμό στον «πλατωνικό» ουμανισμό.

Τουτέστιν: «Ο πραγματικός ουμανισμός, η αληθινή αγάπη των ανθρώπων, προϋποθέτουν το μίσος για τους εχθρούς της ανθρωπότητας» (Κάρολος Μαρξ και επομένως ούτε στιγμή δεν ξεχνάμε: Ο φασισμός σκοτώνει! Ο φασισμός σκοτώνει! Οι «ιδέες του» σκοτώνουν. Οι προτροπές του σκοτώνουν. Ο ουμανισμός και ο ανθρωπισμός των κομμουνιστών πολεμάνε όχι μόνο το έγκλημα του φασισμού, αλλά και την προτροπή για το έγκλημα. Αυτός ο πόλεμος, ο ανειρήνευτος πόλεμος των κομμουνιστών ενάντια στο φασισμό, κάθε άλλο παρά θέτει σε αμφισβήτηση την περίφημη ελευθερία στη διακίνηση των ιδεών. Γιατί εδώ, στην περίπτωση του φασισμού, μιλάμε για τη διακίνηση-προτροπή της ιδέας του εγκλήματος. Υπόλογο γι' αυτή την ιδέα, υπόλογο γι' αυτό το έγκλημα, είναι το αστικό κράτοςΟι απαγορεύσεις του αστικού κράτους, στην ουσία, νομιμοποιούν και αναπαράγουν το φασισμό, μέσα από τη χρήση των μεθόδων του.

Και κάτι ακόμα: Το αστικό κράτος (σ.σ.: και για να μην ξεχνιόμαστε μιλάμε για το κράτος του Ξένιου... Δένδια, της Μανωλάδας και των στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστών) ποιος, αλήθεια, το εμποδίζει να τσακίσει, να καταπολεμήσει και να τιμωρήσει αμείλικτα το φασιστικό, το ρατσιστικό, το θρησκευτικό έγκλημα και τους φορείς του; Ποιος εμπόδισε το κράτος να αποτρέψει τη δολοφονία του Φύσσα; Κανένας. Τότε τι κρύβεται πίσω από την υποκρισία ότι το κράτος για να καταπολεμήσει το φασιστικό και ρατσιστικό έγκλημα, έχει ανάγκη τάχα από νομοθετήματα με ιδεολογικό επίχρισμα;

Εν κατακλείδι: Η σημερινή αστική κοινωνία αν ήθελε να καταργήσει τις αιτίες που γεννούν το φασισμό, τότε θα έπρεπε να καταργήσει τον ίδιο τον εαυτό της. Οι απαγορεύσεις της, εκτός από το ρόλο που θα έπαιζε το οποιοδήποτε συγχωροχάρτι για το σύστημα που γεννά Χίτλερ, Μουσολίνι, Λεπέν και χρυσαυγίτες, εκείνο που κάνουν, πέρα από το να εμφανίζουν τους φασίστες σαν «υπέρμαχους της δημοκρατικής διακίνησης των ιδεών (τους)», είναι να εξοπλίζουν το αστικό κράτος με όπλα όχι εναντίον των Φρανκενστάιν που το ίδιο δημιουργεί, αλλά με όπλα που με πρώτη ευκαιρία θα στρέψει εναντίον των πραγματικών εχθρών του.
Όλων εκείνων, δηλαδή, που δεν αποδέχονται το Τέλος της Ιστορίας. Κι αυτοί δεν είναι, φυσικά, οι φασίστες.




Ο Χίτσκοκ γύρισε ντοκιμαντέρ για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης -Σοκ από ανθρώπους-σκελετούς [βίντεο]



Ένα ντοκιμαντέρ που δεν έχει προβληθεί ποτέ με θέμα την απελευθέρωση των κρατούμενων από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης το 1945, το οποίο σκηνοθέτησε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, θα προβληθεί για πρώτη φορά, όπως έγραψε η εφημερίδα Independent.

Η ταινία, που αποκαθίσταται από το Βασιλικό Πολεμικό Μουσείο στο Λονδίνο, δεν έφτασε ποτέ στις κινηματογραφικές αίθουσες εξαιτίας της αλλαγής στο πολιτικό κλίμα μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, δήλωσε Τόνι Χάγκιθ, ο έφορος του μουσείου, όπως αποκαλύπτει το onalert.gr.
«Όταν ανακάλυψαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί επιθυμούσαν να προβληθεί η ταινία πολύ γρήγορα ώστε να δείξει τι συνέβαινε εκεί και να αναγκάσουν τον γερμανικό λαό να αποδεχθεί την ευθύνη του για τις ωμότητες που διαπράχθηκαν», πρόσθεσε.

Όμως το ντοκιμαντέρ –που αποτελείται από υλικό που μαγνητοσκόπησαν βρετανικά και σοβιετικά στρατεύματα– καθυστέρησε να ολοκληρωθεί. «Μέχρι το τέλος του 1945, οι Σύμμαχοι είχαν αποφασίσει ότι η μεταπολεμική ανοικοδόμηση δεν θα διευκολυνόταν αν υπενθύμιζαν στους Γερμανούς την ενοχή τους», σημείωσε ο Χάγκιθ.

Ο Σίντνεϊ Μπερνστάιν, φίλος του Χίτσκοκ, του είχε ζητήσει να βοηθήσει στο ντοκιμαντέρ, όμως ο διάσημος σκηνοθέτης φέρεται να σοκαρίστηκε τόσο πολύ από το υλικό, μεγάλο μέρος του οποίου προέρχεται από το στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν, που επί μία εβδομάδα δεν μπορούσε να εργαστεί.

Πέντε από τις έξι μπομπίνες του ντοκιμαντέρ εντοπίστηκαν στο μουσείο τη δεκαετία του 1980 και μια ημιτελής εκδοχή του παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το 1984 (παρακάτω). Ένα χρόνο αργότερα, είχε προβληθεί από το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο PBS.
Το Βασιλικό Πολεμικό Μουσείο χρησιμοποίησε ψηφιακή τεχνολογία για να το αποκαταστήσει στην εκδοχή του Χίτσκοκ, ενώ ανακάλυψε και το υλικό από την έκτη μπομπίνα.
Το ντοκιμαντέρ θα προβληθεί περί τα τέλη του 2014 το νωρίτερο, όπως επεσήμανε μια εκπρόσωπος του Βασιλικού Πολεμικού Μουσείου.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο απο την Independent εδώ: http://www.independent.co.uk/arts-entertainment/films/features/alfred-hitchcocks-unseen-holocaust-documentary-to-be-screened-9044945.html





Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

«Μαζική Απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα» της Ρόζας Λούξεμπουργκ

«Τη μια στιγμή γίνεται ένα μεγάλο κύμα που σαρώνει όλη τη χώρα, την άλλη χωρίζεται σε ένα γιγάντιο δίκτυο από αναρίθμητα μικρά ρυάκια. Τώρα αναβλύζει από το έδαφος σαν δροσερή πηγή, μετά χάνεται κάτω από τη γη. Πολιτικές και οικονομικές απεργίες, και μαχητικές απεργίες διαρκείας, γενικές κλαδικές απεργίες και τοπικές απεργίες, ειρηνικοί διεκδικητικοί αγώνες για αυξήσεις και αιματηρές συγκρούσεις στα οδοφράγματα –όλα αυτά διαπερνώνται, συμβαίνουν παράλληλα, διασταυρώνονται, είναι μια θάλασσα φαινομένων που ακατάπαυστα κινούνται, αλλάζουν».

Η ιδέα της γενικής απεργίας ήταν γνωστή από πολύ παλιά. Μεγάλες απεργίες είχαν ήδη γίνει είτε για πολιτικά δικαιώματα (δικαίωμα της ψήφου), είτε για εργατικές διεκδικήσεις. Αλλά στην περίοδο της Ρόζας Λούξεμπουργκ, στις πιο βασικές χ…ώρες της Ευρώπης υπήρχε «ψυχρότητα» απέναντι στην ιδέα της μαζικής απεργίας. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας (SPD) η γενική απεργία θεωρούνταν «γενική τρέλα». Την έβλεπαν σαν εμμονή και πλάνη των αναρχικών, που θεωρούσαν ότι μόνο με μια γενική απεργία (έστω και 10 ημερών!) θα κατέρρεε το αστικό κράτος.

Οι ηγέτες των γερμανικών συνδικάτων (τα οποία είχαν τεράστια δύναμη και εκατομμύρια μέλη) ήταν αντίθετοι στη γενική απεργία. Είχαν φτάσει στο σημείο, στο συνδικαλιστικό συνέδριο του 1905 στην Κολονία, να κατεβούν με το σύνθημα: «Τα συνδικάτα έχουν πάνω από όλα ανάγκη ησυχίας».

Για τη Ρόζα η πείρα της ρωσικής επανάστασης του 1905 άλλαζε το πρίσμα με το οποίο έβλεπαν μέχρι τότε τη διεκδίκηση της εξουσίας.

Το ξέσπασμα της ρωσικής επανάστασης «τυπικά» ξεκίνησε στην Πετρούπολη με την πορεία 200.000 μπροστά από τα ανάκτορα του τσάρου, στις 22 Γενάρη του 1905. Η αιματηρή κατάπνιξη της διαδήλωσης έδωσε την αφορμή να ξεσπάσουν γιγάντιες μαζικές και γενικές απεργίες το Γενάρη και το Φλεβάρη σε όλα τα βιομηχανικά κέντρα και τις πόλεις της ρωσικής αυτοκρατορίας. Απεργίες που, ενώ ξεκίνησαν σαν αλληλεγγύη στους εργάτες της Πετρούπολης, πολύ σύντομα ανέδειξαν άλλα αιτήματα και διεκδικήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν η κατάκτηση του 8ώρου σε πάρα πολλούς χώρους δουλειάς και η δημιουργία συνδικάτων, ενώ μπήκαν στη μάχη μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας (εμποροϋπάλληλοι, ηθοποιοί, καλλιτέχνες, υπηρέτες, αγρότες, ακόμα και φαντάροι).

Αλλαγή συνειδήσεων

Η Ρόζα δείχνει στο βιβλίο της πώς αλλάζουν και προχωρούν οι συνειδήσεις εκατομμυρίων ανθρώπων, που εμπλέκονται στις απεργίες και τις μάχες. Υπογραμμίζει: «Στην επανάσταση, όταν η ίδια η μάζα εμφανίζεται στην πολιτική σκηνή, η ταξική συνείδηση γίνεται πρακτική και δραστήρια. Έτσι, ένας χρόνος επανάστασης έδωσε στο ρώσικο προλεταριάτο τόση «μόρφωση» όση δεν μπόρεσαν τεχνητά να δώσουν στο γερμανικό προλεταριάτο 30 χρόνια κοινοβουλευτικών και συνδικαλιστικών αγώνων».

Τα γεγονότα στη Ρωσία, για τη Ρόζα, αποδεικνύουν ότι:

– Τα οικονομικά και πολιτικά αιτήματα (που μέχρι τότε αντιμετωπίζονταν σαν ξεχωριστές μάχες) δεν είναι ξεχωριστά, αλλά αδιάσπαστα συνδεδεμένα.

– Η μαζική απεργία είναι συνδεδεμένη με την προοπτική τις ανατροπής. Στη Ρωσία σχεδόν κάθε μαχητική απεργία κατέληγε σε αιματηρή αναμέτρηση με τις δυνάμεις του τσάρου.

– Μια γενική απεργία δεν μπορεί να κηρυχτεί αυθαίρετα από την ηγεσία του κόμματος ή των συνδικάτων. Όμως, οι μαρξιστές πρέπει να μπαίνουν σ’ αυτές τις μάχες και να γίνονται τμήμα τους, όπως έκανε το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στη Ρωσία. Δεν πρέπει να περιμένουν μια «οργανωμένη και πειθαρχημένη μάχη που θα διεξάγεται σύμφωνα με ένα σχέδιο» για να πάρουν μέρος σ’ αυτή, γιατί τότε δεν θα τη δουν ποτέ. Επίσης, όμως, δεν πρέπει να υποτάσσονται στο μέσο όρο των απόψεων του κόσμου, αλλά να προχωρούν και να πολιτικοποιούν τη μάχη, δίνοντας την προοπτική της συνέχειας και την αυτοπεποίθηση στους αγωνιζόμενους εργάτες.

Περιγράφοντας τον πλούτο της μαζικής απεργίας, η Ρόζα επαληθεύει τον Μαρξ, όταν έλεγε: «Η επανάσταση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας». Η ίδια η τάξη πρόβαλε το «όπλο» της γενικής πολιτικής απεργίας. Η ίδια εφάρμοσε και τις μορφές δημοκρατικής οργάνωσής της (τα σοβιέτ). Οι επαναστάτες στη Ρωσία (Λένιν, Τρότσκι, Μπολσεβίκοι) μέσα από την εμπλοκή τους σ’ αυτή την επανάσταση «διδάχτηκαν», ώστε να συμβάλουν καθοριστικά στην επόμενη επανάσταση που, το 1917, αποδείχθηκε νικηφόρα.

Επικαιρότητα

Σήμερα, τη διαπίστωση της Ροζας για τη σύνδεση μεταξύ της πολιτικής και οικονομικής μάχης μπορούν να τη δουν όλοι. Σήμερα, στην εποχή του Μνημονίου, ακόμα και για να σταματήσουμε τις μειώσεις μισθών και τις απολύσεις, πρέπει… να ρίξουμε την κυβέρνηση. Ο κάθε αγώνας, όσο «μικρός» και αν φαίνεται, παίρνει τη διάσταση της πάλης ενάντια στο σύστημα συνολικά. Και σαν τέτοιος αντιμετωπίζεται από το καθεστώς.


2 Ιαναουαρίου 1910 καθιερώνεται στην Ελλάδα η κυριακάτικη αργία

Η αργία της Κυριακής: η καθιέρωσή της το 1909-10 και ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε μικρούς και μεγάλους καταστηματάρχες



Η καθιέρωση της κυριακάτικης αργίας το 1909, έναν αιώνα πριν, ήταν το πρώτο μέτρο εργατικής νομοθεσίας που ψηφίστηκε στην Ελλάδα. Το ξήλωμα, στα χρόνια των μνημονίων, κάθε νομικού πλαισίου που περιορίζει τον βαθμό εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας δεν θα μπορούσε να την αφήσει αλώβητη. Έχει ενδιαφέρον, πιστεύουμε, μια αναδρομή στο ιστορικό της καθιέρωσής της και η εξέταση των κοινωνικών και ιδεολογικών συμμαχιών που την προώθησαν . ίσως εκπλήξει τον αναγνώστη η (διαφορετική από τη σημερινή) στάση των μεγάλων και μικρών εργοδοτών απέναντι στην αργία της Κυριακής, την οποία θα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε με βάση τις διαφορετικές δομές .

Η τήρηση της αργίας με βάση τις χριστιανικές επιταγές παρέμενε ζωντανή ως πρακτική σε πολλούς βιοτεχνικούς κλάδους και σε εργοστάσια, σε γενικές γραμμές όμως είχε ατονήσει κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα στην Ελλάδα.[1] Σε επιμέρους πόλεις και κλάδους επιτυγχάνονταν συχνά λιγότερο ή περισσότερο βραχύβιες συναινέσεις για το κλείσιμο των καταστημάτων τις Κυριακές, αρκούσε όμως η πεισματική άρνηση ελάχιστων επαγγελματιών να συμμετάσχουν στο κλείσιμο για να ναυαγήσουν οι σχετικές προσπάθειες.[2] Στις αρχές του 20ού αιώνα  είχε γίνει πια συνείδηση ότι δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί μια μόνιμη «συνεννόηση κυρίων» και απαιτούνταν νομοθετική ρύθμιση.[3]

Το ζήτημα το έθεταν επί τάπητος κυρίως οι εργατικές διεκδικήσεις –οι οποίες αποτελούσαν συνήθως και την κινητήρια δύναμη πίσω από τις συμφωνίες μεταξύ των εργοδοτών τους που αναφέραμε. Στην Αθήνα η διαμάχη επικεντρώθηκε ιδίως στα «εμπορικά» καταστήματα (ένδυσης, υπόδησης κλπ) των κεντρικών δρόμων, με σημαντικότερες κινητοποιήσεις αυτές του 1890, 1891 (απεργία) και 1896, καθώς και στους τυπογράφους (1882 και 1909-1910), στους ζαχαροπλάστες (1896 και 1899), στους κουρείς (1894, 1902 και 1903), στους αρτοποιούς (1879, 1904-1905 κ.ε.) και λίγο πριν το 1909 στα παντοπωλεία.

Η καθιέρωση λοιπόν της κυριακάτικης αργίας μετά το κίνημα στο Γουδί βασιζόταν σε ένα αίτημα που είχε πια ωριμάσει –αντίθετα με τις εκτιμήσεις που συχνά συναντάμε στη βιβλιογραφία για το πρόωρο της εργατικής νομοθεσίας της δεκαετίας του 1910. Θεμελιώθηκε στη βούληση του Στρατιωτικού συνδέσμου να δείξει ένα φιλολαϊκό πρόσωπο, στη βραχύβια συμμαχία του με τις «συντεχνίες», σ’ ένα γενικότερο μεταρρυθμιστικό πνεύμα που εκφράστηκε με την ψήφιση εκατοντάδων νόμων από τη βουλή μετά το κίνημα και στη στήριξη συντηρητικών πατερναλιστών όπως ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος που εισηγήθηκε τον σχετικό νόμο στη βουλή. Η αργία της Κυριακής καθιερωνόταν με διαφορετικούς όρους σε κάθε επάγγελμα, και καταρχάς σε τρεις μόνο πόλεις (Αθήνα, Πειραιά και Βόλο): μπορούσε να επεκτείνεται σε άλλους δήμους εφόσον το ζητούσαν τα κατά τόπους δημοτικά συμβούλια, και στα επόμενα χρόνια δημοσιεύεται ένας μεγάλος αριθμός διαταγμάτων που αφορούν την ισχύ ή την κατάργηση της αργίας σε διάφορες πόλεις και χωριά, συχνά με το ίδιο δημοτικό συμβούλιο να αλλάζει την απόφασή του σε μικρό χρονικό διάστημα.[4]

Πρέπει να επισημάνουμε εδώ ότι η κυριακάτικη αργία, στον βαθμό που αποσκοπούσε ως μέτρο στη μείωση του χρόνου εργασίας των μισθωτών, θα μπορούσε να έχει τη μορφή του «εβδομαδιαίου ρεπό» που καθιερώθηκε εκείνα τα χρόνια στα καταστήματα της «κοσμικής» Γαλλίας, χωρίς δηλαδή να προσδιορίζεται μια θρησκευτικά φορτισμένη κοινή μέρα ρεπό για τους υπαλλήλους και κλεισίματος των μαγαζιών.[5] Στη Γαλλία όμως είχε μόλις προηγηθεί μια σφοδρή σύγκρουση με επίδικο την εκκοσμίκευση του κράτους, ενώ στην Ελλάδα και σοβαρό αντικληρικαλιστικό ρεύμα δεν υπήρχε και οι συμμαχίες με την εκκλησία και θρησκευόμενους συντηρητικούς κύκλους παρουσιάζονταν ως αναγκαίες καθώς πρόσφεραν μια σημαντική νομιμοποιητική βάση για το αίτημα.[6]

Άλλωστε ήταν φανερό ότι η επιτήρηση της εφαρμογής των νόμων που περιόριζαν τον εργάσιμο χρόνο ήταν ευκολότερη όταν αυτοί ίσχυαν για όλα τα καταστήματα συγχρόνως: ενώ η παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας από τους εργοδότες αποτελούσε τον κανόνα κατά τον μεσοπόλεμο, οι νόμοι για το ωράριο των καταστημάτων και την αργία της Κυριακής ήταν αυτοί που παραβιάζονταν λιγότερο σύμφωνα με τις εκθέσεις των επιθεωρητών εργασίας –οι οποίοι πρότειναν την επέκταση του πρότυπου του ταυτόχρονου και υποχρεωτικού κλεισίματος των καταστημάτων και σε άλλες περιπτώσεις.[7] Ζητούμενη, επιπλέον, ήταν η μείωση του χρόνου εργασίας όχι μόνο των εργατών αλλά και των επαγγελματιών: δεν θα ήταν λίγοι οι μικροαστοί που επιθυμούσαν να μην αναγκάζονται για λόγους ανταγωνιστικότητας να εργάζονται Κυριακές, κι αυτό μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με το κλείσιμο των καταστημάτων.

Κυρίαρχη στάση της εργοδοσίας, πάντως, μεγάλης και μικρής, φαίνεται ότι ήταν η αντίθεση σε οποιαδήποτε κρατική πρωτοβουλία περιόριζε τα διευθυντικά της δικαιώματα. Η στάση αυτή είναι εμφανής όσον αφορά το σύνολο της εργατικής νομοθεσίας της δεκαετίας του 1910, ενώ ειδικά όσον αφορά το νόμο για την κυριακάτικη αργία αφενός διαβάζουμε αμέσως μετά την ψήφισή του ότι «οι προϊστάμενοι γενικώς δυσφορούν» μ’ αυτόν,[8] αφετέρου τους επόμενους τρεις μήνες τροποποιήθηκε δύο φορές εξαιτίας των διαμαχών που ξέσπασαν ως προς τους ακριβείς όρους εφαρμογής της αργίας, της επέκτασης ή της ακύρωσής της σε κάθε επάγγελμα (πχ φαρμακεία, οινοπαντοπωλεία, κουρεία, κρεοπωλεία, εστιατόρια). Οι διαμάχες αυτές επανέκαμπταν τακτικά σε διάφορα επαγγέλματα (πχ ένας από τους όρους των εργοδοτών στα βυρσοδεψεία για να σταματήσουν το λοκ-άουτ που επέβαλαν τον Δεκέμβριο ήταν η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας),[9] και εκτιμάμε ότι συνέβαλαν καθοριστικά στην ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Αθήνας τον Μάρτιο του 1910.[10]

Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, η στάση των εργοδοτών δεν ήταν ενιαία αλλά διαφοροποιούνταν ανάλογα με την οικονομική και κοινωνική τους επιφάνεια. Αντίθετα όμως με ό,τι συμβαίνει σήμερα, δεν ήταν οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις αυτές που αντιδρούσαν στην κυριακάτικη αργία αλλά οι μικρότερες. Συναντάμε μάλιστα περιπτώσεις μεγάλων επιχειρηματιών που συμμάχησαν ανοιχτά με το εργατικό κίνημα για την προώθησή της, όπως ο πρόεδρος της συντεχνίας αρτοποιών Φ. Ηλιόπουλος που το 1905 είχε παροτρύνει τους αρτεργάτες να ιδρύσουν σωματείο για να διεκδικήσουν τη νομοθέτηση της αργίας της Κυριακής.[11]

Στα παντοπωλεία της Αθήνας, διαβάζουμε το 1910, ενάντια στην κυριακάτικη αργία στρέφονταν κυρίως οι «μπακάληδες των μικροσυνοικιών».[12] Στα μπακάλικα ήταν ιδιαίτερα εμφανές ένα μοντέλο με λίγο πολύ γενική ισχύ: οι ανεξάρτητοι παραγωγοί επιβίωναν ως τέτοιοι υποβαλλόμενοι (και υποβάλλοντάς τους υπάλληλούς τους) σε υπερεργασία . στο εμπόριο με το να μένουν τα συνοικιακά και τα μικρά μπακάλικα περισσότερες ώρες ανοιχτά, αποκτώντας έτσι ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, την προσφορά της αναγκαίας υπηρεσίας ή αγαθού κοντά στην κατοικία του πελάτη σε ώρες και μέρες που οι μεγαλύτεροι ανταγωνιστές τους ήταν κλειστοί.[13]

Τα κουρεία αποτελούσαν έναν άλλο κλάδο στον οποίο ένα πλήθος μικρών μαγαζιών επιβίωνε χάρη στο παρατεταμένο ωράριο λειτουργίας τους, ιδίως το Σαββατοκύριακο που ξυριζόταν η λαϊκή πελατεία τους. Το χαρακτηριστικό αυτό επικαλούνταν οι καταστηματάρχες κουρείς «δευτέρας και τρίτης τάξεως», όπως αυτοαποκαλούνταν, που «διατηρούνται εκ [πελατείας] των εργατικών τάξεων» και περίμεναν το Σαββατοκύριακο για να δουλέψουν, σε αντίθεση με τα κουρεία της Σταδίου των οποίων η «εκλεκτή πελατεία» δεν περίμενε την Κυριακή για να ξυριστεί: ζήτησαν και πέτυχαν να δουλεύουν τα κουρεία το πρωί της Κυριακής, παρότι οι υπάλληλοι και κάποιοι καταστηματάρχες κινητοποιήθηκαν για να το αποτρέψουν.[14]

Ο σχηματισμός τέτοιων στρατοπέδων δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελούσε ελληνική ιδιαιτερότητα. Στην Αγγλία και τον Καναδά στα τέλη του 19ου αιώνα πολλοί από τους μεγαλύτερους καταστηματάρχες υποστήριξαν ενεργητικά νόμους περιορισμού των ωρών εργασίας των μαγαζιών, ενάντια στις αντιδράσεις των μικρών καταστηματαρχών, δίχως να διστάσουν να συμπορευτούν (ή και να συμμαχήσουν) με το εργατικό κίνημα. Στη Γαλλία τη δεκαετία του 1930 για την επιβολή ενιαίου ωραρίου στα κουρεία συμμάχησαν το εργατικό σωματείο με τους ιδιοκτήτες των μικρομεσαίων κουρείων, σε σύγκρουση με τους ιδιοκτήτες τόσο των μικροσκοπικών όσο και των μεγάλων κομμωτηρίων.[15]

Πώς να ερμηνεύσουμε την ανοίκεια αυτή εικόνα, τη στιγμή που βλέπουμε σήμερα τους κολοσσούς του εμπορίου να επιδιώκουν την κατάργηση των περιορισμών στο ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων και τους μικρομαγαζάτορες να συμμαχούν με το εργατικό κίνημα στην υπεράσπισή τους; Είναι πολλά αυτά που έχουν αλλάξει στο λιανικό εμπόριο από εκείνη την εποχή, και πρώτα πρώτα τα επίπεδα συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου: στην Ελλάδα του 1909 δεν υπήρχαν εμπορικά κέντρα, πολυκαταστήματα και μεγάλες αλυσίδες, ούτε καν σουπερμάρκετ, και οι δυνατότητες ελέγχου της αγοράς από τα μεγάλα καταστήματα ήταν μικρότερες.

Η αλλαγή των καταναλωτικών προτύπων, η ευκολία μετακίνησης στην πόλη σήμερα και η μείωση της σημασίας της γειτονιάς για την κοινωνική ζωή με την ανάπτυξη υπερτοπικών πόλων κατανάλωσης και διασκέδασης κατέρριψαν μεγάλο μέρος των «τοπικών» φραγμών στην προέλαση των μεγάλων επιχειρήσεων σε πολλούς κλάδους. Για άλλους κλάδους σημαντικότερη υπήρξε η κανονικοποίηση των εισοδημάτων των λαϊκών τάξεων (πχ με την κυριαρχία της μορφής του μισθού έναντι του μεροκάματου), η οποία οδήγησε σε παρακμή τον μηχανισμό του βερεσέ που παλιότερα έθετε όρια στις προόδους που μπορούσαν να κάνουν οι μεγάλες μονάδες στο λιανικό εμπόριο των «βασικών ειδών»: η αγορά με πίστωση, η οποία «έδενε» τον πελάτη σε συγκεκριμένα καταστήματα, μπορούσε να λειτουργήσει μόνο στα πλαίσια των σχέσεων αλληλογνωριμίας που επίκεντρο είχαν το μικρό συνοικιακό μαγαζί, ενισχύοντας έτσι τα χωρικά πλεονεκτήματα που οδηγούν σε «τοπικά μονοπώλια» στην πόλη.

Με λίγα λόγια, το 1909 οι μεγάλες επιχειρήσεις ήταν πολύ λιγότερο πιθανό να ωφεληθούν δυσανάλογα από τη λειτουργία των καταστημάτων την Κυριακή, κάτι που μπορούν σαφώς να προσδοκούν σήμερα. Τέλος, η πενιχρότητα των υποδομών, η πολύ περιορισμένη ακόμα χρήση του ηλεκτρικού ρεύματος και η ανυπαρξία υποχρέωσης υπερωριακής αμοιβής των υπαλλήλων σήμαινε ότι ήταν μικρή η αύξηση στα λειτουργικά έξοδα που συνεπαγόταν η λειτουργία την Κυριακή και οι μικρές μονάδες δεν δυσκολεύονταν να αντεπεξέλθουν σ’ αυτά.

Μπορεί να υποθέσει κανείς βέβαια ότι, χάρη και στην επανεμφάνιση του βερεσέ, από την κατάργηση της κυριακάτικης αργίας θα ευνοηθούν (στους κλάδους των «βασικών αγαθών») μικροσκοπικά μαγαζιά που βασίζονται στην υπερεργασία του ιδιοκτήτη τους και της οικογένειάς του. Συνολικά, πάντως, οι φόβοι που εκφράζονται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των επαγγελματιών και των εμπόρων για επιτάχυνση του ρυθμού χρεοκοπιών των μικρών επιχειρήσεων και ενίσχυση του μεριδίου των μεγάλων στην αγορά φαίνονται απολύτως βάσιμοι.

[1] Οι εργάται της Ελλάδος προς την διπλήν βουλήν των Ελλήνων. Υπόμνημα του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, Αθήνα 1911, Χαρίλαος Γκούτος, «Ημέρες αργίας στην τουρκοκρατούμενη και στην ελεύθερη Ελλάδα μέχρι το 1915», Μνημοσύνη 11 (1988-1990), σ.244-281, Ζιζή Σαλίμπα, Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και βιοτεχνία (1870-1922), Αθήνα 2002, σ.56. Εκτενέστερη τεκμηρίωση για αρκετά από τα ζητήματα που θίγονται εδώ μπορεί να βρει κανείς στο Νίκος Ποταμιάνος, Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη της Αθήνας. Μαγαζάτορες και βιοτέχνες 1880-1925, διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (Ι-Α τμήμα), Ρέθυμνο 2011.

[2] Χαρακτηριστική η άρνηση του Πατσιφά το 1890 να αποδεχτεί την συμφωνία των εμπόρων της Αθήνας να μην ανοίγουν τα μαγαζιά τους τις Κυριακές, άρνηση που ματαίωσε τη συμφωνία και έστρεψε εναντίον του καταστήματός του ένα οργισμένο πλήθος εμποροϋπάλληλων: Καιροί 11, 12, 14, 16 και 19 Ιουνίου 1890.

[3] Αριστομένης Θεοδωρίδης, «Η Κυριακή αργία», Ερμής 1 Ιουνίου 1908.

[4] Η ελαστικότητα αυτή περιορίστηκε με νόμο του 1914 που έβαζε την προϋπόθεση να γνωμοδοτήσει θετικά και το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας για να καταργηθεί σ’ έναν δήμο η κυριακάτικη αργία άπαξ και είχε εφαρμοστεί: Πασαγιάννης Κ. (επιμ.), Εργατική και κοινωνική νομοθεσία, Αθήνα 1919, σ.316-317.

[5] Haupt Heinz-Gerhard, «Les petits commerçants et la politique sociale: l’exemple de la loi sur le repos hebdomadaire», Bulletin du Centre d’Histoire de la France Contemporain 8 (1987), σ.7-34.

[6] Πιθανότατα η πρώτη μαζική κινητοποίηση υπέρ της κυριακάτικης αργίας το 1872 έγινε από «μακρακιστές», ένα είδος παραεκκλησιαστικής οργάνωσης της εποχής. Θρησκευόμενοι κύκλοι έθεσαν το ζήτημα και σε άλλες περιστάσεις αργότερα, με σημαντικότερο το συνέδριο που έγινε το 1899 υπέρ της καθιέρωσης της κυριακάτικης αργίας υπό την προεδρία του μητροπολίτη Αθηνών και με μαχητική εκπροσώπηση χριστιανών ζηλωτών που ήθελαν να επιβάλουν τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό τις Κυριακές (Εμπρός 21-25 Μαΐου 1899). Χαρακτηριστική μορφή χριστιανού φιλεργάτη που κινητοποιήθηκε για την αργία της Κυριακής ήταν ο καθηγητής Παν. Τημελής, επίτιμος πρόεδρος του συνδέσμου εργατών ζαχαροπλαστών και ιθύνων νους της κινητοποίησής του για την κυριακάτικη αργία (Κανονισμός της συντεχνίας των εργατών ζαχαροπλαστών Αθηνών και Πειραιώς, Αθήνα 1896) και πρόεδρος στη συνέχεια του συλλόγου «Ανάστασις του Ελληνισμού» του Πειραιά που εξέδιδε το 1901-1902 την εφημερίδα Κυριακή αργία.

[7] Βλ. πχ Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Επιθεώρησις Εργασίας, Εκθέσεις και πεπραγμένα σώματος επιθεωρήσεως εργασίας επί της εφαρμογής των εργατικών νόμων και των συνθηκών εργασίας εν Ελλάδι κατά το 1932, Αθήνα 1935, σ. 65.

[8] Ελληνική Επιθεώρησις Δεκέμβριος 1909 –βλ. και την εκτίμηση του Αρ. Θεοδωρίδη στο τεύχος του Μαρτίου 1910 ότι οι εργοδότες επιθυμούν να καταργήσουν την κυριακάτικη αργία.

[9] Εφημερίς των εργατών 25 Δεκεμβρίου 1910.

[10] Σε συνδυασμό ίσως με τις συγκρούσεις και τις δυσαρέσκειες που προκάλεσε η αύξηση σε πολλές επιχειρήσεις των εργάσιμων ωρών τις άλλες μέρες για να αναπληρωθούν οι απώλειες από την αργία της Κυριακής: Ακρόπολις 12 Απριλίου 1910.

[11] Ακρόπολις 24 και 29 Νοεμβρίου 1905 και Εφημερίς των Εργατών 10 Σεπτεμβρίου 1910.

[12] Εφημερίς των εργατών 17 Φεβρουαρίου 1910. Διαφορετικής απόψεις υπέρ και κατά της κυριακάτικης αργίας αναφέρονται στο σωματείο αρτοποιών Πειραιά (Εμπρός 4 Μαρτίου 1910) και στον σύνδεσμο οινοπωλών (καταστηματαρχών) Αθήνας το 1910 (Χρήστος Κουτσογιαννόπουλος (επιμ.), Οι οινοπώλαι Αθηνών. Επαγγελματική επισκόπησις, Αθήνα 1934, σ. 5 και 11), χωρίς όμως να συσχετίζονται στις πηγές μας με διαφορετικά ταξικά συμφέροντα.

[13] Χαρακτηριστικά, δημοσιογράφος που ήθελε να τονίσει ότι στο μνημόσυνο του Παύλου Μελά συμμετείχαν οι πάντες, έγραψε ότι κατά τη διάρκειά του έκλεισαν ακόμα «και τα τελευταία μικρομπακάλικα» στου Ψυρρή: Εμπρός 23 Οκτωβρίου 1904. Σύμφωνα με την έρευνα που διατάχθηκε από τον υπουργό εθνικής οικονομίας Μιχαλακόπουλο, ενώ τα κεντρικά καταστήματα δεν άνοιγαν πριν τις 7.00 ή τις 8.00 το πρωί, «εις συνοικίας ολίγον απομεμακρυσμένας, χωρίς να υπάρχει εύλογος λόγος, βλέπομεν πολλά καταστήματα να ανοίγωσιν από της 5ης πρωινής και να εξακολουθώσιν εργαζόμενα μέχρι βαθείας νυκτός»: Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής περίοδος ΙΘ΄, σύνοδος Β΄, συνεδρίαση 68, 7 Μαΐου 1914, σ. 1513. Στη συζήτηση στη βουλή το 1914 ο Πολ. Λαγοπάτης υπερασπιζόταν τους μαγαζάτορες που κρατούσαν τα μαγαζιά τους ανοιχτά πιο αργά από τους άλλους ως εξής: «θα είναι μικρέμποροι, οι οποίοι μη έχοντες περιθώριον κεφαλαίων να αντικρύσωσι ζημίας, λόγω αντιξόων περιστάσεων, υπολογίζουσι την ιδιαιτέραν εργατικότητά των, και κατ’ ανάγκην των υπαλλήλων των»: ό.π., σ. 1514.

[14] Η συγκέντρωση των «κατώτερων κουρέων» στον περίβολο της βουλής έγινε εκτός των πλαισίων της αδελφότητας των κουρέων, στην οποία κυριαρχούσαν οι μεγαλύτεροι καταστηματάρχες.Ακρόπολις 24 Ιανουαρίου και 10 και 11 Μαρτίου 1910, Εμπρός 10 Μαρτίου 1910 και Ημέρα 20 Φεβρουαρίου 1910. Στα κουρεία η διαμάχη συντηρήθηκε για καιρό: η αδελφότητα των καταστηματαρχών, που ελεγχόταν από τους μεγαλύτερης επιφάνειας κουρείς, επανήλθε το 1914 και ζήτησε την καθιέρωση πλήρους αργίας τις Κυριακές. Όταν το πέτυχε αυτό, το 1922, κινητοποιήθηκε το αντίπαλο σωματείο καταστηματαρχών κουρέων υπέρ της επαναφοράς στο παλιό καθεστώς, επικαλούμενο τα συμφέροντα των φτωχότερων και συνοικιακών κουρέων και επιτιθέμενο στους «μεγαλοσχήμους, οίτινες έτυχε να έχουν τα καταστήματά των εις το κέντρον»: Εμπρός 10 και 12 Ιουλίου 1923 και Ελληνική 16 Απριλίου 1925.

[15] Michael Winstanley, The shopkeepers’ world 1830-1914, Manchester 1983, σ. 94-99. Chris Hosgood, «A “brave and daring folk”? Shopkeepers and trade associational life in Victorian and Edwardian England», Journal of Social History 26 (1992), σ.285-308. Geoffrey Crossick, «Shopkeepers and the state in Britain 1870-1914», στο Geoffrey Crossick και Heinz-Gerhard Haupt (επιμ.), Shopkeepers and master artisans in 19th century Europe, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 1984, σ.252-256.  David Monod, «Culture without class: Canada’s retailers and the problem of group identification 1890-1940», Journal of Social History 28/3 (1994-1995), σ. 521-545. Steven Zdatny, «Fashion and class struggle: the case of coiffure», Social History 18/1 (1993), σ. 68-70.

Ο Νίκος Ποταμιάνος είναι διδάκτορας ιστορίας του Πανεπιστημίου της Κρήτης

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Δεν υπάρχει Θεός. Με την κοινή λογική ενός ιερέα

"Η Διαθήκη του Μελιέ έπρεπε να βρίσκεται στην τσέπη κάθε έντιμου ανθρώπου· ένας έντιμος παπάς, γεμάτος ειλικρίνεια, που ζητάει συγγνώμη από το Θεό επειδή είχε αυταπατηθεί, πρέπει να φωτίσει εκείνους που αυταπατώνται."
Βολταίρος

Πολλά βιβλία έχουν εκδοθεί γύρω από το θέμα της μη ύπαρξης του Θεού. Αλλά το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο από έναν παπά που πραγματεύεται το θέμα απλά και πειστικά όσο κανένας. Και μάλιστα σε μια εποχή (δεύτερο μισό του 17ου αιώνα) που κάτι τέτοιο ήταν άκρως επικίνδυνο.

Λίγοι φιλόσοφοι πριν από τον εκπληκτικό παπα-Ζαν Μελιέ ασχολήθηκαν με το θέμα, και αυτοί όχι διεξοδικά. Ο Καρτέσιος και ο Καντ, π.χ., τελικά δεν τόλμησαν να αποφανθούν ξεκάθαρα. Ο Ζαν Μελιέ είναι ο πρώτος πραγματικά άθεος συγγραφέας του Δυτικού Κόσμου. Ένας άθεος που βγήκε μέσα από την εντρύφηση στα βιβλικά κείμενα επί τριάντα επτά χρόνια. Όμως δεν τόλμησε να πει αυτό που αισθανόταν όσο ζούσε. Αν είχε μιλήσει, το πιθανότερο είναι να μην είχε διασωθεί ούτε η Διαθήκη του.


Στις επιστολές και στη σύνοψή του ο Βολταίρος παρουσιάζει τον Ζαν Μελιέ ως "σύντροφο ντεϊστή", υπονοώντας ότι η θεωρία του συμπίπτει, λίγο πολύ με εκείνες του Επίκουρου ή του Σπινόζα που αφήνουν ένα ενδεχόμενο για την ύπαρξη κάποιου θεού, τον οποίο, όμως, αποκλείεται λογικά να τον απασχολούν οι άνθρωποι. Αλλά ο Βολταίρος αποσιωπά (σκόπιμα;) το σφοδρό αντιμοναρχικό και φιλολαϊκό αίσθημα του Μελιέ.

Ο Βολταίρος αμφέβαλλε, ο Μελιέ όχι! Καταδικάζει και αρνείται απερίφραστα όλες τις θρησκείες και γίνεται έτσι πρόδρομος του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.


Μερικά από τα συμπεράσματα του Μελιέ:

  • Ο Σατανάς, όπως και η θρησκεία, εφευρέθηκε για να πλουτίζουν οι παπάδες. 
  • Αν ο Θεός δεν μπορούσε να κάνει τον άνθρωπο αναμάρτητο, δεν έχει το δικαίωμα να τον τιμωρήσει. 
  • Οι προσευχές των ανθρώπων στο Θεό αποδεικνύουν ότι δεν είναι ικανοποιημένοι από τη θεία διαχείριση. 
  • Ένας παγκόσμιος θεός θα έπρεπε να αποκαλύψει μία παγκόσμια θρησκεία. 
  • Η θρησκεία είναι ο ασθενέστερος τρόπος συγκράτησης των παθών. 
  • Μοναδικός στόχος των θρησκευτικών αρχών είναι η διαιώνιση της τυραννίας των βασιλιάδων και η θυσία των εθνών σε αυτούς. 
  • Μόνο ο φόβος δημιουργεί φανατικούς και θεϊστές.
  • Οι μοιραίες συνέπειες της ευλάβειας. Η ιστορία μας διδάσκει ότι όλες οι θρησκείες ιδρύθηκαν με τη βοήθεια της άγνοιας των εθνών, και από ανθρώπους οι οποίοι είχαν την αναίδεια να αποκαλούνται αντιπρόσωποι του Θεού.

Ο αββάς Μελιέ

Ο Ζαν Μελιέ γεννήθηκε το 1664 στο χωριό Μαζερνί της Γαλλίας. Αφού φοίτησε σε θεολογική σχολή χειροτονήθηκε ιερέας το 1689. Σαν ιερέας ήταν αρκετά ριζοσπαστικος. Όπως διηγείται ο Βολταίρος, όταν κάποτε ο τοπικός άρχοντας, ο Αντουάν ντε Τουϊγί, κακομεταχειρίστηκε κάποιους χωρικούς, ο Μελιέ αρνήθηκε να ευχηθεί υπέρ αυτού στη λειτουργία με αποτέλεσμα να τιμωρηθεί από τον τοπικό αρχιεπίσκοπο. Μετά από τη τιμωρία του ο Μελιέ διαμαρτυρήθηκε για αυτή την αδικία και ξεφωνίζει από τον άμβωνα τα παρακάτω λόγια:

Αυτή είναι η τύχη των φτωχών ιερέων της επαρχίας, οι αρχιεπίσκοποι που είναι μεγάλοι άρχοντες, τους χλευάζουν και δεν τους ακούνε. Γι αυτό ας προσευχηθούμε στο Θεό για τον άρχοντα αυτού του χωριού, τον Αντουάν ντε Τουϊγί, να φωτιστεί, να μην καταληστεύει τους φτωχούς και τα ορφανά.

Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας ο εν λόγω άρχοντας ήταν παρών, με αποτέλεσμα ο παπάς να τιμωρηθεί εκ νέου. Ο Μελιέ πάντως συνέχισε να ασκεί το επάγγελμα (όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει) του ιερέα. Πέθανε το 1729 και άφησε τα λίγα υπάρχοντα του στους ενορίτες του. Άφησε όμως και κάτι πολύτιμο που έμελλε να προκαλέσει σεισμό στον πνευματικό κόσμο της εποχής. Πρόκειται για το έργο του με τίτλο “η Διαθήκη μου”. Στο αντίγραφο που προοριζόταν για τους ενορίτες του, έγραψε τα εξής απίθανα:

Έχω δει και αναγνωρίσει τα λάθη, τις καταχρήσεις, τις τρέλες και τις αδυναμίες των ανθρώπων. Τις αποστράφηκα και τις μίσησα. Δεν τόλμησα να τις καταγγείλω όσο ζούσα, αλλά τουλάχιστον θα το κάνω τώρα που πεθαίνω αλλά και μετά το θάνατό μου, για να χρησιμεύσει αυτή η διαθήκη ως μάρτυρας της αλήθειας σε όσους τύχει να τη δουν και θελήσουν να τη διαβάσουν.

Ποια είναι η αλήθεια που θέλει να κάνει γνωστή ο ιερέας; Το ότι “η θεολογία δεν είναι άλλο από άγνοια των φυσικών αιτιών κατασταλαγμένων σε ένα σύστημα, ‘οτι “αυτό το σύστημα δεν είναι κάτι άλλο από ένα πλέγμα χίμαιρων και αντιθέσεων”, ότι ο θεός είναι ένα “αποκύημα της φαντασίας” και ότι η πίστη βασίζεται στη άγνοια και το φόβο, “τους άξονες όλων των θρησκειών”. Ο Ζωρζ Μινουά, στο έργο του “η Ιστορία της Αθεΐας” χαρακτηρίζει το βιβλίο του Μελιέ ως το “πλέον ακραίο κατηγορητήριο που συντάχθηκε ποτέ μέχρι την εποχή του κατά της θρησκείας και της πίστης”. 

Ο Μελιέ ασχολείται σε όλα τα επίπεδα με το τρίπτυχο θεός-θρησκεία-πίστη. Η γραφή του είναι προσιτή και κατανοητή, ιδανική για το αναγνωστικό κοινό της εποχής (και φυσικά ακόμα και της τωρινής), χωρίς όμως αυτή να χάνει καθόλου σε ουσία. Όντας ο ίδιος ιερέας καταρρίπτει τα περισσότερα επιχειρήματα των θεολόγων στο δογματικό επίπεδο και ταυτόχρονα καταγγέλλει τη φαυλότητα του κλήρου και την τυραννία των ηγεμόνων στο πρακτικό επίπεδο. Κάνει ξεκάθαρο ότι “η ύπαρξη του Θεού δεν έχει αποδειχθεί” , πως “ότι υπάρχει προέρχεται από ύλη”, ότι “το δόγμα που συγχωρεί τις αμαρτίες επινοήθηκε για το συμφέρον των παπάδων”, πως η εξομολόγηση είναι “το χρυσωρυχείο τους, η δε θρησκεία δημιουργεί “μόνο έκφυλους και διεστραμμένους τυράννους”, όπως και “εξαθλιωμένους υπηκόους” και τελικά πως η ελέω θεού βασιλεία ειναι ο “πιο γελοίος και μισητός σφετερισμός”.

Προσπαθεί να δείξει τον παραλογισμό της ιδέας ενός θεού. Η έννοια του θεού είναι απρόσιτη για τον άνθρωπο, κανένας δεν γεννιέται έχοντας γνώση του θεού, καθώς αυτή είναι αδύνατη:

Όλες οι θρησκευτικές αρχές στηρίζονται στην ιδέα του Θεού, αλλά είναι αδύνατο για τους ανθρώπους να έχουν χειροπιαστές ιδέες για ένα ον που δεν δρα σε καμία από τις αισθήσεις τους. Όλες μας οι ιδέες είναι εικόνες αντικειμένων που μας εμφυτεύονται. Τι μπορεί να σημαίνει για μας η ιδέα του Θεού όταν είναι σαφώς ιδέα ζωρίς αντικείμενο; Μια τέτοια ιδέα δεν είναι εξωπραγματική όσο και ένα αποτέλεσμα δίχως αιτία; Μια ιδέα χωρίς πρότυπο είναι τίποτα παραπάνω από μια χίμαιρα;

Κατηγορεί δριμύτατα τους θεολόγους ότι έχουν δημιουργήσει ένα θεό τύραννο. Τι άλλο μπορεί να είναι ένας δημιουργός, που παρόλο είναι πανάγαθος και παντοδύναμος, επιτρέπει το κακό; “Δε θα ήταν πιο σύμφωνο με την καλοσύνη, με τη λογική και την αμεροληψία, να φτιάξει καλύτερα πέτρες ή φυτά αντί αισθαντικά όντα και ανθρώπους, που η συμπεριφορά τους σ΄ αυτόν τον κόσμο θα τους στοίχιζε αιώνια βασανιστήρια στον άλλο; Ένας θεός τόσο κακόπιστος και φαύλος, που δημιουργεί έναν άνθρωπο για να τον εκθέσει στον κίνδυνο της κόλασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί τέλειο ον, αλλά ένα τέρας παραλογισμού, αδικίας, κακίας και θηριωδίας;” Άλλωστε, εφόσον ο θεός είναι ο δημιουργός των πάντων, τότε και το κακό προέρχεται και φτιάχτηκε από αυτόν. Αυτός ευθύνεται για τις πράξεις των δημιουργημάτων του. Φυσικά οι θεολόγοι αντιπαραθέτουν ότι ο θεός έφτιαξε τον άνθρωπο αγνό και αγαθό αλλά αυτός διεφθάρη από τις αμαρτίες του. Αλλά “αν ο άνθρωπος μπορούσε να αμαρτήσει μόλις βγήκε από τα χέρια του θεού, η φύση του δεν μπορεί να ηταν τέλεια!” απαντάει εύστοχα ο ιερέας και προσθέτει:

Ο θεός αυτός πανάγαθος και παντοδύναμος παρατηρεί αδιάφορος δισεκατομμύρια παιδιά του να σπεύδουν προς την κόλαση! Ατενίζει το ναυάγιο της ίδιας της δημιουργίας του! Είδαμε άραγε ποτέ άλλοτε κάτι τόσο παράλογο;

Ακόμα και η αγάπη των πιστών για το θεό τους είναι παράλογη και ψεύτικη, αφού είναι απόρροια του φόβου. 

Είναι αδύνατο να αγαπάμε ένα ον του οποίου η σκέψη μας προκαλεί τρόμο και η δικαιοσύνη του μας κάνει να τρέμουμε. Πως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε χωρίς φόβο ένα θεό τόσο βαρβαρο ώστε να επιθυμεί την αιώνια καταδίκη μας σε βασανιστήρια;

Όπως είχε γράψει πολύ εύστοχα και ο Μπακούνιν: “Η αληθινή αγάπη, η έκφραση μιας αμοιβαίας και εξίσου αισθητής ανάγκης, μπορεί να υπάρχει μόνο μεταξύ ίσων. Η αγάπη του ανώτερου για τον κατώτερο είναι καταπίεση, εξάλειψη, περιφρόνηση, εγωισμός, αλαζονεία και ματαιοδοξία, που θριαμβεύουν μέσα σε ένα αίσθημα μεγαλείου, βασισμένο στην ταπείνωση του άλλου μέρους. Και η αγάπη του ανώτερου από τον κατώτερο είναι ταπείνωση, οι φόβοι και οι ελπίδες ενός δούλου που περιμένει από τον αφέντη του είτε την ευτυχία είτε τη δυστυχία. Ο χαρακτήρας της λεγόμενης αγάπης του Θεού για τους ανθρώπους είναι δεσποτισμός απο τη μεριά του ενός και δουλεία από την πλευρά των άλλων.” Ο Μελιέ θα συμφωνούσε με τον Μπακούνιν, αφού “η αγάπη φανατικών ανθρώπων προς τον θεό τους, όπως και των σκλάβων προς τους αφέντες τους, είναι μια δουλική τιμή που προσφέρουν καταναγκαστικά, στην οποία η καρδιά τους δεν μετέχει”.

Φυσικά δεν είναι συμφέρον για τους παπάδες να φτιάξουν αποκλειστικά ένα θεό τύραννο. Ο θεός πρέπει να είναι σκληρός αλλά και ελεήμων, αμείλικτος αλλά και “συγκαταβατικός στην μετάνοια και τα δάκρυα των αμαρτωλών. Συνεπώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν το θεό με τον τρόπο που τους συμφέρει εκείνη τη στιγμή. Ένας μόνιμα οργισμένος θεός θα απωθήσει τους πιστούς του, ή θα τους απελπίσει. Οι άνθρωποι χρειάζονται ένα θυμωμένο θεό αλλά κατευνάσιμο. Αν ο θυμός του πανικοβάλει κάποιες δειλές ψυχές, το έλεος του καθυσηχάζει τους αποφασισμένους κακούς, οι οποίοι προτίθενται αργά ή γρήγορα να επιδιώξουν τη συγγνώμη του.” 

Από την κριτική του ιερέα δεν θα μπορούσε να λείπει και η σχέση ηθικής και θρησκείας. Ξεκαθαρίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει ηθική προερχόμενη από το θεό, αφού στην ουσία η ηθική αυτή προέρχεται από τους παπάδες και εξυπηρετεί τα συμφέροντα τους.

Σε όλες τις θρησκείες μονάχα οι παπάδες έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν τι ευχαριστεί και τι δυσαρεστεί το θεό τους. Γι αυτό μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι θα αποφασίσουν σε ότι ευχαριστεί ή δυσαρεστεί εκείνους και μόνο.

Η ηθική δεν μπορεί παρά να θεμελιωθεί “στις σχέσεις, τις ανάγκες και στα αδιάλειπτα συμφέροντα των κατοίκων της Γης”. Προφανώς δεν μπορεί να είναι οριστική και αμετάκλητη όπως είναι ένα θεόσταλτο σύνολο κανόνων. Η ηθική θα πρέπει να τίθεται σε κρίση κάθε φορά, να αμφισβητείται, να συμπληρώνεται, να προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες ανάγκες της κοινωνίας, προκειμένου να επιτευχθεί το μέγιστο όφελος για τα μέλη της. Μια κοινωνία που υποκύπτει σε οτιδήποτε “ανώτερο”, που δεν τολμάει να αναστοχάζεται και να μεταβάλλει τους κανόνες και τις παραδόσεις της είναι καταδικασμένη να είναι δούλα των θεσμών που η ίδια δημιούργησε και αποδέχτηκε. Και είναι προφανές ότι μια θεόσταλτη ηθική είναι ύποπτη, όπως παρατήρησε και ο ιερέας. Το πλατωνικό δίλημμα του Ευθύφρονως (Άραγε το ευσεβές αγαπάται από τους θεούς, επειδή είναι ευσεβές, ή επειδή αγαπάται, είναι ευσεβές;) συνοψίζει το πρόβλημα. Αν η ηθική προέρχεται από το θεό (και που φυσικά γνωστοποιείται από τους αντιπροσώπους του στη γη) τότε οποιαδήποτε θηριωδία μπορεί να δικαιολογηθεί στο όνομα του, όπως βλέπουμε μέχρι σήμερα. Άρα, αν ο θεός είναι το πρότυπο ηθικής τότε δεν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ως καλό αφού για αυτόν δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Αν όμως η ηθική δεν προέρχεται από το θεό, τότε το καλό και το κακό, προφανώς, είναι έννοιες ανεξάρτητες από αυτόν. Αναπόφευκτα καταλήγουμε πως αν η ηθική δεν είναι θεόσταλτη, τότε δεν μπορεί παρά να είναι ανθρώπινη και μόνο και άρα υποκείμενη σε διαρκή κριτική.

Θα κλείσω με τα λόγια του ιερέα που κάνει έκκληση στους συνανθρώπους του να δουν τον εξουσιαστικό ρόλο των θρησκειών στις ζωές τους και να προσπαθήσουν να την αποτινάξουν για να δημιουργήσουν μια νέα ανθρωπότητα με βάση τη λογική που η φύση μας προίκησε. 

Τα δόγματα, οι τελετές, η ηθική και οι αρετές που εφαρμόζουν όλες οι θρησκείες του κόσμου, είναι προφανώς υπολογισμένες να επεκτείνουν τη δύναμη ή να αυξήσουν τις απολαβές των ιδρυτών και των λειτουργών αυτών των θρησκειών. Τα δόγματα είναι δυσνόητα, ακαταλαβίστικα, γεμάτα τρόμο, και γι αυτό υπεύθυνα για να κάνουν τη φαντασία να πετάξει, καθιστωντας έτσι τον απλό άνθρωπο πιο ήπιο σε αυτούς που θέλουν να τον εξουσιάσουν. Οι τελετές και τα τυπικά δημιουργούν εισόδημα ή εκτίμηση στους παπάδες˙ τα θρησκευτικά ήθη και οι αρετές αποτελούνται από δουλική πίστη, η οποία προλαμβάνει τη λογική˙ από μια θρησκευτική ταπεινοφροσύνη η οποία επιβεβαιώνει στους παπάδες την υποταγή του ποιμνίου τους˙[...] Προφανώς όλες οι θρησκευτικές αρετές έχουν αντικείμενό τους την ωφέλεια των λειτουργών της θρησκείας.


Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

”Μαουτχάουζεν”-Ανέκδοτα κείμενα για τον ναζισμό από το αρχείο του Ιάκωβου Καμπανέλλη.


(…)Συγκλονιστικά επίκαιρα τα λόγια του Ιάκωβου Καμπανέλλη σ’ αυτό το ανέκδοτο κείμενο από το αρχείο του.Γραμμένο “μάλλον το 1993, δεν ξέρουμε ακόμα με ποια αφορμή” μας λέει η κόρη του Κατερίνα, που αυτή την περίοδο καταγράφει το αρχείο, μοιάζει να έχει γραφτεί μόλις σήμερα. 

Με απίστευτη οξυδέρκεια ο Ιάκωβος Καμπανέλλης επισημαίνει τους κινδύνους της επιβίωσης του ναζιστικού φαινομένου και αποκωδικοποιεί τα γενεσιουργά αίτιά της. 
Από τις αρχές τις δεκαετίας του ’90 προειδοποιεί, και εκείνος ήταν σε θέση να το κάνει διαθέτοντας αφ’ ενός την τραγική εμπειρία του εγκλεισμού του στο κολαστήριο Μάουτχάουζεν, και από την άλλη τη δυνατότητα του συγγραφέα-διανοούμενου να διεισδύει κάτω από την επιφάνεια των κοινωνικών φαινομένων και να ανασύρει τις ουσιαστικές τους διαστάσεις. 
Και είναι αυτό ακριβώς που επισημαίνει ο Μίκης Θεοδωράκης όταν μας λέει “λείπουν φωνές σαν του Καμπανέλλη σήμερα” (...)
*********

''Είμαι ένας από τους επιζήσαντες κρατούμενους στο SS στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως του Μαουτχάουζεν. Ένας από εκείνους που τον Μάιο του 1945 κλαίγοντας και ελπίζοντας εφώναζαν ποτέ πια! Ήταν τότε που οι οπαδοί του ναζισμού έχασαν τον πόλεμο.
Ο ναζισμός όμως επέζησε. Κυρίως γιατί αιώνιες κοινωνικές πληγές αφέθηκαν αθεράπευτες. Και μένουν ακόμα! Και επιπλέον, γιατί η αντικομμουνιστική υστερία έκαμε τον ναζισμό να ξεχνιέται, και κάποτε και να αθωώνεται.
Μετά από 48 χρόνια αυτό που θέλω να φωνάξω είναι πάλι;
Φίλοι μου, θυμηθείτε: ο Αδόλφος Χίτλερ δεν έπεσε απ’ το διάστημα. Ούτε ήταν ένας και μόνος. Ήταν το διαμόρφωμα δεκάδων χιλιάδων αφανών χιτλερίσκων στη Γερμανία και την Αυστρία. Και όχι μόνο εκεί. Χιτλερίσκων διάσπαρτων σε μεγάλες και μικρές πόλεις, σε χώρους εργασίας, σε γειτονιές, σε συντροφιές, σε οικογένειες.
Και ο ναζισμός δεν ήταν ιδέα ενός και μόνου διεστραμμένου εγκεφάλου. Ήταν η συμπύκνωση της νοσηρής πολιτικής αντίληψης εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων, φορέων του μικροβίου του ρατσισμού, του εθνικισμού, της μισαλλοδοξίας, της τελικής λύσης όλων των προβλημάτων με τη βία, τη φωτιά και το τσεκούρι.
Ο ναζισμός δεν άρχισε με τον Χίτλερ, γι’ αυτό και δεν τον πήρε μαζί του, δεν εμφανίστηκε μόνο στη Γερμανία, γι’ αυτό και δεν επανεμφανίζεται μόνο εκεί. Αλλά παντού όπου ουσιαστικά κοινωνικά προβλήματα τον τρέφουν. Και ο κίνδυνος τώρα δεν είναι η εμφάνιση ενός νέου Χίτλερ και η σπορά ενός άλλου μεγάλου πολέμου.
 Ο κίνδυνος είναι η αδιαφορία για τα αίτια που αναγεννούν τον ναζισμό και εν συνεχεία η απάθεια και η ανοχή για ένα φαινόμενο που μπορεί να εξελιχθεί σε μαζική διανοητική μόλυνση.
Οι μεγάλοι πόλεμοι δεν αρχίζουν στα πεδία των μαχών, ούτε οι ολέθριες πολιτικές ιδεολογίες ξεκινούν από μαζικές συγκεντρώσεις, σε πλατείες. 
Αρχίζουν ανύποπτα στους χώρους της καθημερινής μας ζωής, ξεκινούν ακόμη και μέσα απ’ το ίδιο μας το σπίτι.  
Εκεί φωλιάζουν όλα.
 Γι’ αυτό μόνο με την πίστη σε μια καθημερινή ζωή, που να μας χωράει όλους, απροκατάληπτη και δίκαιη προς όλους μπορούμε έστω και καθυστερημένα να πετύχουμε αυτό που τόσο προσδοκούσαμε τον Μάιο του 1945: ένα πραγματικό ποτέ πια.''
                                                                       Ι.Κ 




http://contramee.files.wordpress.com/2012/11/mauthausengate.jpeg