[Ακούστε το ποίημα εδώ σε μελοποίηση Θάνου Μικρούτσικου και εκτέλεση Γιάννη Κούτρα και Χρίστου Θηβαίου.
Εδώ μπορείτε να διαβάσετε το ανάλογο υπόμνημά μας στο ποίημα «Καφάρ» και εδώ στο «Καραντί»]
«Είναι αξιοπερίεργο», γράφει χαριτωμένα συνάδελφος blogger, «πως ενώ δεν καταλαβαίνεις σχεδόν ούτε μια λέξη, δεν βγάζεις ένα νόημα, [το ποίημα «Μαρέα»] σε πιάνει…».
Πρόκειται πράγματι για ένα από τα συμβολικότερα, κρυπτικότερα ποιήματα του Καββαδία, ένα bricolage ναυτικών όρων, αστρονομικών (και αστρολογικών) υπαινιγμών, ανθρωπωνυμίων, τοπωνυμίων, εικόνων και πυρηνικών περιγραφών της ζωής σ’ ένα καράβι που φαίνεται να ταξιδεύει διηνεκώς· ένα κατά τα φαινόμενα άτακτο, πλην νευρώδες, σύρμα αναφορών (η συφιλιδική ataxie locomotrice του στ. 5 σχεδόν περιγράφει την κίνηση των στίχων σ’αυτό το ποίημα!), που υποκρύπτει, όπως συχνά στον Καββαδία, την αχνή υποψία μιας ερωτικής ιστορίας. Αυτή η ιστορία νιώθουμε ότι παλεύει να ειπωθεί, είναι στιγμές που πάει να ξεδιπλωθεί πιο ξεκάθαρα, αλλά πάντοτε ακυρώνεται και παραμένει θολός υπαινιγμός.
Όπως αλλού έτσι και στο «Μαρέα», το ποίημα στοιχειώνει μια φευγαλέα γυναικεία μορφή, προς την οποία το ποιητικό Εγώ απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο (από τα χείλια σου… το κορμί σου…) και προς την οποία στρέφει το ποίημα και τον εαυτό του. Αυτή τη γυναικεία μορφή το ποιητικό Εγώ την ακολουθεί, όπως ο Αλντεμπαράν ακολουθεί αενάως (αλλά δεν φτάνει ποτέ) την Πούλια (Πλειάδες) στον αστερισμό του Ταύρου. Το ποιητικό Εγώ τρόπον τινά ταυτίζεται με τον Αλντεμπαράν, τον «ξελογιασμένο» (βλ. σχόλιο στον στ. 1).
«Μαρέα» (ιταλ. marea) είναι η παλίρροια, η περιοδική άνοδος και κάθοδος του νερού. Στο ποίημα αντιπαρατίθενται συνεχώς εικόνες απαρασάλευτης σταθερότητας αφενός και εικόνες αταξίας, απόκλισης και αποσυντονισμού αφετέρου· εικόνες, από τη μια, μιας πορείας που διαιωνίζεται ατέρμονη στον ίδιο αδιαφοροποίητο ρυθμό, σαν την κίνηση των άστρων στον ορίζοντα ή σαν τον κύκλο του νερού, και ενός ταξιδιού με συγκεκριμένο προορισμό στον οποίο όμως δεν θα φτάσει ποτέ, εφόσον ο προορισμός τελεί κι αυτός σε αέναη (μετα)κίνηση («τη νύχτα οι ναύτες κυνηγάνε το φεγγάρι»), σε βαθμό που εξουδετερώνει το ίδιο το ταξίδι, το οποίο τελικά χάνει και τον προσανατολισμό και τη σκοπιμότητά του («και την ημέρα ταξιδεύουνε στ’ αστεία»).
Το ποίημα συμπεριλήφθηκε στο «Πούσι» (1947), τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία μετά το «Μαραμπού» (1933).
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
1. Αλ(ν)τεμπαράν: άλλως Λαμπαδίας, Alpha Tauri ή Νότιος Οφθαλμός του Ταύρου, το φωτεινότερο αστέρι του αστερισμού του Ταύρου. Αλντεμπαράν στα αραβικά είναι «το άστρο που ακολουθεί». Κατά τους Άραβες αστρονόμους ο Αλντεμπαράν (η λέξη εναλλακτικά σημαίνει και «ξελογιασμένος») «ακολουθεί» σαν μαγεμένος τις Πλειάδες, αστρικό σμήνος του ιδίου αστερισμού, στη νυκτερινή τους διαδρομή.
Η εναλλακτική σημασία της λέξης εμβάλλει στο ποίημα την ερωτική διάσταση. Το ποιητικό Εγώ ακολουθεί κι αυτό μια σκιώδη γυναικεία μορφή, που δεν σωματοποιείται ποτέ κι ας τυγχάνουν επίκλησης τα «χείλια» της και το «κορμί» της. Υπάρχει μόνο ως θύμηση («στοιχειωμένη… σφυρίχτρα») ή, υπαλλακτικά, υλοποιείται στη μορφή της ξύλινης γοργόνας, που «μας πρόδωσε μ’ ένα πνιγμένο του Νορόνα». Τα ίχνη της διακρίνονται επίσης στην πρόοδο της σύφιλης, που αποτελεί συχνά στον Καββαδία το μοναδικό απομεινάρι του έρωτα (βλ. παρακάτω).
Πέρα από το ποίημα αυτό του Καββαδία δύο είναι οι άλλες κορυφαίες εμφανίσεις του Αλντεμπαράν στη νεοελληνική λογοτεχνία. Και οι δύο, αν και πολύ διαφορετικές, σχετίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τη θεματική του καββαδιακού ποιήματος:
(α) Στα «Επιφάνεια» του Σεφέρη ο Αλντεμπαράν συνδέεται, όπως και στον Καββαδία, με το ατέρμονο ταξίδι:
Τ᾿ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιὲς και τ᾿ ασφοδίλια
τὸ σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
καὶ τὸ κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια καὶ τα μαλλιά σου
χρυσά· τ᾿ άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ᾿ άστρο ὁ Αλδεβαράν.
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιὲς και τ᾿ ασφοδίλια
τὸ σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
καὶ τὸ κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια καὶ τα μαλλιά σου
χρυσά· τ᾿ άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ᾿ άστρο ὁ Αλδεβαράν.
Κράτησα τη ζωή μου, κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα στη κίτρινα δέντρα κατὰ τὸ πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει.
ανάμεσα στη κίτρινα δέντρα κατὰ τὸ πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει.
(β) Στον «Μεγάλο Ανατολικό» του Α. Εμπειρίκου οι υπόκωφοι ερωτικοί τόνοι του Καββαδία γίνονται έκρηξη σεξουαλικής ενέργειας:
Λυσίκομοι και καλλίμαστοι νεάνιδες, παραδείσιες θυγατέρες, απαλές ως μαγνόλιες, μουνίτσες, μουμούνες, ψωλέττες, άνδρες καυλοπυρέσσοντες, ασπαίροντα σώματα, κραυγές γλυκασμού συνουσιαζομένων, επιφωνήματα λαγνείας, ίμερος, αγαλλίασις, άνωσις, ευφορία, έκστασις, στρόβιλος της ζωής, σπέρμα ορμητικόν εν ευφροσύνη αναβλύζον, παφλασμός κυμάτων, κλαγγή επουρανίων όπλων, αίγαγροι, φάλαινες, κένταυροι, σμήνη κορυδαλλών, μυσταγωγία, οίστρος, πυρ – κίνησις – ενέργεια, έρως ελεύθερος με όλας τας ηδονάς του και ποίησις σπερματική ως λειτουργία του πνεύματος διηνεκής. Αλντεμπαράν! Αλληλούια!
2. παλινώριο: άλλως διόπτρα, ναυτικό όργανο προσανατολισμού, με το οποίο εντοπίζεται τοαζιμούθιο του ήλιου, με βάση την κλίση και το πλάτος του ήλιου ανάλογα με την ώρα της ημέρας και την ημερομηνία.
Το παλινώριο τοποθετεί με ακρίβεια το ποίημα και τον ποιητή στον χώρο και τον χρόνο. Την ίδια λειτουργία επιτελούν και τα τοπωνύμια: αν και επιλέγονται χωρίς αυστηρή γεωγραφική λογική, εντούτοις συνθέτουν τον νοητό χάρτη του ταξιδιού. Αυτή όμως η αίσθηση του εντοπισμού, της ακριβούς κατεύθυνσης και της σχεδιασμένης πορείας γρήγορα – στην αμέσως επόμενη φράση – θα ανατραπεί.
κάρτες: ιταλ. carte, οι τριάντα δύο ανεμόκομβοι του ανεμολογίου, ένα ακόμη εργαλείο προσανατολισμού, αυτή τη φορά προσαρμοσμένο στην πυξίδα ή στον χάρτη (βλ. εδώ με φωτογραφία και εδώ με τοποθέτηση και των ανέμων). Το ανεμολόγιο της πυξίδας δείχνει σταθερά τον βορρά ακόμη και όταν το πλοίο γέρνει.
Στο ποίημα, όμως, τονίζεται το αντίθετο, η απόκλιση, η απώλεια του σταθερού μαγνητικού βορρά (το παλινώριο «γέλασε» τον Αλντεμπαράν). Η αέναη πορεία του Αλντεμπαράν, που ακολουθεί με απαρασάλευτη σταθερότητα τις Πλειάδες, ανατρέπεται, και τα αξιόπιστα ναυτικά όργανα, που οδηγούν τους ναυτικούς στους ωκεανούς, καθίστανται όργανα αποπροσανατολισμού. Το πρώτο δίστιχο εισάγει κρυπτικά ένα γνωστό καββαδιακό θέμα: την άπιαστη επιδίωξη (ή καταδίωξη) του αντικειμένου του πόθου, αλλά και την αίσθηση της ζάλης, της σύγχυσης, την εντύπωση ότι έχεις χαθεί· παράβαλε από τη Βάρδια:
Πάρε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο. Ο μεγάλος χάρτης σχισμένος. Η γεωγραφία χαμένη ανάμεσα σε άχρηστα βιβλία. Ο εξάντας δίχως φακούς. Τους βγάλαμε για ν’ ανάψουμε τσιγάρα. Σπασμένο το παλινώριο. Η ρίγλα ζαβωμένη. Το βελόνι της πυξίδας τρελάθηκε και τρεκλίζει. Την μπαρκέτα την έκοψε κυνηγός, μπορεί και σκυλόψαρο. Μετζαρόλι; μα ο άμμος δεν βολεί να περάσει. Ας μετρήσουμε τον ήλιο με τα δάχτυλα. Ποιόν απ’ όλους;
3. στης προβολής … τους χάρτες: προβολή ονομάζεται η αναπαράσταση της καμπύλης επιφάνειας της γης στην επίπεδη επιφάνεια του χάρτη.
4. του Chagall άλογα: Marc Chagall (Σαγκάλ), Γάλλος ζωγράφος ρωσοεβραϊκής καταγωγής, από τους πρώτους εκπροσώπους του μοντερνισμού στην τέχνη (1887-1985). Πίνακες του Chagall με άλογα μπορείτε να δείτε εδώ,εδώ, εδώ, εδώ και εδώ. Σε όλα αυτά τα δείγματα τα άλογα είναι φανταστικές, πολύχρωμες, παραδεισένιες μορφές. Η μοντερνιστική απόδοση, ειδικά στους κυβιστικούς πίνακες, όπως αυτός, καθιστά το μοτίβο ακόμη πιο ονειρικό και μυθικό.
τσίρκο του Seurat: Georges Seurat (Σερά), Γάλλος μεταϊμπρεσσιονιστής ζωγρἀφος (1859-1891). Δέστε τον πιο διάσημο πίνακά του (Un dimanche après-midi à l’Île de la Grande Jatte), εδώ. Το «Τσίρκο» είναι ο τελευταίος πίνακας που φιλοτέχνησε στη ζωή του ο Seurat και ο μόνος που φυλάσσεται σήμερα στο Λούβρο. Είναι μισοτελειωμένος. Ανάλυση του πίνακα μπορείτε να βρείτε εδώ.
Και αυτή η εικόνα, το «Τσίρκο» του Σερά, όπως και πολλά από τα «άλογα» του Chagall, είναι εικόνα έντονης κίνησης και χρωμάτων. Η όραση των ναυτικών είναι αλλοιωμένη· στα μάτια τους οι γεωγραφικές θέσεις του χάρτη μετατρέπονται σε πολύχρωμες, ονειρικές, απατηλές εικόνες. Διερωτάται κανείς αν η εμπειρία που περιγράφει εδώ ο ποιητής είναι η παραζάλη των ναρκωτικών ή αν αναφέρεται στις παραισθήσεις που συχνά προκαλεί η σύφιλη στο τελικό της στάδιο (βλ. σχόλιο στον στ. 5).
5. πυξίδα γέρικη: άλλη μια εικόνα που συντείνει στην αίσθηση του αποπροσανατολισμού.
ataxie locomotrice: ιατρικός όρος που δηλώνει ασθένεια του νευρικού συστήματος (locomotor ataxia), η οποία προκαλεί απώλεια του ελέγχου των κινήσεων. Σύνηθες σύμπτωμα της θανατηφόρου πια τριτογενούς σύφιλης. Κατά την προσφιλή συνήθεια του Καββαδία η εξωτική ξενική φράση γράφεται με λατινικούς χαρακτήρες και δημιουργεί απροσδόκητη σταυρωτή ομοιοκαταληξία με την κοινή ελληνική λέξη «τρεις» στον μεθεπόμενο στίχο (πρβλ. νερά-Seurat).
Η σύφιλη, η γνωστή κατάρα των ναυτικών (αλλού «μαλαφράντζα«), συνδέεται εδώ με το θέμα της σύγχυσης που κυριαρχεί στο ποίημα. Προφανώς εφάπτεται λοξά και με την κρυμμένη ερωτική ιστορία – υποψία που μάλλον ενισχύεται από το γεγονός ότι στον αμέσως επόμενο στίχο εισάγεται για δεύτερη φορά το ερωτικό Εσύ. Συχνά στον Καββαδία άλλωστε η απώλεια του ερωτικού αντικειμένου συνοδεύεται από ένα «θυμητάρι» που επιμένει, μια αγιάτρευτη αρρώστια του έρωτα.
6. στοιχειωμένη…σφυρίχτρα: στοιχειωμένη, καθώς μάλλον αποτελεί θλιβερό κατάλοιπο μιας παλιάς ερωτικής περιπέτειας.
7. κόντρα γέφυρα: το σημείο στο πλοίο όπου βρίσκονται η πυξίδα και το τιμόνι.
προσμένατε κι οι τρεις: από το «βλέπαμε» του στ. 3 ο ποιητής μεταβαίνει εδώ απροσδόκητα σε ένα απροσδιόριστο β΄ πληθυντικό. Οι «τρεις» μάλλον είναι η γέρικη πυξίδα, η στοιχειωμένη σφυρίχτρα και η σύφιλη, οι μοναδικοί πια σύντροφοι του ποιητικού Εγώ στο μοναχικό του ταξίδι.
8. να λύσει το άστρο του Αλμποράν η χαρτορίχτρα: σκοτεινός στίχος. Η νήσος του Αλμποράν (Isla de Alborán) είναι μικρή ισπανική νησίδα στη Μεσόγειο, στη θάλασσα μεταξύ Ισπανίας και Μαρόκου, ανατολικά του Γιβραλτάρ, που λειτουργούσε ως στρατιωτικό φυλάκιο και ως φάρος («το άστρο του Αλμποράν»). Ενδεχομένως η ταύτιση του Αλμποράν με τη μυθική ομηρική Ωγυγία, την πατρίδα της Καλυψώς, να υποβάλλει και πάλι, μαζί με την εικόνα της χαρτορίχτρας μάγισσας, την έννοια της ακαταμάχητης γυναίκας που μαγεύει και παγιδεύει – όπως η περίφημη Fata Morgana του ομότιτλου ποιήματος από το Τραβέρσο (1975), ταυτόχρονα το αρχέτυπο της πλανεύτραςαλλά και φυσικό φαινόμενο (οφθαλμαπάτη). Το «λύνω» θα μπορούσε να υποδηλώνει ειρωνικά, με τρόπο διττό, τόσο το «λύνω τους κάβους» (αναχωρώ: από τον μαγεμένο χρονοτόπο του χαμένου έρωτα όμως ο ποιητής δεν αναχωρεί ποτέ) όσο και το «λύνω τα μάγια» (επίσης τα μάγια δεν λύνονται ποτέ).
Προσμένατε να σας λύσει τα μάγια η χαρτορίχτρα μάγισσα, ώστε κι εσείς να λύσετε τους κάβους, αλλά αυτό δεν μπορεί να συμβεί: η βασανιστική ανάμνηση της ερωτικής εμπειρίας παραμένει ακλόνητη, μόνιμη και αγιάτρευτη, αρρώστια που σκοτώνει σιγά-σιγά, όπως ακριβώς η σύφιλη. Η πεισματική επιμονή της σύφιλης αντιπαραβάλλεται με την κινητική αταξία που προκαλεί! Αυτό το γαϊτανάκι – κίνηση/ακινησία, ταξίδι/στασιμότητα, ατέλειωτη πορεία/κόλλημα – είναι το βασικό leitmotiv αυτού του ποιήματος.
Η επόμενη στροφή συνδυάζει μια βινιέτα από τη ζωή του καραβιού (οι σοδομίτες θερμαστές από το Μαρόκο) με μια ακόμη εικόνα του νυχτερινού ουρανού. Χαρακτηριστικό της τελευταίας εικόνας είναι η σύνδεση του Βορρά και του Νότου, που «παντρεύονται», συνδέονται, από τους κομήτες, οι οποίοι βάφουν πορφυρό τον νυχτερινό ουρανό. Πέρα από τη γραφικότητα της εικόνας και την επανάληψη για μια ακόμη φορά της ιδιαίτερης σύνδεσης του ναυτικού με τα στοιχεία και τα ουράνια σώματα (παράγοντες επιβίωσης για τον ίδιο και όχι φυσικά κοσμήματα), η αναφορά δημιουργεί επίσης την εντύπωση ότι το καράβι διατρέχει την υφήλιο – μια ακόμη τεχνική με την οποία το ταξίδι αυτού του πλοίου διαιωνίζεται στο άπειρο του χώρου και του χρόνου.
9. της τραμουντάνας τ’ άστρο: «τραμουντάνα» από το trans-montana, είναι ο βορράς, το σημείο που κείται πέραν των ορέων, δηλαδή των Άλπεων. Το άστρο της τραμουντάνας είναι ο πολικός αστέρας, το άλφα (δηλαδή και πάλι το πιο λαμπρό αστέρι, όπως ο Αλντεμπαράν) της Μικρής Άρκτου. Επανέρχεται η ιδέα του σταθερού προσανατολισμού με οδηγό τους αστερισμούς και τα σημεία του ορίζοντα.
τ’ άστρα του Νοτιά: τα αστέρια που συναπαρτίζουν τον Σταυρό του Νότου.
11. Mazagan: λιμάνι του Μαρόκου στην ακτή του Ατλαντικού (γνωστή σήμερα ως El Jardida). Δεν είναι σαφής η σκοπιμότητα της λεπτομέρειας ότι οι Μαροκινοί αυτοί θερμαστές είναι σοδομίτες (ομοφυλόφιλοι), αλλά μάλλον εντάσσεται στις ρεαλιστικές πινελιές εκείνες οι οποίες, μέσα στο συμβολικό περίγραμμα του ποιήματος, διαγράφουν τον βίο και την πολιτεία των ναυτικών στο καράβι τις ατέλειωτες μέρες και νύχτες του πλου.
12. του Σέσωστρη την κόρη: Σκοτεινή αναφορά. Σέσωστρις αποκαλείται θρυλικός βασιλιάς της Αιγύπτου, τον οποίο αναφέρει ο Ηρόδοτος στην Ἱστορίην (2.102-11) και τον οποίο ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (1.53-9) θεωρούσε κοσμοκατακτητή. Το όνομα Σέσωστρις έφεραν τρεις τουλάχιστον Φαραώ. Από την άλλη, «Σέσωστρις, η μάγισσα από το Εκβάτανα» είναι το θηλυκό όνομα που λαμβάνει ο χαρακτήρας Mr. Scogan στο μυθιστόρημα του Aldous Huxley Crome Yellow, όταν παριστάνει τη μάγισσα στο πανηγύρι. Στην Έρημη Χώρα του Eliot ο χαρακτήρας αυτός του Huxley μετατρέπεται στη Madam Sosostris, που είναι ικανότατη στην ανάγνωση τωνχαρτιών ταρώ. Το πρώτο χαρτί που εξηγεί («λύνει»;) στο ποίημα του Eliot η Madam Sosostris είναι «ο πνιγμένος ναύτης της Φοινίκης», ενώ το μήνυμά της λίγο παρακάτω είναι σαφές: «Fear death by water».
Η πιθανότητα να υπαινίσσεται εδώ ο Καββαδίας τον Eliot – και μ’ αυτό τον τρόπο να υφαίνει ποιητικά τη μοίρα των ναυτικών που παίζουν τη ζωή τους κορώνα-γράμματα και που πιθανότατα θα καταλήξουν πνιγμένοι στον βυθό – δεν είναι, νομίζω, σ’ αυτό το βαθιά μοντερνιστικό ποίημα, αμελητέα. Η εικόνα του πνιγμού εμφανίζεται ρητά και αγχωτικά τόσο στην επόμενη («ένα πνιγμένο του Νορόνα») όσο και στη μεθεπόμενη στροφή («πνιγμένου δαχτυλίδι»).
13. ξύλινη…γοργόνα: πρόκειται για την «πλωριά γοργόνα» που αναφέρει ο Καββαδίας στην «Αρμίδα«, χαρακτηριστικό διακοσμητικό στοιχείο της πλώρης των παλαιών ιστιοφόρων. Καθώς το ιστιοφόρο ανεβοκατεβαίνει στο νερό, η γοργόνα δίνει την εντύπωση ότι «βουτά». Εδώ «παίρνει παράξενες ανάσες», σαν να ζωντανεύει παραδόξως, καθώς η ξύλινη γοργόνα που «μας πρόδωσε» αποτελεί μια ακόμη υπόσταση του φευγαλέου αντικειμένου του πόθου.
15. Σαργάσσες: η θάλασσα των Σαργασσών στον Βόρειο Ατλαντικό. Περιβόητη για την άπνοιά της και τις τεράστιες ποσότητες φυκιών, που μαζεύονται και ακινητοποιούν τα ιστιοφόρα, έτσι ώστε να αποτελεί τον φόβο και τον τρόμο των ναυτικών.
Συνεχίζεται ο ίδιος ποιητικός ρυθμός: εικόνες κίνησης και έντασης, ορίζοντες ανοικτοί και διάπλατοι από τη μια· στασιμότητα, κόλλημα, ακινησία και σήψη από την άλλη.
16. μ’ ένα πνιγμένο του Νορόνα: μάλλον πρόκειται για το αρχιπέλαγοςFernado de Noronha στη Βραζιλία. Με τη χρήση εξωτικών τοπωνυμίων, τα οποία σχηματίζουν μάλιστα απροσδόκητες ομοιοκαταληξίες, ο Καββαδίας συντάσσει νοητούς ποιητικούς χάρτες.
17. καραντί: φουσκοθαλασσιά, που προκαλεί αστάθεια στο πλοίο, ακόμη και μετά το τέλος της θαλασσοταραχής, ακόμα δηλαδή και όταν η προφανής αιτία της ανισορροπίας έχει εκλείψει. Ακούστε μελοποιημένο το ομότιτλο ποίημα.
στεριανή ζάλη: βλ. το ομότιτλο ποίημα. Η μοίρα του ναυτικού είναι να νιώθει τόσο εκτός τόπου στη στεριά όσο μαραζώνει από νοσταλγία στη θάλασσα, βλ. το ακόλουθο απόσπασμα από τη Βάρδια, στο οποίο μάλιστα χρησιμοποιείται η φράση «το πιο δύσκολο ταξίδι», που ανακαλεί τον επόμενο στίχο στο ποίημά μας (σ. 99):
Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το ‘καμα στην άσφαλτο, από το σύνταγμα στην Ομόνοια. Έχω ξεράσει πάνω στο Λίβανο, όπως οι στεριανοί σε μελτέμι.
Εδώ η ζάλη στη στεριά συντονίζεται με τον ίλιγγο που προκαλεί το καραντί. Και στις δύο περιπτώσεις το έδαφος είναι φαινομενικά σταθερό, αλλά σε αυτή ακριβώς τη βάση είναι που ο ναυτικός, από τη φύση του ασταθής και φευγαλέος, κλονίζεται περισσότερο.
18. χελιδονόψαρα: αυτού του είδους οι «υβριδικές» υπάρξεις είναι χαρακτηριστικά παράλληλα του ιδίου του ναυτικού.
πνιγμένου δακτυλίδι: επανέρχεται ο βραχνάς του πνιγμού.
20. του Μαγγελάνου οι παπαγάλοι: οι πηγές αναφέρουν τον θαυμασμό και την απορία του Μαγγελάνου (Fernão de Magalhães), για τον τεράστιο αριθμό παπαγάλων που συνάντησε ειδικά στη Βραζιλία, αλλά και για το γεγονός ότι οι ιθαγενείς επιχειρούσαν να ανταλλάξουν τους εξωτικούς αυτούς παπαγάλους με διάφορα μπιχλιμπίδια που είχαν στην κατοχή τους οι Ευρωπαίοι.
«Το δυσκολότερο ταξίδι του ναυτικού» είναι αναμφισβήτητα οι απόπειρές του να προσαρμοστεί στον κόσμο της στεριάς. «Οι παπαγάλοι του Μαγγελάνου» που «κυβερνάν» αυτό το ταξίδι – ως μετωνυμία μάλλον εδώ των επαφών του Μαγγελάνου με τους ιθαγενείς, των επαφών δηλαδή ανάμεσα σε δύο εντελώς αταίριαστες συνομοταξίες ανθρώπων – πιθανώς παραπέμπουν στη ματαίωση που βιώνει μοιραία και αναπότρεπτα ο ναυτικός προσπαθώντας να συμβιώσει και να επικοινωνήσει με τους στεριανούς. Προϊόν αυτής της ματαίωσης είναι η «στεριανή ζάλη».
21. η καραβίσια σκύλα:σταθερή παρουσία στα ιστιοφόρα. Η σκύλα αυτή, όπως και διάφορα άλλα κατοικίδια, αναπτύσσει ιδιάζουσα, σχεδόν ερωτική σχέση με τον ναυτικό, η οποία συνήθως καταλήγει, όπως και τα ανθρώπινά της αντίστοιχα, σε εγκατάλειψη και προδοσία. Παράβαλε τα ποιήματα για τη μαϊμού του ινδικού λιμανιού και τις γάτες των φορτηγών και τα δύο από το Μαραμπού (ακούστε το πρώτο εδώ από τους Αδελφούς Κατσιμίχα και το δεύτερο εδώ από τους Ξέμπαρκους). Πρωτίστως, όπως δηλώνεται στις «Γάτες», τα ζώα αυτά είναι για τους ναυτικούς «σαν μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά».
οσμίζεται ρεστία: ο ακανόνιστος, «βουβός» κυματισμός (άλλως αποθαλασσία, σάλος) από θαλασσοταραχή που συνέβη σε απόσταση. Η ρεστία, ο απόηχος μιας άλλης θαλασσοταραχής, αντιστοιχεί και πάλι με τους κραδασμούς που συνεχίζει να προκαλεί η παλιά ερωτική ιστορία στην ψυχή του ποιητικού Εγώ. Από την άλλη, σύμφωνα με τις δοξασίες των ναυτικών, η ρεστία αποτελεί επίσης προάγγελο κακοκαιρίας: αυτό που προαισθάνεται εδώ η καραβίσια σκύλα είναι ίσως ό,τι περιγράφει ο επόμενος στίχος
22. το νερό που θα καλάρει: το ερωτικό κορμί καλάρει (κάνει νερά)· η ερωτική ιστορία ετοιμάζεται και αυτή να βυθιστεί, να πνιγεί – όπως και το ποιητικό εγώ;
23-24. τη νύχτα… στ’ αστεία: το ποίημα τελειώνει με μια πικρή, ρητή συνειδητοποίηση. Το ταξίδι, το κυνηγητό της Πούλιας από τον Αλντεμπαράν, της φευγαλέας γυναίκας από τον ποιητή, ακόμη και της στεριάς, του λιμανιού, είναι μάταιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου