Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Δραματικά επίκαιρη: Η απολογία του Νίκου Καζαντζάκη το 1925



Δραματικά επίκαιρη: Η απολογία του Νίκου Καζαντζάκη το 1925
Η απολογία του Νίκου Καζαντζάκη στην ανακριτική αρχή του Ηρακλείου, που δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 1925, δεν αποτελεί μόνο ένα έξοχο πολιτικό κείμενο αλλά είναι και δραματικά επίκαιρη σήμερα, την εποχή της κρίσης. Μιας εποχής που η σύγχιση, οι πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις αλλά και αντιφάσεις στον πολιτικό λόγο κυριαρχούν.


Παρακάτω, παραθέτουμε ένα τμήμα της διάσημης “απολογίας του Καζαντζάκη”



1- Πιστεύω ότι το σύγχρονον αστικόν καθεστώς κατέστη ανίκανον να ρυθμίσει τας συγχρόνους ανάγκας και ανησυχίας του κοινωνικού συνόλου.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΣ.-Στηρίζεται εις την άνισον κατανομήν του πλούτου, εις την ασύστολον εκμετάλλευσιν των εργαζομένων τάξεων υπό αρπακτικής ισχυρώς ωργανωμένης κεφαλαιοκρατίας.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΣ.-Η ολοένα καταρρέουσα ηθική βάσις εις τας σχέσεις μεταξύ των ατόμων, παραλύει οιανδήποτε, εντός του αστικού καθεστώτος, προσπάθειαν όπως στηριχθή επί ηθικών αρχών ατομική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή των ανθρώπων.

ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ.-Η σχεδόν καθολική έλλειψις κάθε ενδιαφέροντος δια τα κοινά, ή σχεδόν αποκλειστική εξυπηρέτησις της αρχούσης τάξεως υπό της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, εις βάρος της μεγίστης πλειονοψηφίας του λαού, καθιστά ανεπαρκή και επιπολαίαν οιανδήποτε αλλαγήν προσώπων ή θεσμού.

Ταύτα πάντα θεωρώ συμπτώματα της παρακμής μιας τάξεως. Η αστική τάξις απέδωκεν-και εις θαυμαστήν ποσότητα και ποιότητα-ό,τι ηδύνατο εις την σκέψιν, εις την τέχνην, εις την επιστήμην, εις την πράξιν. Επάλαισεν εναντίον της προηγούμενης της Φεουδαλικής ιδεολογίας, ενίκησεν, εδημιούργησεν, εξετέλεσεν τον προορισμόν της-αρχίζει ν’ αποσυντίθεται και να βαίνει εις εξαφάνισιν.

Τοιούτος υπήρξε πάντοτε ο ρυθμός της ιστορίας. Μια τάξις, εκάστοτε εναλάσσουσα-οι βασιλείς, οι ευγενείς, οι αστοί-γεννάται, παλαίει, νικά, δημιουργεί, και εξαφανίζεται. Και άλλη τάξις την διαδέχεται, διαγράφουσα και αυτή, εις την πάροδον των αιώνων, την ιδίαν μοιραίαν τροχιάν.

Ζώμεν, ακλονήτως πιστεύω, το τέλος μιας κοινωνικής τάξεως, της αστικής.

ΙΙ- Ποία τάξις θα την διαδεχθή; Η τάξις των εργαζομένων-είτε εργάται είνε ούτοι, είτε αγρόται, είτε πνευματικοί παραγωγοί.

Η τάξις αύτη διήλθε προς ενός ήδη αιώνος, το πρώτον στάδιον της πορείας της, καθ’ ό προσεπάθει να εξεγείρη τις τας τάξεις των αστών το αίσθημα της φιλανθρωπίας και δικαιοσύνης, υπέρ των πεινώντων και αδικουμένων και ικέτευεν εξ ονόματος υψηλών ηθικών αρχών, να βελτιωθούν οι όροι της ζωής.

Ταχέως όμως σαφώς αντελήφθη ότι η πάλη των τάξεων είνε νόμος ιστορικός, αναπόφευκτος και όπως τα άτομα ούτω και οι λαοί, ούτω και αι κοινωνικαί τάξεις, διατρέχουν μοιραίως τα στάδια της γεννήσεως, της ακμής και της φθοράς.

Ουδεμία τάξις έμενε δια παντός εις την εξουσίαν. Η αστική τάξις θ’ ακολουθήση και αυτή, τον απαράγραπτον φυσιολογικόν νόμον και τότε η τάξις των εργαζομένων μοιραίως θα την διαδεχθή.

Η επίγνωσις αύτη κατέστη η αφετηρία μιας νέας όλως βαθυτέρας, αντιλήψεως των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της τάξεως των εργαζομένων. Αντελήφθη δια πρώτην φοράν ότι χρέος έχει να οργανωθεί, να μορφωθή, να διατυπώση ωρισμένον πρόγραμμα, αφού είνε κεκλημένη, από ιστορικήν ανάγκην αργά ή γρήγορα να διαδεχθή την άρχουσαν σήμερον αστικήν τάξιν.

Τοιουτοτρόπως συγάσσονται, συνειδητά πλέον, αναγκασμέναι από τον ιστορικόν ρυθμόν, τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα.

Τον ρυθμόν τούτον επετάχυνεν απροσδοκήτως ο εκραγείς παγκόσμιος πόλεμος. Ο πόλεμος ούτος μετέβαλε την ψυχικήν ατμόσφαιραν του κόσμου ότι θ’ απήτει γενεά ολόκληρος δια να γίνη καταληπτόν έπειτα από την φοβεράν ταύτην δοκιμασίαν της ανθρωπότητος, αμέσως όχι μόνον γίνεται ιδέα αντιληπτή, αλλά και αγωνίζεται να μετουσιωθή εις πράξιν.

Η ψυχική αύτη μεταπολεμική αγωνία η οξεία συναίσθησις πως είνε ανάγκη πλέον να εξευρεθή μια λύτρωσις από την οικονομικήν αυτήν κοινωνικήν πολιτικήν και πνευματικήν αθλιότητα, αποτελεί σήμερον την Μεγάλην παγκόσμιον Πραγματικότητα.

ΙΙΙ- Απέναντι της Μεγάλης ταύτης παγκοσμίου Πραγματικότητος, έχομεν την Μικράν πραγματικότητα την καθαρώς τοπικήν της Ελλάδος.

Ποία είνε η Ελληνική αύτη πραγματικότης και ποία κατ’ ανάγκην ανακύπτει η σχέσις μεταξύ της Μεγάλης και της Μικράς Πραγματικότητας;

Μόνον εάν σαφώς απαντήσωμεν εις το ερώτημα τούτο θα ημπορέσωμεν ν’ αντιληφθώμεν το σύγχρονον ημών χρέος ως Ελλήνων και ως ανθρώπων.

Εις την Ελλάδα δεν υπάρχει ακόμη εις τόσην οξύτητα και έντασιν όσον εις άλλους βιομηχανικώς ή πνευματικώς περισσότερον προηγουμένας χώρας, η σαφής διαγραφή της πάλης των τάξεων. Εν τούτοις, σήμερον, με τα μέσα της συγκοινωνίας, με τα βιβλία, με τας εφημερίδας, με τας διαλέξεις, με την εργατικήν παγκόσμιον αλληλεγγύην, με την φοβεράν και γονιμωτάτην πείραν του μακροχρονίου πολέμου, μία Ιδέα δεν δύναται να εντοπισθή εις μίαν χώραν, αλλά υπερπηδά ταχύτατα τα σύνορα και διατρέχει όλην την γην.

Δια τούτο, είτε θέλομεν είτε μη, είτε είμεθα ώριμοι είτε μη, η παγκόσμιος αύτη Ιδέα, η οποία εις πολλάς ήδη χώρας ήρχισε να μεταβάλλεται εις τεραστίαν δύναμιν-θα παρασύρη και την Ελλάδα, χωρίς να την περιμένει να ωριμάση Βιομηχανικώς ή πνευματικώς. Η μικρά τοπική πραγματικότης θα παρασυρθή από την Μεγάλην.

Ποίον λοιπόν είναι το χρέος μας; Πιστεύω βαθύτατα ότι το χρέος των δυνάμενων να έχωσιν επίδρασιν εις τον τόπον μας, είτε επί του πεδίου της σκέψεως είτε επί του πεδίου της δράσεως είναι τούτο:

Να προσαρμόσωμεν την μικράν μας Πραγματικότητα εις την Μεγάλην. Πώς; Μορφώνοντες, φωτίζοντες τον λαόν, τονώνοντες τας ανωτέρας ηθικάς Αρχάς που απομένουν ακόμη, καταδεικνύοντες όχι μόνον πλέον τα δικαιώματα, αλλά και τας υποχρεώσεις άς έχει μία τάξις ήτις μέλλει ν’ αναλάβη ευθύνας.

Μόνον εάν τοιουτοτρόπως προπαρασκευάσωμεν τον λαόν, θα είμεθα εις θέσιν, όταν θα έλθη η μοιραία κρίσιμος στιγμή, να προσαρμόσωμεν την σημερινήν παγκόσμιον ορμήν προς αναδημιουργίαν με τας ιδιαιτέρας συνθήκας του τόπου μας, με την ειδικήν ψυχολογίαν της ιστορίας και του λαού μας.

Ο αγών, όπως τον αντιλαμβάνωμαι, δεν είναι απλώς οικονομικός. Η οικονομική χειραφέτησις είναι μόνον μέσον προς ψυχικήν και πνευματικήν χειραφέτησιν του ανθρώπου. Δεν ζητούμεν ν’ ανατρέψωμεν την θρησκείαν, την οικογένειαν, την Πατρίδα, αλλά να δώσωμεν ανώτερον, βαθύτερον περιεχόμενον εις την θρησκείαν, εις την οικογένειαν, εις την Πατρίδα.

Ολοι, όσοι πονούμεν τον άνθρωπον, έχομεν χρέος α) να μην ανεχώμεθα πλέον την αδικίαν και την ανηθικότητα της συγχρόνου κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής β) να διασώσωμεν και να τονίσωμεν το δικαίωμα, το οποίον έχει ο λαός να θέλη να βελτιώση την θέσιν του. Και όχι μόνον το δικαίωμα αλλά και την δύναμιν να υψώση το επίπεδον της όλης ζωής του.

Σκοπός μας είναι να δημιουργήσωμεν μίαν ανωτέραν ηθικήν, να φέρωμεν δικαιοσύνην εις τον κόσμον, να δώσωμεν βαθυτέραν έννοιαν εις την αρετήν, εις την τιμήν, εις την ανθρωπότητα.

Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ


Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

August Landmesser: Η δύναμη της αντίστασης

922826_10201042509283325_19965680_n
Η φωτογραφία τραβήχτηκε στο Αμβούργο,στις 13 Ιουνίου 1936, κατά την διάρκεια των εορταστικών εκδηλώσεων για την καθέλκυση του πολεμικού εκπαιδευτικού πλοίου «Horst Wessel», παρουσία αξιωματούχων του Ναζιστικού Κόμματος (NSDAP).
Μέσα στον συνωστισμό του ναζιστόπληκτου πλήθους διακρίνεται κάποιος  με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος του να αρνείται να αποδώσει τον ναζιστικό χαιρετισμό.
august-landmesser-no-salute
Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο August Landmesser σε ηλικία 26 ετών το 1936 ήταν ένας απλός εργάτης των ναυπηγείων  Blohm + Voss του  Αμβούργου.
Το 1933 ο ναζιστικός χαιρετισμός είχε καταστεί υποχρεωτικός για όλους τους δημοσίους υπαλλήλους ,από τον υπουργό Εσωτερικών του τρίτου Ράιχ Wilhelm Frick, και υποδήλωνε την λατρεία προς το πρόσωπο του ΧίτλερΕιδικά δικαστήρια είχαν ιδρυθεί για την τιμωρία  εκείνων  που αρνιόταν  να χαιρετούν  με αυτόν τον τρόπο.
Ο August Landmesser ήταν μέλος του Ναζιστικού Κόμματος απο το 1931 εως το 1935 ώσπου εκδιώχθηκε από το κόμμα λόγο της εβραϊκής καταγωγής της αρραβωνιαστικιάς του Irma Eckler. Η πρώτη τους κόρη Ingrid γεννήθηκε την 29η Οκτωβρίου 1935, το 1937 υπό την  απειλή τον ναζιστικών ρατσιστικών νόμων, καθώς το ζευγάρι περίμενε το δεύτερο τους παιδί , προσπάθησε χωρίς επιτυχία να διαφύγει στη Δανία ,το ζευγάρι συνελήφθη από την γκεστάπο και  δεν κατάφερε τελικά να επιβιώσει από της απηνής διώξεις.
Το 1938 ο Landmesser κατηγορήθηκε για «φυλετική ντροπή» και καταδικάστηκε σε δυόμισι χρόνια εγκλεισμού  σε στρατόπεδο εργασίας. Η σύζυγος του Irma Eckler συνελήφθη από την γκεστάμπο  και κρατήθηκε στις φυλακές όπου γέννησε την δεύτερη κόρη τους Irene. Πιστεύεται ότι μεταφέρθηκε στο κέντρο ευθανασίας Bernburg το Φεβρουάριο του 1942, όπου ήταν μεταξύ των 14.000 που θανατώθηκαν. Από καθαρή τύχη, ένα από τα παιδιά τους η Irene, αναγνώρισε τον πατέρα της σε αυτή τη φωτογραφία όταν δημοσιεύθηκε σε γερμανική εφημερίδα το 1991.
august-landmesser-uniform
august-landmesser-irma-kids
Landmesser family
Σήμερα η χρήση του ναζιστικού χαιρετισμού αποτελεί ποινικό αδίκημα στη Γερμανία, την Αυστρία, τις Κάτω Χώρες και την Τσεχική Δημοκρατία.
"Σαν είναι ο τράγος δυνατός δεν τόνε στένει η μάντρα,
 ο άντρας κάνει τη γενιά κι όχι η γενιά τον άντρα"

ΠΗΓΕΣ & ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ  

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Γιατί ο Μπόρχες μισούσε το ποδόσφαιρο;

borhes

Με την πρώτη ματιά, η εχθρότητα του Αργεντίνου συγγραφέα απέναντι στην “στρογγυλή θεά” φαίνεται να προσομοιάζει στην στάση του σημερινού τυπικού ατόμου που μισεί το ποδόσφαιρο, και του οποίου βαριεστημένες ειρωνείες επαναλαμβάνονται σαν ρεφρέν: “το ποδόσφαιρο είναι βαρετό”, “υπάρχουν τόσες ισοπαλίες”, δεν αντέχω τους ψεύτικους τραυματισμούς”.

Και είναι αλήθεια: ο Μπόρχες αποκαλούσε το ποδόσφαιρο “αισθητικά άσχημο” ή ότι “είναι ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της Αγγλίας”. Μάλιστα, προγραμμάτισε μια από τις διαλέξεις του την ίδια ώρα με τον πρώτο αγώνα της Αργεντινής στο παγκόσμιο κύπελλο του 1978.

Αλλά η απέχθεια του για το σπορ προερχόταν από κάτι πολύ πιο ενοχλητικό από την αισθητική. Το πρόβλημα του ήταν η οπαδική κουλτούρα, την οποία συνέδεε με εκείνο το είδος τυφλής μαζικής υποστήριξης που στερέωσε στην εξουσία τους ηγέτες των πιο τρομακτικών πολιτικών του 20ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, είδε να αναδύονται στην πολιτική σφαίρα της Αργεντινής στοιχεία φασισμού, Περονισμού ακόμα και αντισημιτισμού, οπότε γίνεται κατανοητή η έντονη καχυποψία του για τη σχέση μαζικών πολιτικών κινημάτων και μαζικής κουλτούρας -το απόγειο της οποίας είναι στην Αργεντινή το ποδόσφαιρο.

“Στο ποδόσφαιρο υπάρχει η ιδέα της υπεροχής, της ισχύς, που μου φαίνεται αποκρουστική”, γράφει. Ο Μπόρχες εναντιώθηκε στον δογματισμό κάθε μορφής, οπότε ήταν καχύποπτος με την ανεπιφύλακτη αφοσίωση των συμπατριωτών του σε οποιοδήποτε δόγμα ή θρησκεία -ακόμα και στην αγαπημένη τους εθνική ομάδα.

Το ποδόσφαιρο είναι αναπόφευκτα συνδεδεμένο με τον εθνικισμό, ένας άλλος λόγος για τον οποίο εναντιώνεται οΜπόρχες. Ο εθνικισμός επιτρέπει μόνο την επιβεβαίωση και όποια θεωρία αποκλείει την αμφισβήτηση, την άρνηση, είναι μια μορφή φανατισμού και βλακείας , λέει. “Οι εθνικές ομάδες γεννούν το εθνικιστικό αίσθημα, δημιουργώντας την δυνατότητα σε μια ανήθικη κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει έναν αστέρα του ποδοσφαίρου ως χαλινάρι για να νομιμοποιηθεί η ίδια.”

Στην πραγματικότητα, αυτό ακριβώς συνέβη με έναν από τους πιο μεγάλους παίχτες των εποχών, τον Πελέ. “Αν και η κυβέρνηση [της Βραζιλίας] συγκέντρωνε πολλούς εναντίον της, προωθούσε με επιτυχία μεγάλες γιαγαντοαφίσες με τον Πελέ να σκοράρει και το σύνθημα “αυτή τη χώρα δεν μπορεί να την σταματήσει κανείς”, γράφει ο Dave Zirin στο καινούριο του βιβλίο Brazil’s Dance with the Devil. Οι κυβερνήσεις όπως η Βραζιλιάνικη στρατιωτική δικτατορία κατά τη διάρκεια της οποίας ο Πελέ ήταν ενεργός παίχτης, εκμεταλλεύονται το δεσμό των οπαδών με τις εθνικές ομάδες για να πάρουν την κοινωνική αποδοχή και αυτό είναι που ο Borges που φοβόταν για το ποδόσφαιρο.
jorge-luis-borges
Η μικρή ιστορία του “Esse Est Percipi” εξηγεί το μίσος του για το ποδόσφαιρο. Στα μισά της ιστορίας, αποκαλύπτεται ότι το ποδόσφαιρο στην Αργεντινή έχει σταματήσει να είναι άθλημα αλλά έχει μπει στο χώρο του θεάματος. Στο φανταστικό του σύμπαν, η προσομοίωση είναι το παν: η παρουσίαση του αθλήματος έχει αντικαταστήσει το πραγματικό άθλημα.

“Αυτά [τα αθλήματα] δεν υπάρχουν έξω από την στούντιο μαγνητοσκόπησης τους και τα γραφεία τύπου”, δηλώνει ο πρόεδρος μιας ομάδας. Το ποδόσφαιρο εμπνέει έναν τόσο μεγάλο φανατισμό που οι οπαδοί παρακολουθούν μη πραγματικά παιχνίδια στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο χωρίς να αναρωτιούνται για το οτιδήποτε.

Αυτή η ιστορία προέρχεται από την μη ανοχή του Borges στα μαζικά κινήματα: στο “Esse Est Percipi” κατηγορεί έντονα τα ΜΜΕ για συνεργία στην δημιουργία μιας μαζικής κουλτούρας που δοξάζει το ποδόσφαιρο και σαν αποτέλεσμα αφήνεται στην δημαγωγία και την εκμετάλλευση. Σύμφωνα με τον Borges, οι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να ανήκουν σε ένα μεγάλο οικουμενικό σχέδιο, κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό τους. Οι χαρακτήρες στα κείμενα του συχνά παλεύουν με αυτήν την επιθυμία και στρέφονται σε ιδεολογίες ή κινήματα με καταστροφικά αποτελέσματα: ο αφηγητής της ιστορίας “Deutsches Requiem” γίνεται Ναζί, ενώ στο “The Lottery in Babylon” και το “The Congress” μικρές, φαινομενικά αβλαβείς οργανώσεις μετατρέπονται σε τεράστιους, αυταρχικούς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς που καίνε βιβλία ή επιβάλουν σωματικά βασανιστήρια.

Θέλουμε να είμαστε κομμάτι σε ένα μεγαλύτερο σύνολο, τόσο πολύ που εθελοτυφλούμε απέναντι στα λάθη που αναπτύσσονται σε αυτά τα μεγαλεπίβολα σχέδια -ή στα λάθη που είναι εγγεγραμμένα σε αυτά εξαρχής. Τέλος, όπως μας θυμίζει και ο αφηγητής του “The Congress” , η γοητεία αυτών των μεγάλων πλάνων παραείναι φανερή:“αυτό που έχει σημασία είναι να νιώθει κανείς ότι το σχέδιο μας, για το οποίο αστειευόμαστε συχνά, υπάρχει κάπου μυστικά και συγκροτεί τον κόσμο και τον εαυτό μας”.

Αυτή η τελευταία φράση θα μπορούσε να περιγράψει με ακρίβεια πως νιώθουν εκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη για το ποδόσφαιρο.


Ο γίγαντας του Κάρντιφ. Η απίστευτη φάρσα ενός άθεου σε ιερέα, που έγινε αξιοθέατο και επικερδής επιχείρηση στις ΗΠΑ.

Ο γίγαντας του Κάρντιφ. Η απίστευτη φάρσα ενός άθεου σε ιερέα, που έγινε αξιοθέατο και επικερδής επιχείρηση στις ΗΠΑ
Ο George Hull ήταν ένας άθεος καπνοπώλης. Μία μέρα του 1868 σε μια θρησκευτική συγκέντρωση Μεθοδιστών διαφώνησε έντονα με έναν ιερέα για ένα εδάφιο στη Βίβλο, που ανέφερε ότι κάποτε στη γη υπήρχαν γίγαντες.  Ο Hull προσπάθησε να τον πείσει ότι αυτό δεν είναι αλήθεια, αλλά ο ιερέας ήταν απόλυτος. Όταν γύρισε σπίτι του σκέφτηκε ένα τρόπο να εκδικηθεί τον παπά. Αποφάσισε να
κατασκευάσει ένα τεράστιο άγαλμα ύψους τριών μέτρων και να το παρουσιάσει σαν έναν αληθινό απολιθωμένο γίγαντα. Cardiff_giant_c _1869
Πήρε ένα τεράστιο κομμάτι γύψου και ανέθεσε σε έναν τεχνίτη να το λαξεύσει. Στη συνέχεια το έτριψαν με οξύ και άμμο και το «ταλαιπώρησαν » για να φαίνεται παλιό και φθαρμένο. Για καλή τους τύχη το άγαλμα διαβρώθηκε σε σημεία και έδειχνε σαν απολιθωμένος γίγαντας με φλέβες. Το έθαψαν στο αγρόκτημα του ξαδέρφου του στο Κάρντιφ της Νέας Υόρκης. Μετά από ένα χρόνο κάλεσε δυό εργάτες για να ανοίξουν ένα πηγάδι. Ο Hull τους υπέδειξε το σημείο που ήθελε και οι εργάτες » τυχαία » έπεσαν πάνω στο άγαλμα. Η ανακάλυψη προκάλεσε αίσθηση.
Cardiff_giant _1869
Στη συνέχεια ο Hull έστησε μια σκηνή, τοποθέτησε εκεί το άγαλμα και άρχισε να κόβει εισιτήρια για όσους ήθελαν να το δουν από κοντά. Από τα κέρδη έδινε ένα ποσοστό στους δύο συνεργούς του, τον τεχνίτη και τον ξάδερφο με το κτήμα. Ειδικοί αλλά και απλός κόσμος πήγαιναν να δουν τον γίγαντα. Οι επιστήμονες απεφάνθησαν ότι δεν πρόκειται για πετρωμένο γίγαντα, δηλαδή για απολίθωμα , αλλά μάλλον για κάποιο αρχαίο άγαλμα, ο κόσμος δεν έδινε σημασία στις ανακοινώσεις και πλήρωνε το εισιτήριο για να το δει από κοντά σαν να είχε πάθει ομαδική παράκρουση. Ο Hull πούλησε το άγαλμα για 23.000 δολάρια σε έναν επιχειρηματία από το Συρακιούζ που είχε και αυτός σκοπό να το εκθέσει στο κοινό. Κάποια στιγμή όμως η φάρσα αποκαλύφθηκε όταν κάποιος ειδικός μετά από σχολαστική εξέταση διαπίστωσε ότι υπήρχαν φρέσκα σημάδια από εργαλεία.
Cardiff_giant_b _1869
 Ο Hull παραμέφθηκε σε δίκη, αλλά τελικά αθωώθηκε και ο κόσμος διχάστηκε. Αργότερα προσπάθησε να επαναλάβει την απάτη στο Κολοράντο και τελικά λόγω άστοχων ενεργειών κατέληξε πάμπτωχος. Πέρασε όμως στην ιστορία για την ευφάνταστη φάρσα του που έκανε τους θρησκόληπτους να τον καταριούνται.
Σήμερα το άγαλμα βρίσκεται στο Μουσείο του Αγρότη στο Κούπερσταουν και αποτελεί μια ακόμη απόδειξη ότι οι άνθρωποι πάντα γοητεύονται από τα μυστήρια και τους θρύλους.

 mixantouxronou.gr

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Λόρενς Φερλινγκέτι, Ο κόσμος είναι ενα ωραίο μέρος για να γεννηθείτε.


"Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος
για να γεννηθείτε
αν δεν σας νοιάζει που η ευτυχία
δεν είναι πάντα
και τόσο διασκεδαστική
αν δεν σας νοιάζει μια δόση κόλασης
που και που
όταν όλα πάνε καλά
γιατί ακόμα και στον παράδεισο
δεν τραγουδούν
όλη την ώρα

Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος
για να γεννηθείτε
αν δεν σας νοιάζει που μερικοί άνθρωποι πεθαίνουν
όλη την ώρα
ή έστω απλώς λιμοκτονούν
κάποιες ώρες
στο κάτω κάτω δεν πειράζει
αφού δεν είστε εσείς

Α, ο κόσμος είναι ωραίο μέρος
για να γεννηθείτε
αν δεν σας πολυνοιάζουν
λίγα ψόφια μυαλά
στις ψηλότερες θέσεις
ή μια δυο βόμβες
που και που
στα ανεστραμμένα σας πρόσωπα
ή άλλες τέτοιες απρέπειες
απ’ τις οποίες μαστίζεται η κοινωνία μας
με τους διακεκριμένους άνδρες της
και τους κληρικούς της
και τους λοιπούς αστυφύλακες
και τις διάφορες φυλετικές διακρίσεις της
και τις κοινοβουλευτικές ανακρίσεις της
και τις άλλες δυσκοιλιότητες
που η τρελή μας σάρκα
θα κληρονομήσει..."

Lawrence Ferlinghetti



Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Έλληνες Αναρχικοί στον Ισπανικό Εμφύλιο


Σπάνιο φωτογραφικό ντοκουμέντο από τον Ισπανικό εμφύλιο, στο οποίο αποδεικνύεται η ύπαρξη Ελλήνων μαχητών στις γραμμές των Ισπανών Αναρχικών.

Η συγκεκριμένη φωτογραφία, απεικονίζει Ισπανούς και Έλληνες Αναρχικούς, από την Πάτρα, οι οποίοι πολέμησαν στο πλευρό της Ταξιαρχίας του μεγάλου Ισπανού Αναρχικού Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι, στα περίχωρα της Καταλονίας.
Πίσω από την ομάδα των Αναρχικών διακρίνεται ένα θωρακισμένο φορτηγό που κατασκεύασε ο πατρινός αναρχικός Νότης Παπαζαχαρόπουλος, καθιστός δεύτερος από δεξιά, οποίος ήταν σιδηρουργός στο επάγγελμα και εργάζονταν την δεκαετία του 30 στο Λιμάνι της Πάτρας, μέχρι που άκουσε τις “σειρήνες” της επανάστασης στην Ισπανία και αποφάσισε να συνδέσει τη τυχη του με τα όνειρα των Ισπανών συντρόφων του.

Ο αδελφός του Νότη, Μπάμπης Παπαζαχαρόπουλος από τον Αϊ Γιώργη Λάγγουρα Πατρών, πέθανε στα τέλη της δεκαετίας του 80 στην γενέτειρα του, σε βαθιά γεράματα. Αναρχικός και ο ίδιος, είχε ενταχθεί στης γραμμές του ΚΚΕ όπου πολέμησε στις τάξεις του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο τους Ναζί κατακτητές αλλά και στον εμφύλιο τους δοσίλογους και Ταγματασφαλίτες που είχαν συνεργαστεί συνειδητά με τον Γερμανό κατακτητή.

Μακρονησιώτης και σεμνός αγωνιστής ο Μπάμπης Παπαζαχαρόπουλος όπως θυμούνται οι παλιοί Πατρινοί πάντα τιμούσε την μνήμη του αδελφού του οποίος άφησε την τελευταία του πνοή στην μεγάλη μάχη της Μαδρίτης, όπου οι Αναρχικοί αγωνιστές απέκρουσαν με ηρωισμό τα φασιστικά και ναζιστικά τάγματα του υμνητή του σφαγέα της Ευρώπης Χίτλερ, Στρατηγού Φράνκο.

Η συγκεκριμένη φωτογραφία αποδεικνύει την ύπαρξη Ελλήνων Αναρχικών, ανάμεσα στους μαχητές της CNT, καθώς στην κορυφή του θωρακισμένου φορτηγού διακρίνεται καθαρά η Ελληνική σημαία και δίπλα η κοκκινόμαυρη της CNT.

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Οι μάγκες δεν καταναλώνουν, ούτε κατ...αναλώνονται.

Οι μάγκες δεν καταναλώνουν, ούτε κατ...αναλώνονται. Του Γιάννη Μακριδάκη

Τρέχα γύρευε τι μπορεί να νιώσει ένας «καταναλωτής» σαν ακούει τούτο το υπέροχο ρεμπέτικο του Γιοβάν Τσαούς. Η μαγκιά είναι γνώρισμα ανθρώπου ψυχωμένου, αξιοπρεπούς, όχι ευτελούς καταναλωτή...

Από καιρού εις καιρό με πιάνει μια νοσταλγία να ακούω κάποια τραγούδια. Έβαλα λοιπόν το "πέντε μάγκες στον Περαία" και όσην ώρα έπαιζε αυτό το μοναδικό ρεμπέτικο, είπα να ξαναδιαβάσω τον σύντομο βίο του καλλιτέχνη που το έγραψε, του Γιοβάν Τσαούς του ανεπανάληπτου, που ήξερε όλους τους μουσικούς δρόμους και είχε στο μπουζούκι του ταστιέρα από κανονάκι, έτσι που κανείς, ούτε ο Μάρκος δεν μπορούσε να παίξει με αυτό.



Έπαιζε και έγραφε για το κέφι του και δεν τραγουδούσε επαγγελματικά, έτσι αναφέρει η Βικιπαίδεια και συνεχίζει ο βιογράφος: Πέθανε το 1942 από δηλητηρίαση (κατανάλωσαν με τη σύζυγό του ακατάλληλη τροφή, λόγω της πείνας στη γερμανική κατοχή).

Μέσα σε αυτή την παράγραφο υπάρχει όλο το ζουμί της ζωής, καλλιτεχνικής και ανθρώπινης και δεν είναι άλλο από τον αυθορμητισμό και την αξιοπρέπεια.

Η πραγματική τέχνη βγαίνει αυθόρμητα, από ανθρώπους με πάθος, ανθρώπους που ενθουσιάζονται, που έχουν τον Θεό μέσα τους δηλαδή, που δεν μπορούν να αυτολογοκριθούν, θα σκάσουν αν δεν εκφραστούν, δεν έχουν δεύτερες και τρίτες κλπ σκέψεις που τους δημιουργούν αναστολές, δεν τους ενδιαφέρει να είναι αρεστοί στα κυκλώματα και στην πλειονότητα των ανθρώπων, πόσω μάλλον στην "εξουσία" (!!!), δεν κάνουν εκπτώσεις αξιοπρέπειας διότι δεν έχουν καμίαν απολύτως ανάγκη την μικρότητα των ανθρώπων οι πραγματικοί καλλιτέχνες αφού ζουν σε άλλα επίπεδα, μακριά από τις ευτέλειες της ανθρώπινης ψυχής και πλάι στο μεγαλείο της, έτσι κάνουν τέχνη κάθε στιγμή διότι τέχνη είναι η ζωή η ίδια.

Κι έτσι οι επόμενοι από αυτούς άνθρωποι, οι απαλλαγμένοι από την εγωιστική μικρότητα και την ζηλοφθονία του ανταγωνισμού, πάντα τους θαυμάζουν, τους εξυμνούν, αναφέρουν ως κάτι άξιο λόγου ότι αυτοί δεν μετείχαν στα κυκλώματα ή ότι ζούσαν με τον τάδε ή τον δείνα ασυνήθιστο για τους πολλούς τρόπο ή ότι ήταν άνθρωποι που πράγματι έκαναν πράξη τα όσα πρέσβευαν, δεν ήταν ανακόλουθοι έργων και λόγων και, κυρίως, ότι έμειναν αξιοπρεπείς και αλώβητοι από το σύστημα μέχρι το βιολογικό τους τέλος, το οποίον βεβαίως, όσο περισσότερο αργήσει, όσο μεγαλύτερη δηλαδή σε διάρκεια είναι η βιολογική ζωή του καλλιτέχνη, τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος να τον κατανικήσει ο ανθρώπινος μικρός αδύναμος εαυτός του και να τον κάνει να ενδώσει σε τιμές, σε θέσεις, σε συναναστροφές και σε άλλες ανούσιες ευτέλειες. Όσο πιο μακράς διαρκείας είναι η βιολογική ζωή, τόσο πιο μεγάλο είναι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο καλλιτέχνης βρίσκεται αντιμέτωπος με την ανθρώπινη φύση του, με τον εαυτό του και με τις σειρήνες της κολακείας (βραβεία, θέσεις κλπ) του συστήματος, που μόνον έχουν στόχο να τον κατεβάσουν στο επίπεδο των συγχρόνων του, να τον κάνουν όμοιόν τους, να τον ευτελίσουν, τόσο πιο πολλές είναι και οι πιθανότητες να ενδώσει αυτός, τόσο πιο ισχυρή, ατσαλένια θέληση, τόσο πιο συνειδητή, βαθιά ριζωμένη και απόλυτα τεκμηριωμένη στάση ζωής χρειάζεται να έχει για να παραμείνει στο ύψος του, να μην αυτοεξευτελιστεί αποδεχόμενος τον δήθεν θαυμασμό των ανθρώπων γύρω του.

Αυτό είναι το ένα που ένιωσα όταν για άλλη μια φορά διάβασα το βιογραφικό ενός "πρόωρα χαμένου καλλιτέχνη" ο οποίος δεν ήταν εντός των κυκλωμάτων της εποχής του.

Το δεύτερο έχει να κάνει με τον απόλυτο εξευτελισμό των σύγχρονων ανθρώπων, οι οποίοι εντελώς αυθόρμητα γράφουν ή λένε, και ως να μη συμβαίνει τίποτε διαβάζουν ή ακούν ότι ο τάδε άνθρωπος πέθανε από δηλητηρίαση επειδή κατανάλωσε ακατάλληλη τροφή. Οι άνθρωποι πια δεν λένε "τρώω" ή "πίνω" αλλά λένε "καταναλώνω". Όλες οι φυσικές πράξεις και λειτουργίες που κρατούν στη ζωή ένα φυσικό πλάσμα άνθρωπο, έχουν αντικατασταθεί από τον όρο κατανάλωση, λες και είναι ο άνθρωπος πλέον μηχάνημα. Εκεί έχει κατατάξει το είναι του, τον εαυτό και τη ζωή του ο άνθρωπος, στην κατηγορία του μηχανήματος και το έχει αποδεχτεί αυτό χωρίς ούτε καν να του κάνει εντύπωση πια, χωρίς ούτε στιγμή να το σκέφτεται ως κάτι παράδοξο. Αυτή είναι η μέγιστη ύβρις και ο μέγιστος εξευτελισμός της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αποδοχή της πλήρους μετάλλαξης του ανθρώπου σε γρανάζι του συστήματος που απομυζεί το οικοσύστημα καταναλώνοντας τους φυσικούς του πόρους αναίσχυντα. Αυτός είναι ο αναίσχυντος σύγχρονος άνθρωπος - καταναλωτής, ο ταυτισμένος με την χυδαιότητα.

Προσωπικά σιχαίνομαι τους ανυποψίαστους πολιτισμένους καταναλωτές διότι είναι κατ' εξακολούθησιν και καθ' έξιν χυδαίοι εγκληματίες στην καθημερινότητά τους αφού ζουν καταναλώνοντας, σκοτώνοντας δηλαδή, αφανίζοντας κάθε άλλη μορφή ζωής στο πέρασμά τους με τη δική τους ζωή όλοι μαζί ως ερπυστριοφόρο ανάλγητο σύστημα πάνω από τον πλανήτη.
Και μόνον οι όροι, οι λέξεις "κατανάλωση" και "καταναλωτής" μού φέρνουν αναγούλα. Παλαιότερα μου έφερναν οργή και μίσος αλλά τώρα έχω πλέον ηρεμήσει, έχω πεισθεί ότι ο καθένας πληρώνει τις επιλογές του την τελευταία του ώρα, ανάλογα με το αν φρόντισε να ζήσει = οδεύσει προς έναν θάνατο ζωογόνο ή στείρο και έτσι έχω πλέον, όπως πολλάκις ανέφερα και εδώ, απόλυτη εμπιστοσύνη στο Χάος του σύμπαντος κόσμου.

Τρέχα γύρευε τι μπορεί να νιώσει ένας καταναλωτής σαν ακούει τούτο το υπέροχο ρεμπέτικο του Γιοβάν Τσαούς. Η μαγκιά είναι γνώρισμα ανθρώπου ψυχωμένου, αξιοπρεπούς, όχι ευτελούς καταναλωτή, τόσο γελοίου που γράφει και που διαβάζει, δίχως να νιώθει τι σημαίνουν οι λέξεις, ότι ο Γιοβάν Τσαούς κατανάλωσε ακατάλληλη τροφή...


πηγή

Οι ρίζες της σύγκρουσης Μαρξ- Μπακούνιν

PrintE-mail


Οι φιλοσοφικές ρίζες της σύγκρουσης Μαρξ και Μπακούνιν

"Αν και, δεν είμαι τόσο καλός μελετητής του Marx για να προσποιηθώ ότι κατέχω μια οριστική κρίση πάνω σε αυτόν. Η εντύπωσή μου, όσο αυτή αξίζει, είναι ότι ο πρώιμος Marx ήταν μια προσωπικότητα του όψιμου Διαφωτισμού, και ο μετέπειτα Marx ήταν ένας ιδιαίτερα αυταρχικός ακτιβιστής, και ένας κρίσιμος αναλυτής της κεφαλαιοκρατίας, που είχε λίγα να πει για τις σοσιαλιστικές εναλλακτικές λύσεις. Αλλά αυτά είναι εντυπώσεις." Noam Chomsky.
Η ΘΥΕΛΛΩΔΗΣ σχέση μεταξύ Marx και Bakunin είναι μια αρκετά γνωστή υπόθεση της ιστορίας του δυτικού σοσιαλισμού. Σαν συνιδρυτικά μέλη της Διεθνής Ένωσης των Εργαζομένων, φαίνονται να αφιερώνουν τόση ενέργεια ο ένας ενάντια του άλλου όση για τον κοινό εχθρό τους, το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, που κατέληξε στην επιτυχή εκστρατεία του Marx να αποβάλει τον Bakunin από την οργάνωση. Οι κατά περιόδους εγκάρδιες σχέσεις, εντούτοις υπέκρυπταν προσβλητικές αμοιβαίες αξιολογήσεις. Σύμφωνα με τον Marx, ο Bakunin ήταν "ένα άτομο απαλλαγμένο θεωρητικής γνώσης" και ήταν "στο στοιχείο του ως ραδιούργος", 1 ενώ ο Bakunin θεωρούσε ότι "... το ένστικτο της ελευθερίας λείπει σε αυτόν [ για τον Marx ] παραμένει από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, ένας εξουσιαστής".2
Για μερικούς, η ένταση της σύγκρουσης ήταν αινιγματική, δεδομένου ότι και οι δύο συγγραφείς φαίνονται να παλεύουν για τους ίδιους στόχους. Πεπεισμένοι ότι η κεφαλαιοκρατία υποστηρίζεται στην εκμετάλλευση των εργαζομένων από τους κεφαλαιοκράτες, αφιερώθηκαν εξίσου στην πάλη για μια σοσιαλιστική κοινωνία όπου οι οικονομικές τάξεις θα καταργούνταν και όλα τα άτομα θα είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν όλες τις δημιουργικές ικανότητές τους. Ως εκ τούτου, και οι δύο έβλεπαν τον σοσιαλισμό ως εξάλειψη του καταμερισμού εργασίας, ειδικά μεταξύ της διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, και μεταξύ των ανδρών και των γυναικών. Με άλλα λόγια, η διαδικασία της εργασίας επρόκειτο να μετασχηματιστεί έτσι ώστε όλοι οι εργαζόμενοι να έπαιρναν έναν ενεργό ρόλο στην οργάνωση, το σχέδιο και την εφαρμογή της. Επιπλέον, και οι δύο υποστήριξαν ότι οι καταπιεσμένοι πρέπει να ελευθερωθούν από μόνοι τους – και όχι να αναμείνουν για οποιεσδήποτε γενναιοδωρίες από τα μέλη της κυρίαρχης, κεφαλαιοκρατικής τάξης και για να ασφαλίσει την επιτυχία της, η επανάσταση πρέπει να λάβει μιας διεθνή διάσταση. Τέλος, συμφωνούσαν ότι το κράτος ήταν ένα όργανο ταξικής καταπίεσης, όχι κάποιο ουδέτερο όργανο που αντιπροσώπευσε δίκαια το συμφέροντα του καθενός, και σε τελική ανάλυση πρέπει να καταργηθεί. Η Κομμούνα το 1871 στο Παρίσι πρόσφερε, κατά την άποψή τους, ένα πρότυπο που πρέπει να μιμηθεί.
Εντούτοις, το βαθύτερο σημείο διαφωνίας τους στράφηκε στις συγκρουόμενες αναλύσεις τους για το κράτος. Ειδικότερα, ενώ ο Marx ο προέβλεπε ένα μεταβατικό στάδιο μεταξύ της κεφαλαιοκρατίας και μια πλήρως ώριμης κομμουνιστικής κοινωνίας, που περιλάμβανε ένα κράτος υπό την μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου (δηλ., ένα κράτος των εργαζομένων), ο Bakunin απέρριψε σθεναρά την καθιέρωση οποιουδήποτε είδους κράτους, συμπεριλαμβανομένου ενός κράτους των εργαζομένων. Στην πραγματικότητα, αυτή η απόρριψη είναι η αρχή καθορισμού της σχολής του αναρχισμού, ένας όρος που μεταφράζει κυριολεκτικά ως "καμία κυβέρνηση". Για τον Bakunin, η μόνη συνεπής, επαναστατική επιλογή ήταν να κινηθεί αμέσως προς μια πλήρως ώριμη κομμουνιστική κοινωνία που, και οι δύο συντάκτες συμφωνούσαν, ότι θα διακρινόταν από την απουσία ενός κράτους. Ως συνέπεια αυτής της διαφωνίας, ο Marx υποστήριξε τις προσπάθειες από τους ανεξάρτητα οργανωμένους εργαζομένους να ακολουθηθούν τα συμφέροντα της τάξης τους με τη πίεση για μεταρρυθμίσεις μέσα στο κράτος των αστών - παραδείγματος χάριν, για μια μείωση των ωρών της εργάσιμης ημέρας - υποστηρίζοντας ότι τέτοιες νίκες θα προωθούσαν τη ταξική συνείδηση, ενώ ο Bakunin αμφισβήτησε αυτήν την πρόταση λόγω του ότι οποιαδήποτε πολιτική παρέμβαση θα αποτελούσε μια διαστροφή του επαναστατικού κινήματος και αντ' αυτού υποστήριζε πλήρη αποχή από το αστικό πολιτικό σκηνικό. Η κατάλληλη μορφή μιας επαναστατικής οργάνωσης ήταν επίσης ένα σημείο της διαφωνίας. Ο Bakunin δημιούργησε ενθουσιωδώς μυστικές εταιρείες ως καταλύτες για μια επαναστατική άνοδο, ενώ ο Marx τις απέρριψε κατηγορηματικά. Τέλος, διαφοροποιούνταν για το ποιός θα είναι ο ρόλος των αγροτών σε ένα επαναστατικό κίνημα. Ο Bakunin υποστήριξε ότι μπορεί να διαδραματίσουν έναν κύριο ρόλο ενώ ο Marx υπέδειξε το προλεταριάτο ως αποκλειστικό, κορυφαίο επαναστατικό υποκείμενο.
Λόγω της υπεροχής των σημείων της συμφωνίας, μερικοί σχολιαστές έχουν προσφύγει στα ελαττώματα της προσωπικότητας για να αποτελέσουν την ατελεύτητη δυσαρμονία που μόλυνε τη σχέση τους. Παραδείγματος χάριν, ο Bakunin έχει κατηγορηθεί ότι ήταν και αντισημίτης και αντι-γερμανός, ενώ Marx έχει θεωρηθεί ότι έπασχε από μια ανίατη δόση άκαμπτου απολυταρχισμού. Μια πιο ελπιδοφόρος γραμμή εξήγησης των ασυμφιλίωτων διαφορών τους, εντούτοις, βρίσκεται σε μια έρευνα σχετικά με τα βαθιά διαφορετικά φιλοσοφικά πλαίσια που χρησίμεψαν ως τα σημεία αφετηρίας για τις αντίστοιχες πολιτικές αναλύσεις τους. Όπως θα παρουσιαστεί κατωτέρω, οι θεμελιώδεις έννοιές τους είναι τόσο ασυμβίβαστες που ακόμη και τα σημεία συμφωνίας τους καθίστανται πιο ψευδαισθητικά παρά ουσιαστικά.

Οι φιλοσοφικές θέσεις του Bakunin

Μερικές από τις σημαντικές φιλοσοφικές υποθέσεις του Bakunin που υιοθέτησε στην προσέγγισή του στην ανθρώπινη πραγματικότητα δανείστηκαν από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, ιδιαίτερα ο εμπειριστικός κλάδος αυτής της παράδοσης, έτσι μια κατάλληλη εκτίμηση για το πλαίσιό του απαιτεί μια συνοπτική εξόρμηση στις αρχές της.
Βεβαιώνοντας τη φαινομενική επιτυχία των φυσικών επιστημών με τέτοιους εξασκούντες όπως Γαλιλαίο και Newton, μεταξύ των άλλων, πολλοί φιλόσοφοι του Διαφωτισμού εμπνεύστηκαν για να μεταθέσουν και τη μέθοδο και τις καθοδηγητικές υποθέσεις των φυσικών επιστημών στην περιοχή της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αυτές οι δανεισμένες υποθέσεις περιέλαβαν την πεποίθηση ότι τα διαφορετικά είδη φυσικών αντικειμένων περιέχουν τη μοναδική και καθορισμένη σταθερή ουσία τους, τα αντικείμενα αλληλεπιδρούν το ένα με το άλλο σύμφωνα με τους αμετάβλητους μηχανικούς νόμους του αιτίου και του αιτιατού και μετά από την προσεκτική παρατήρηση των μεμονωμένων αλληλεπιδράσεων οι κατάλληλοι νόμοι μπορούν να προσδιοριστούν αποφασιστικά και να κωδικοποιηθούν. Συνεπώς, η υπόθεση υιοθετήθηκε ευρέως από τα μέλη του Διαφωτισμού ότι οι άνθρωποι είναι εξ ολοκλήρου φυσικά πλάσματα σύμφωνα με τις γραμμές άλλων φυσικών ειδών και ενσωματώνουν αναλόγως μια μοναδική και μόνιμη ουσία και εκθέτουν τη συμπεριφορά που καθορίζεται εξ ολοκλήρου από τις φυσικές αιτίες. Αυτή η προσέγγιση τονίστηκε κατόπιν της δημοφιλούς προσφυγής στην έννοια "της φυσικής κατάστασης ". Ως μια κατάσταση που είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά προηγούνταν του σχηματισμού των οργανωμένων κοινωνιών, ισχυρίζονταν ότι προσφέρει μια αναλαμπή στην ανθρώπινη φύση στη καθαρώς "φυσική" κατάσταση του προ των αλλαγών που ήρθαν ως αποτέλεσμα της επίδραση της κοινωνίας. Οι φιλόσοφοι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, που συνέπεσε με την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας, σχεδόν παγκοσμίως περιέγραψαν τον άνθρωπο ως ατομικιστικό, αυτόνομο και ανεξάρτητο σε ένα βαθμό που έτεινε έντονα να ακολουθήσει το δικό του συμφέρον, σύμφωνα με τους επικρατούντες κανόνες των αστών.
Ο Bakunin παρέκκλινε κάπως από αυτήν την φιλοσοφική παράδοση με το να απορρίψει την περιγραφή των ανθρώπων ως ουσιαστικά ατομικιστικά όντα. Παραδείγματος χάριν, χλεύασε τη σύλληψη της κοινωνίας ως δημιουργία των απομονωμένων, ανεξάρτητων ατόμων που συνέδραμαν ο ένας τον άλλο, ονομάζει αυτήν την έκδοση μια φιλοσοφική "μυθιστοριογραφία", και υποστήριξε αντ' αυτού, ότι οι άνθρωποι είναι φυσικώς κοινωνικοί και έζησαν πάντα σε κοινότητες. Αλλά προσυπέγραψε την άποψη ότι οι άνθρωποι πρέπει να θεωρηθούν στο ίδιο θεωρητικό πλάνο με άλλα φυσικά αντικείμενα και ότι συνεπώς η ανθρώπινη συμπεριφορά κυβερνιέται εξ ολοκλήρου από τους μηχανικούς, φυσικούς νόμους. 
Οι ακόλουθες αναφορές προσφέρουν ένα δείγμα αυτής της προοπτικής:
"Υπάρχουν πολλοί νόμοι που την κυβερνούν [ την κοινωνία ] χωρίς να της είναι γνωστοί, αλλά αυτοί είναι φυσικοί νόμοι, έμφυτοι στο κοινωνικό σώμα.... Αυτοί έχουν κυβερνήσει την ανθρώπινη κοινωνία από τη γέννησή της ανεξαρτήτως της σκέψης και της θέλησης των ατόμων που συνθέτουν την κοινωνία."3
"[ Οι φυσικοί νόμοι ]... αποτελούν την ύπαρξή μας, όλο το είναι μας, φυσικά, διανοητικά, και ηθικά: ζούμε, αναπνέουμε, ενεργούμε, σκεφτόμαστε, επιθυμούμε μόνο μέσω αυτών των νόμων."4
"Η ιστορία και οι στατιστικές αποδεικνύουν σε μας ότι το κοινωνικό σώμα, όπως οποιοδήποτε άλλο φυσικό σώμα, υπακούει κατά την έξελιξη και μετασχηματισμό του στους γενικούς νόμους που εμφανίζονται να είναι το ίδιο αναγκαίοι με τους νόμους του φυσικού κόσμου ."5
"Το άτομο δεν είναι τίποτα παρά φύση .... Η φύση τυλίγει, διαπερνά, αποτελεί ολόκληρη την ύπαρξη του ."6
Η ηθική του Bakunin σε πρώτη ματιά φαίνεται να είναι ένα λογικό πόρισμα από το γενικό φυσιοκρατικό πλαίσιό του εφ' όσον ταυτίζει ως ηθικά καλό ό,τι είναι φυσικό:
"Ο ηθικός νόμος... είναι όντως ένας πραγματικός νόμος... επειδή προέρχεται από την ίδια την φύση της ανθρώπινης κοινωνίας, η βάση της ρίζας του οποίου οφείλει να εντοπιστεί όχι στο Θεό αλλά στην ζωικότητα. "7
"Μιλώ για εκείνη την δικαιοσύνη που είναι βασισμένη απλώς στην ανθρώπινη συνείδηση, την δικαιοσύνη που θα ανακαλύψετε βαθιά στη συνείδηση κάθε ανθρώπου, ακόμη και η συνείδηση ενός παιδιού που μεταφράζεται σε απλή ισότητα."8
Με άλλα λόγια, η δικαιοσύνη είναι ένα φυσικό ανθρώπινο συναίσθημα που κατοικεί μόνιμα στη ανθρώπινη ύπαρξη.
Ο ορισμός του κακού από τον Bakunin , εντούτοις, δεν ήταν συνολικά συνεπής. Αφ' ενός, φαίνεται να ακολουθεί την εμπειριστική παράδοση με τον προσδιορισμό του ως κάτι που είναι επίσης φυσικό: "Ξέρουμε πολύ καλά, εν πάση περιπτώσει, ό,τι καλούμε καλό και κακό είναι πάντα, και το ένα και το άλλο, τα φυσικά αποτελέσματα των φυσικών αιτιών, και ότι συνεπώς το ένα είναι τόσο αναπόφευκτο όσο το άλλο ."9 αφ' ετέρου, ίσως επειδή το βρήκε πολιτικά συμφέρον, προσδιόρισε το κακό , και ως ένα μη φυσικό ένστικτο ή συναίσθημα, αλλά με αυτό που είναι "αφύσικο", με αυτόν τον τρόπο δημιουργώντας έναν δυϊστικό κόσμο που δεν κατέχεται εξ ολοκλήρου από τους φυσικούς νόμους. Ό,τι έμενε έξω από αυτούς τους νόμους ήταν αφύσικο, τεχνητό, μια περιοχή που θα μπορούσε συνεπώς να υπάρχει μόνο κατόπιν της σταθερής προσφυγής στην εξουσία και τον εξαναγκασμό: "Πρέπει να κάνουμε μια ευκρινή διάκριση μεταξύ των φυσικών νόμων και των αυταρχικών, αυθαίρετων, πολιτικών, θρησκευτικών, ποινικών, και αστικών δικαίων που οι προνομιούχες τάξεις έχουν καθιερώσει..."10
Ένα τελικό σημαντικό συστατικό του φιλοσοφικό οπλοστασίου του Bakunin είναι η έννοια της ελευθερίας . Θα δούμε ότι όταν ο Μαρξ και ο Μπακούνιν κάνουν αναφορά σε αυτόν τον όρο, έχουν κατά νου δύο εξ ολοκλήρου διαφορετικές έννοιες. Η κατανόηση του Bakunin αυτού του όρου περιέχει διάφορες σημαντικές απόψεις: Παραδείγματος χάριν, για τον Bakunin, αυτός που ενεργεί ελεύθερα , προ πάντων, ενεργεί "φυσικά" ή σύμφωνα με τις φυσικές παρορμήσεις του: "Η ελευθερία του ατόμου συνίσταται απλώς σε αυτό: ότι υπακούει τους φυσικούς νόμους επειδή ο ίδιος τους έχει αναγνωρίσει υπό αυτήν τη μορφή, και όχι επειδή έχουν επιβληθεί εξωτερικά επάνω σε αυτόν από μια εξωγενή θέληση, είτε θεία ή ανθρώπινη, συλλογική ή ατομική."11 Με άλλα λόγια, αυτός ο καθορισμός στηρίζεται στη σύλληψη των ανθρώπων ως φυσικών πλασμάτων που κυβερνώνται από φυσικούς νόμους. Το να ενεργείς φυσικά είναι απλά να είσαι αυθόρμητος, να είσαι "ο εαυτός σου": "Ακόμα μια φορά, η ζωή, όχι η επιστήμη, δημιουργεί τη ζωή η αυθόρμητη δράση των ίδιων των ανθρώπων είναι αυτό που μπορεί μόνο να δημιουργήσει την ελευθερία."12
Η ταύτιση της ελευθερίας με τον αυθορμητισμό ή την παρορμητική συμπεριφορά οδηγεί σε ένα δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ορισμού του Bakunin. Αναφέρεται σε μια σύλληψη της ελευθερίας που μπορεί να ασκηθεί από ένα μεμονωμένο άτομο, που απομονώνεται από μια ανθρώπινη κοινότητα. Κάποιος μπορεί να ενεργήσει αυθόρμητα εξ ολοκλήρου μόνος του , παραδείγματος χάριν, δεν απαιτείται μια ειδική, επίκτητη διανοητική ικανότητα. Συνεπώς, για τον Bakunin, η ελευθερία ήταν μια ιδιότητα των ατόμων, όχι των ανθρώπων αποτελώντας μια συλλογικότητα:
"Η ελευθερία... συνίσταται και για εμένα τον ίδιο, ως άτομο, να μην υπακούω σε κανένα άλλο άτομο και να ενεργώ μόνο κατά την δική μου κρίση."13
"Η ελευθερία είναι το απόλυτο δικαίωμα όλων των ενήλικων ανδρών και των γυναικών να μην δέχονται καμία κύρωση για τις ενέργειές τους εκτός από τη δική τους συνείδηση και το δικό τους σκοπό, να καθορίζουν τις ενέργειες τους μόνο στην δική τους ελεύθερη βούληση, και συνεπώς να είναι υπόλογοι στους εαυτούς τους πρώτα και κύρια, και έπειτα στην κοινωνία της οποίας είναι ένα μέρος, και μόνο εφ' όσον συγκατατίθενται ελεύθερα να είναι ένα μέρος της."14
Εντούτοις, επειδή θεωρούσε τους ανθρώπους εκ φύσεως κοινωνικούς, κατά περιόδους προσπάθησε να πάρει αυτήν την έννοια της ελευθερίας και να καταδείξει ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει με συνέπεια σε μια ανθρώπινη κοινότητα: 
"Είμαι φανατικός εραστής της ελευθερίας .... Δεν εννοώ εκείνη την επίσημη ελευθερία που διανέμεται, παραλείπεται, και ρυθμίζεται από το κράτος .... Ούτε εννοώ εκείνη την ατομική, εγωιστική βάση, και την ψευδή ελευθερία της σχολής του Jean Jacques Rousseau και κάθε άλλη σχολή του αστικού φιλελευθερισμού , η οποία θεωρεί τα δικαιώματα όλων, ότι αντιπροσωπεύονται από το κράτος, ως όριο των δικαιωμάτων του ατόμου .... Όχι, εννοώ τη μόνη ελευθερία αντάξια του ονόματός της, η ελευθερία που υπονοεί την πλήρη ανάπτυξη όλων των υλικών, διανοητικών, και ηθικών ικανοτήτων λανθανουσών στον καθένα μας, η ελευθερία που δεν γνωρίζει κανέναν άλλο περιορισμό πέρα από εκείνον του συνόλου των νόμων της φύσης μας. Συνεπώς, μιλώντας κατάλληλα, δεν υπάρχει κανένας περιορισμός, δεδομένου ότι αυτοί οι νόμοι δεν επιβάλλονται επάνω μας από οποιοδήποτε νομοθέτη έξω από εμάς, παράλληλα με εμάς, ή επάνω από μας. Αυτοί οι νόμοι είναι υποκειμενικοί, έμφυτοι με μας αποτελούν την ίδια την βάση της ύπαρξής μας ....Αυτήν την ελευθερία του κάθε ατόμου που δεν συναντά στην ελευθερία του άλλου ένα όριο αλλά επιβεβαίωση και μια απέραντη επέκταση της δικής του ελευθερίας μέσω της αλληλεγγύης και της ισότητας."15
Αφήνοντας κατά μέρος την ερώτηση εάν αυτή η διατύπωση είναι σύμφωνη με τις προηγούμενες εκδοχές του, ο Bakunin βασικά υποστηρίζει ότι είναι στην φύση μας να ζούμε σε ισότητα, συνεργαζόμενοι ο ένας με τον άλλο, όπου κανένας δεν θα εκμεταλλεύεται ή θα τον εκμεταλλεύονται. Ως εκ τούτου, εάν ενεργώ φυσικά και συνεπώς ελεύθερα, δεν εκμεταλλεύομαι τον γείτονά μου, με αυτόν τον τρόπο επιτρέποντας στο γείτονά μου να ζήσει φυσικά και ελεύθερα. Κατ' αυτό τον τρόπο μια μεμονωμένη ελευθερία χρησιμεύει ως μια επιβεβαίωση και μια επέκταση της άλλης. Αλλά και πάλι, αυτή η σύλληψη της ελευθερίας στηρίζεται στο άτομο: "... η συλλογική ελευθερία και ευημερία υπάρχει μόνο εφ' όσον αυτή αντιπροσωπεύει το άθροισμα των προσωπικών ελευθεριών και ευημεριών."16
Για να συνοψίσουμε την φιλοσοφία του Bakunin, αναπτύσσει τις ιδέες του, σε γενικές γραμμές, μέσα στο φυσιοκρατικό πλαίσιο που θεσπίζεται από το εμπειρίστικο ρεύμα του Διαφωτισμού. Οι άνθρωποι συλλαμβάνονται ως να ενσωματώνουν μια μόνιμα σταθερή φύση, με τη συμπεριφορά τους βασικά να καθορίζεται από τους φυσικούς νόμους. Αυτή η κατάσταση ταυτίζεται έπειτα με αυτό που είναι καλό. Εντούτοις, όταν εισάγεται ο εξαναγκασμός στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, μπαίνουμε στη σφαίρα του αφύσικου. Είμαστε αλλοτριωμένοι από τη φυσική μας κατάσταση και χάνουμε την ελευθερία μας.

Η φιλοσοφία του Marx

Ενώ σημαντικές θεωρητικές υποθέσεις του Bakunin ριζοβόλησαν σταθερά από την υλιστική φιλοσοφία του Διαφωτισμού, Ο Marx προσέκρουσε σε αυτή την παράδοση ως επί το πλείστον μόνο αφού υποβλήθηκε σε έναν σημαντικό μετασχηματισμό στα χέρια του Hegel. Επιπλέον, ο Hegel απέρριψε την πεποίθηση του Διαφωτισμού ότι ο άνθρωπος είναι ένα φυσικό είδος, προσαρμομένος στους ίδιους μόνιμα σταθερούς νόμους με τον υπόλοιπο φυσικό κόσμο. Αντ' αυτού, έθεσε ως αξίωμα μια οπτική της ανθρωπότητας που εμπλέκεται σε μια αναπτυξιακή διαδικασία, συνεχώς μετασχηματίζουσα και αναδημιουργούσα στην προσπάθειά της να γίνει όλο και περισσότερο λογική. Επιπλέον, αυτή η διαδικασία συλλήφθηκε ως μια συλλογική προσπάθεια δεδομένου ότι η ορθολογιστική ικανότητα, στην τελική ανάλυση, είναι μια ιδιότητα που απαιτεί, και για την αρχική εμφάνισή της και για τη συνεχή άσκησή της, τη συμβολή ολόκληρου του είδους. Παραδείγματος χάριν, κάθε νέα γενεά στηρίζεται στις λογικές ολοκληρώσεις των προκατόχων της, και κατ' αυτό τον τρόπο οι άνθρωποι πετυχαίνουν βαθμιαία στη δημιουργία ενός επιστημονικού ελέγχου της πραγματικότητας. Τέλος, κατά την άποψη του Hegel, αυτή η ιστορική διαδικασία καταλήγει σε μια κατάσταση ολοκληρωμένης ορθολογιστικής ικανότητας όταν αποκτά η ανθρωπότητα αυτογνωσία. Εδώ οι άνθρωποι επιτυγχάνουν την ικανότητα να ρυθμίσουν τις αλληλεπιδράσεις τους σύμφωνα με τους συνειδητούς, λογικούς κανόνες και να έχουν καταλήξει να κατανοούν τους εαυτούς τους ως ένα λογικό είδος υπό μια συλλογική έννοια.
Ο Marx υιοθέτησε την οπτική του Hegel, των ανθρώπων που συμμετέχουν σε μια συλλογική επιχείρηση αλλά υποστήριξε μια διαφορετική λογική ως προς το ποιός κυβερνά αυτήν τη διαδικασία. Για τον Hegel, η λογική της ιστορίας είναι η απεικόνιση της λογικής της ανθρώπινης συνείδησης, ενώ ο Marx αγκυροβόλησε την λογική σε μια υλιστική υποδομή. Ειδικότερα, για τον Marx, ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι πασχίζουν για την ικανοποίηση των πρωταρχικών αναγκών τους σφραγίζει μια ορισμένη δομή στο είδος της κοινωνίας που δημιουργούν, τις σχέσεις που έχουν οι άνθρωποι ο ένας με τον άλλον, τις ιδέες που διατυπώνουν για τους ίδιους τους εαυτούς τους και τον περιβάλλοντα κόσμο:
"Στην κοινωνική παραγωγή της ύπαρξής τους, τα άτομα εισάγονται αναπόφευκτα σε καθορισμένες σχέσεις, οι οποίες είναι ανεξάρτητες από τη θέλησή τους, δηλαδή σχέσεις παραγωγής που αντιστοιχούν σε ένα δεδομένο στάδιο στην ανάπτυξη των υλικών δυνάμεων της παραγωγής. Το σύνολο αυτών των σχέσεων παραγωγής αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας, το πραγματικό θεμέλιο, στο οποίο προκύπτει ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στο οποίο αντιστοιχούν καθορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής ρυθμίζει τη γενική διαδικασία της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής. Δεν είναι η συνείδηση των ατόμων που καθορίζει την ύπαρξή τους, αλλά η κοινωνική ύπαρξή τους που καθορίζει τη συνείδηση τους."17
Επιπλέον, αυτό το οικονομικό θεμέλιο περιέχει μια ορισμένη λογική που εξαπολύει τον ρου της ιστορίας:
"... πρέπει να αρχίσουμε με τη δήλωση της πρώτης προϋπόθεσης όλης της ανθρώπινης ύπαρξης και, επομένως, όλης της ιστορίας, την προϋπόθεση, δηλαδή ότι το άτομο πρέπει να είναι σε θέση να ζήσει προκειμένου να είναι σε θέση να “γράψει ιστορία". Αλλά η ζωή περιλαμβάνει πριν από όλα το να τρως και να πίνεις, μια κατοικία, τον ιματισμό και πολλά άλλα πράγματα. Έτσι η πρώτη ιστορική πράξη είναι η παραγωγή των μέσων για να ικανοποιηθούν αυτές οι ανάγκες, η παραγωγή της υλικής ζωής η ίδια. Το δεύτερο σημείο είναι ότι η ικανοποίηση της πρώτης ανάγκης... οδηγεί στις νέες ανάγκες και αυτή η παραγωγή των νέων αναγκών είναι η πρώτη ιστορική πράξη."18
Όπως ο Hegel, ο Marx θεωρούσε αυτήν την ιστορική διαδικασία ως μια συλλογική προσπάθεια δεδομένου ότι οι άνθρωποι εξαρτώνται ο ένας από τον άλλο και για την ικανοποίηση των βασικών φυσικών αναγκών τους όσο και για την ικανοποίηση των υψηλότερων αναγκών:
"Το αντικείμενο ενώπιον μας, για να αρχίσουμε, η υλική παραγωγή. Άτομα που παράγουν στην κοινωνία - ως εκ τούτου η κοινωνικά καθορισμένη μεμονωμένη παραγωγή, είναι, φυσικά, το σημείο της αφετηρίας. Ο μεμονωμένος και απομονωμένος κυνηγός και ο ψαράς, με τους οποίους ο Smith και ο Ricardo αρχίζουν, ανήκουν μεταξύ των πεζών αλαζονειών Ροβινσώνων του δέκατου όγδοου αιώνα , οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν εκφράζει μόνο μια αντίδραση ενάντια στην υπερ-εκλέπτυνση και μια επιστροφή σε μια παρανοημένη φυσική ζωή, όπως οι ιστορικοί του πολιτισμού φαντάζονται. Τόσο ελάχιστα όσο το κοινωνικό συμβόλαιο του Rousseau, που θέλει τα φυσικώς ανεξάρτητα και αυτόνομα υποκείμενα να εμπλέκονται σε σχέσεις και συνδέσεις μέσω του συμβόλαιου, στηρίζεται σε ένα τέτοιο νατουραλισμό."19
Ενώ ο Bakunin, έθετε μια ανθρώπινη ουσία σταθερή και φυσική, ο Marx, μετά από τον Hegel, πίστευε ότι η ίδια η ανθρώπινη φύση ξετυλίγεται σε μια αναπτυξιακή διαδικασία με την οποία η συγκεκριμένη φύση μιας ιστορικής εποχής πετάχτηκε και μια νέα φύση αποκτήθηκε σε μια διαρκή διαδικασία αναδημιουργίας. Δεδομένου ότι οι άνθρωποι εφευρίσκουν ολοένα και πιο περίπλοκα όργανα για να εφαρμόσουν στη παραγωγική διαδικασία, μετασχηματίζονται ταυτόχρονα οι ίδιοι σε λογικότερα και πιο καθολικά άτομα. Στην αρχή της ιστορίας, το ανθρώπινο είδος ήταν μετά βίας διακριτό από τα υπόλοιπα είδη του ζωικού βασιλείου οι άνθρωποι ήταν παρορμητικοί και στερούνταν μια συνειδητή κατανόηση των εαυτών τους και του περιβάλλοντός τους. Με άλλα λόγια, η εικόνα του Bakunin για την ανθρωπότητα ως σταθερό, φυσικό είδος απολαμβάνει μόνο μια εφήμερη θέση στο πιο αρχικό στάδιο της ιστορίας κατά την προοπτική του Marx:
"Αυτή η αρχή είναι τόσο ζωική όσο και η κοινωνική ζωή η ίδια σε αυτή τη φάση. Είναι μόνη συνείδηση ενός κοπαδιού, και σε αυτό το σημείο το άτομο διακρίνεται μόνο από τα πρόβατα από το γεγονός ότι η συνείδηση παίρνει τη θέση του ενστίκτου ή ότι το ένστικτό του είναι συνειδητό. Αυτή η προβατοειδής ή φυλετική συνείδηση λαμβάνει την περαιτέρω ανάπτυξη της και την επέκτασή της μέσω της αυξανόμενης παραγωγικότητας, την αύξηση των αναγκών, και, με αυτό που είναι θεμελιώδης και για τα δύο, την αύξηση του πληθυσμού."20
Αλλά κατά τη διάρκεια μιας κομμουνιστικής επανάστασης, ένας αξιοπρόσεκτος μετασχηματισμός πραγματοποιείται: η εργατική τάξη παίρνει τον έλεγχο των μέσων της παραγωγής και, για την πρώτη φορά, αρχίζει να τα κατευθύνει σύμφωνα με ένα συνειδητό, λογικό σχέδιο:
“Η ολική εξάρτηση, αυτή η φυσική μορφή της κοσμοϊστορικής συνεργασίας των ατόμων, θα μετασχηματιστεί από αυτήν την κομμουνιστική επανάσταση στον έλεγχο και τη συνειδητή κυριότητα αυτών των δυνάμεων, τις οποίες γεννημένος από την δράση του ενός ατόμου μαζί με τον άλλο, έχει μέχρι τώρα κυβερνήσει τα άτομα ως δυνάμεις απολύτως αλλότριες προς αυτούς."21
Εδώ οι άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει την ζωώδη παρορμητική ύπαρξή τους για ένα σκόπιμο, λογικό κανονισμό των υποθέσεών τους. Αλλά η συνειδητή κυριότητα των παραγωγικών δυνάμεων μπορεί μόνο να επιτευχθεί όταν εργάζονται οι άνθρωποι σε συνεργασία και αρμονία ο ένας με τον άλλο, γιατί όσο υπάρχουν οικονομικές τάξεις με τη εκπορευόμενη εκμετάλλευσή τους, σχέσεις κυριαρχίας θα αντικαθιστούν τη λογική συζήτηση, με αυτόν τον τρόπο αποκλείοντας τη δυνατότητα συνειδητού ελέγχου των παραγωγικών δυνάμεων:
"Πρωταρχικώς, οι παραγωγικές δυνάμεις εμφανίζονται ως ένας κόσμος από μονός του, αρκετά ανεξάρτητος και διαζευγμένος από τα άτομα, παράλληλα με τα άτομα: ο λόγος για αυτό είναι ότι τα άτομα, των οποίων είναι οι δυνάμεις , βιώνουν σε διαχωρισμό και σε αντίθεση ο ένας με τον άλλο , ενώ, αφ' ετέρου, αυτές οι δυνάμεις είναι μόνο πραγματικές δυνάμεις στην αλληλεπίδραση και την ένωση αυτών των ατόμων."22
Για αυτόν τον λόγο, η συμμετοχή όλων των ατόμων στο συνειδητό έλεγχο της οικονομίας είναι μια απόλυτη προϋπόθεση:
"Σε όλες τις οικειοποιήσεις μέχρι τώρα, μια μάζα των ατόμων παρέμεινε υποταγμένη σε ένα μέσο παραγωγής στην οικειοποίηση από τους προλεταρίους, μια μάζα των μέσων παραγωγής πρέπει να υποβληθεί σε κάθε άτομο, και η ιδιοκτησία σε όλους. Η σύγχρονη παγκόσμια αλληλεπίδραση μπορεί να ελεγχθεί από τα άτομα, επομένως, μόνο όταν ελέγχεται από όλους."23
Σε άκαμπτη αντίφαση με τον Bakunin, ο Marx θεώρησε ότι μια επιτυχής επανάσταση δεν σηματοδοτεί την επαναπρόσληψη μιας αρχικής, φυσικής ουσίας που καταπνίχτηκε από την εμφάνιση του κράτους και τη δημιουργία των τάξεων, αλλά μάλλον τη δημιουργία ενός νέου ανθρώπου:
"Και για την παραγωγή σε μια μαζική κλίμακα αυτής της κομμουνιστικής συνείδησης, και για την επιτυχία του σκοπού του ιδίου, η αλλαγή των ατόμων σε μια μαζική κλίμακα είναι απαραίτητη, μια αλλαγή που μπορεί μόνο να πραγματοποιηθεί σε ένα πρακτικό κίνημα, μια επανάσταση, αυτή η επανάσταση είναι απαραίτητη, επομένως όχι μόνο επειδή η κυρίαρχη τάξη δεν μπορεί να νικηθεί με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, αλλά και επειδή η τάξη που την ανατρέπει μπορεί μόνο σε μια επανάσταση να πετύχει να απελευθερωθεί από όλα τα απορρίμματα των αιώνων και να εγκατασταθεί εκ νέου στην κοινωνία."24
Κατά συνέπεια, στην επαναστατική διαδικασία, το προλεταριάτο μετασχηματίζεται από μια παθητική τάξη, υπό τις προσταγές της αστικής τάξης, σε έναν αυτοκαθοριζόμενο υποκείμενο ικανό να πάρει τα ηνία της ιστορίας στα χέρια του και τα γεγονότα σύμφωνα με ένα συνειδητό σχέδιο. Αυτό αντιπροσωπεύει την αυγή μιας νέας εποχής στην οποία τα άτομα ενεργούν συλλογικά και συνειδητά στον καθορισμό της κοινωνικής πολιτικής: "Μόνο σε αυτή τη φάση η αυτένεργεια συμπίπτει με την υλική ζωή, η οποία αντιστοιχεί στην ανάπτυξη των ατόμων σε πλήρη άτομα και της ρίψης μακριά όλων των φυσικών περιορισμών."25
Βλέπουμε, επομένως, ότι ο Marx και ο Bakunin έχουν αναπτύξει δύο εντυπωσιακά διαφορετικές οπτικές της ανθρωπότητας. Ο Bakunin υιοθέτησε μια στατική αντίληψη της ανθρώπινης φύσης, που την ταυτίζει με αυτό που είναι φυσικό, ενώ ο Marx ήταν της θέσης ότι η ανθρωπότητα υποβαλλόταν σε ωρίμανση, αφήνοντας πίσω μια ζωώδη ύπαρξη καθώς επιτύγχανε ολοένα και πιο υψηλά επίπεδα ορθολογιστικής ικανότητας και αυτο-συνείδησης.
Τα ηθικά δόγματά τους απεικόνισαν αντίστοιχα αυτά τα διαφορετικά εννοιολογικά πλαίσια. Ενώ ο Bakunin καθόρισε το αγαθό από την άποψη αυτού που είναι "φυσικό," Ο Marx σχετικοποίησε τους ηθικούς όρους ιστορικά έτσι ώστε κάθε νέος τρόπος παραγωγής να ωοτοκεί νέες ηθικές στάσεις:
"Η παραγωγή των ιδεών, των εννοιών, της συνείδησης, είναι άμεσα αναμειγμένη με την υλική δραστηριότητα και την υλική αλληλεπίδραση των ατόμων, η γλώσσα της πραγματικής ζωής. Η επινόηση, η σκέψη, η διανοητική διεπαφή των ατόμων, εμφανίζεται σε αυτή τη φάση ως άμεση εκροή της υλικής συμπεριφοράς τους. Το ίδιο πράγμα ισχύει για τις διανοητικές παραγωγές όπως εκφράζονται στη γλώσσα της πολιτικής, των νόμων, της ηθικής, της θρησκείας, της μεταφυσικής, κ.λπ., ενός λαού. Τα άτομα είναι οι παραγωγοί των επινοήσεων, των ιδεών τους, κ.λπ.... - πραγματικά, ενεργά άτομα, όπως ρυθμίζονται από μια καθορισμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεών τους και της επαφής που αντιστοιχεί σε αυτά, μέχρι τις απώτατες μορφές της."26
Στα πλαίσια της κριτικής του Gilbart, ενός βρετανού ιστορικού της οικονομίας του 19ου αιώνα που υποστήριζε ότι η άντληση κέρδους μέσω του τόκου ήταν "φυσικώς" δίκαιο, Ο Marx υποστήριξε ότι δεν υπάρχει καμία φυσική δικαιοσύνη, δηλ., καμία δικαιοσύνη που ισχύει μόνιμα:
"Να μιλάς για φυσική δικαιοσύνη, όπως ο Gilbart... είναι αηδίες. Η δικαιοσύνη των συναλλαγών μεταξύ των υποκειμένων της παραγωγής στηρίζεται στο γεγονός ότι αυτές προκύπτουν ως φυσικές συνέπειες από τις σχέσεις παραγωγής. Οι νομικές μορφές στις οποίες αυτές οι οικονομικές συναλλαγές εμφανίζονται ως εκούσειες πράξεις των ενδιαφερόμενων μερών, ως εκφράσεις της κοινής τους βούλησης και ως συμβάσεις που μπορούν να επιβληθούν από το νόμο ενάντια σε κάποιο μεμονωμένο συμβαλλόμενο μέρος, δεν μπορούν, όντας μόνες μορφές, να καθορίσουν αυτό το περιεχόμενο. Το εκφράζουν μόνο. Αυτό το περιεχόμενο είναι δίκαιο όποτε αντιστοιχεί, και είναι κατάλληλο, στον τρόπο παραγωγής. Είναι άδικο όποτε έρχεται σε αντίθεση με αυτόν τον τρόπο παραγωγής."27
Η έννοια της ελευθερίας του Marx περιλαμβάνει επίσης μια μετατόπιση σε σχέση με τον Bakunin και την εμπειριστική σχολή του Διαφωτισμού. Υπάρχουν δύο κεντρικές στροφές που ο Marx διαγράφει κατά την αναχώρηση του από αυτήν την παράδοση και στις δύο περιπτώσεις ακολουθεί την ανάλυση του Hegel.
Κατ' αρχάς, για τον Marx, η ελευθερία δεν ανέρχεται στο να ακολουθείς τις παρορμήσεις σου ή το να υποτάσσεσαι στον αυθορμητισμό. Οι παρορμήσεις είναι ένα μέρος της φυσικής ύπαρξης κάποιου - δεν είναι προϊόν επιλογής. Όταν ενεργούμε αυθόρμητα, ενεργούμε "φυσικά" και χωρίς συνειδητή σκέψη. Εντούτοις, όταν λογικά και συνειδητά κατευθύνουμε τη συμπεριφορά μας, εμείς οι ίδιοι, μέσω της στοχαστικής σκοπιμότητας, τότε καθορίζουμε το πλαίσιο δράσης μας. Ο Marx συνδέθηκε αναλόγως με εκείνο το κομμάτι του Διαφωτισμού που αντιπροσωπεύθηκε, παραδείγματος χάριν, από τον Kant και τον Rousseau, που και οι δύο υιοθέτησαν την θέση για αυτονομία του υποκειμένου:
Η "πραγματικά ελεύθερη εργασία, π.χ. η σύνθεση, είναι συγχρόνως η πιο καταδικασμένη σοβαρότητα, η εντονότερη άσκηση. Η εργασία της υλικής παραγωγής μπορεί να επιτύχει αυτόν τον χαρακτήρα μόνο (1) όταν ο κοινωνικός χαρακτήρας της είναι στην θέση του, (2) όταν είναι επιστημονικού και συγχρόνως γενικού χαρακτήρα, όχι μόνο ανθρώπινη άσκηση ως μια συγκεκριμένα χρησιμοποιημένη φυσική δύναμη, αλλά άσκηση ως υποκείμενο, που εμφανίζεται στη παραγωγική διαδικασία όχι απλά σε μια μόνο φυσική, αυθόρμητη μορφή, αλλά ως δραστηριότητα που ρυθμίζει όλες τις δυνάμεις της φύσης."28
Δεύτερον, και συνδεμένο με το πρώτο σημείο, η ελευθερία δεν είναι μια ικανότητα που ασκείται πλήρως από ένα άτομο μάλλον, άλλα είναι για τον Marx πρώτιστα αναλαμβάνεται από μια κοινότητα των ανθρώπων και από αυτή την άποψη η ανάλυσή του παρεκκλίνει από τον Kant και τον Rousseau. Η επιστήμη, παραδείγματος χάριν, δεν είναι μια πειθαρχία που μπορεί να δημιουργηθεί ή να υιοθετηθεί από ένα απομονωμένο άτομο. Οι άνθρωποι υπήρξαν για χιλιάδες έτη προτού να είναι σε θέση να αρχίσουν να εμπλέκονται σε επιστημονική σκέψη, και πολλές περισσότερες χιλιάδες έτη πέρασαν προτού να δημιουργήσουν επίσημες, επιστημονικές θεωρίες. Και καμία πρόοδος δεν θα μπορούσε να γίνει σε αυτήν την κατεύθυνση έως ότου ανέπτυξαν οι άνθρωποι τη δυνατότητα να στηριχτούν στις συνεισφορές των προηγούμενων γενεών.
Επιπλέον, επειδή οι άνθρωποι εξαρτώνται ο ένας από τον άλλο για την ικανοποίηση των αναγκών τους, τόσο των φυσικών όσο και των ψυχολογικών, αναγκάζονται να λειτουργήσουν ο ένας με τον άλλο. Στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία, αντί να εργάζονται άμεσα ο ένας με τον άλλο ,η συνεργασία επιβάλλεται έμμεσα από ανθρώπους που ανταγωνίζονται ο ένας ενάντια στον άλλο, με τον κάθε ένα να συμβουλεύεται μόνο το ιδιωτικό του συμφέρον για τον καθορισμό ποιας επιλογής να ακολουθήσει. Αλλά τέτοια συμπεριφορά συνεπάγεται ότι η δομή μέσα στην οποία καλούνται οι άνθρωποι να λειτουργήσουν δεν γίνεται ένα αντικείμενο κριτικής σκέψης ακριβώς επειδή, από το πλεονεκτικό σημείο ενός απομονωμένου ατόμου, είναι αδύνατο να μετατοπιστείς. Ως εκ τούτου, από αυτήν την προοπτική η κοινωνία εμφανίζεται να είναι τόσο άκαμπτη όσο ο νόμος της βαρύτητας. Αλλά ο στόχος μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας είναι να αναστρέψει αυτήν την σχέση. Αντί των ατόμων που αισθάνονται ανίκανοι μπροστά στους δικούς τους κοινωνικούς θεσμούς , με την άμεση ένωση μέσω της οργανωμένης σύμπραξης, έρχονται σε μια θέση ώστε να μπορούν να αλλάξουν αυτούς τους θεσμούς σύμφωνα με τις δικές τους ανάγκες και τις αξίες τους. Αλλά αυτό μπορεί μόνο να ολοκληρωθεί όταν λειτουργούν τα άτομα ως συντονισμένη δύναμη, όπου συζητούν, αντιπαρατίθενται και ψηφίζουν για το ποιες επιλογές πρέπει να ακολουθηθούν και όπου ο καθένας έχει την ευκαιρία να συμμετέχει. Συνεπώς μια σοσιαλιστική κοινωνία φέρνει στη ζωή έναν νέο καθορισμό της ελευθερίας, και, κατά την άποψη του Marx, μια ανώτερη επινόηση: τον συλλογικό, λογικό προσδιορισμό της κοινωνικής πολιτικής. "Η ελευθερία σε αυτόν τον τομέα μπορεί μόνο να συνίσταται στο κοινωνικοποιημένο άτομο, τους συνεταιρισμένους παραγωγούς, έλλογα ρυθμίζοντας την αλληλεπίδραση τους με τη φύση, θέτοντας την υπό τον κοινό έλεγχό τους, αντί της εξουσίας από αυτήν όπως από τις τυφλές δυνάμεις της φύσης."29
Συνεπώς, ο ατομικιστικός καθορισμός της ελευθερίας από τον Bakunin, κατά την άποψη του Marx, παραμένει στο εννοιολογικό πλαίσιο της αστικής φιλοσοφίας και σπέρνει απλά τη σύγχυση όταν μεταμοσχεύεται επάνω σε μια σοσιαλιστικό βάση:
"Η ελευθερία [ δηλ. κατά την αστική αντίληψη ], επομένως είναι το δικαίωμα να κάνεις οτιδήποτε που δεν βλάπτει κανέναν άλλο. Τα όρια μέσα στα οποία κάποιος μπορεί να ενεργήσει χωρίς να βλάψει κάποιον καθορίζονται από το νόμο, ακριβώς όπως το όριο μεταξύ δύο χωραφιών καθορίζεται με την θέση ενός συνόρου. Είναι ένα ζήτημα της ελευθερίας του ατόμου ως απομονωμένης μονάδας , που αποσύρεται στον εαυτό του .... Αλλά το [ αστικό ] δικαίωμα του ατόμου στην ελευθερία είναι βασισμένο όχι στην ένωση του ατόμου με το άτομο, αλλά στο χωρισμό του ατόμου από το άτομο. Είναι το δικαίωμα αυτού του χωρισμού, το δικαίωμα του περιορισμένου ατόμου, που αποσύρεται στον εαυτό του."30
Στην πραγματικότητα, αυτή η αστική σύλληψη της ελευθερίας, όταν συγκρίνεται με μια πιο προηγμένη σοσιαλιστική σύλληψη, είναι απλά μια άλλη μορφή σκλαβιάς:
"Ακριβώς η σκλαβιά της κοινωνίας των πολιτών είναι στο φαίνεσθαι η μέγιστη ελευθερία επειδή είναι στο φαίνεσθαι η πλήρως αναπτυγμένη ανεξαρτησία του ατόμου, που θεωρεί ως ελευθερία του την άκαμπτη κίνηση, που πλέον δεν δεσμεύεται από άλλο δεσμό ή από άλλο άτομο, των αποξενωμένων στοιχείων της ζωής του, όπως η ιδιοκτησία, η βιομηχανία, η θρησκεία, κ.λπ., ενώ στην πραγματικότητα αυτή είναι η πλήρως αναπτυγμένη σκλαβιά του και απανθρωπιά."31
Οι διαφορές μεταξύ των ορισμών της ελευθερίας του Marx και του Bakunin, σε τελική ανάλυση, προέρχονται άμεσα από τις αντιταγμένες φιλοσοφικές προϋποθέσεις τους. Για τον Bakunin, δεδομένου ότι οι άνθρωποι είναι ένα φυσικό είδος, έχει μόνο νόημα να καθορίσει την ελευθερία ως το να ενεργείς κατά την φύση. Αλλά για τον Marx, δεδομένου ότι θεωρεί την ανθρωπότητα ως το στάδιο της ανύψωσης επάνω από τη φύση, η ελευθερία προσδιορίζεται με τη συλλογική, έλλογη δράση.
Ένας τελικός ακρογωνιαίος λίθος της φιλοσοφικής βάσης του Marx αφορά την ανάλυσή του των νόμων της ιστορίας. Δεδομένου ότι έχουμε δει, η ιστορική, υλιστική προσέγγισή του τον δέσμευσε στην υπογράμμιση του ρόλου των οικονομικών συνθηκών στον καθορισμό του ρου της ιστορίας. Αλλά ενώ ο Bakunin υποστήριζε ότι οι ιστορικοί νόμοι θα μπορούσαν να εξισωθούν στους φυσικούς νόμους, με αυτόν τον τρόπο υπονοώντας ότι οι άνθρωποι δεν έχουν περισσότερο έλεγχο του πεπρωμένου τους από τα φυσικά αντικείμενα, ο Marx αξίωνε μια δυναμική σχέση μεταξύ των ανθρώπινων προθέσεων και του οικονομικού περιβάλλοντος:
"Τα άτομα κάνουν την ιστορία τους, αλλά δεν την κάνουν ακριβώς όπως την επιθυμούν δεν την κάνουν κάτω από τις περιστάσεις που επιλέγουν οι ίδιοι , αλλά κάτω από τις περιστάσεις που αντιμετωπίζουν και δίνονται και διαβιβάζονται άμεσα, από το παρελθόν."32
"Δείχνει ότι οι περιστάσεις κάνουν τα άτομα ακριβώς όσο τα άτομα κάνουν τις περιστάσεις."33
Εδώ, το υλικό περιβάλλον και οι ανθρώπινες προθέσεις συνενώνονται για να ωθήσουν, ή να εκσφενδονίσουν, εάν χρειαστεί, την ιστορία σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Αυτήν η δυναμική σχέση για τον Marx εδράζεται στη βασική παραγωγική διαδικασία μέσω της οποίας οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους όσο και με τη φύση:
"Η εργασία είναι, πρωταρχικώς, μια διαδικασία στην οποία και τα άτομα και η φύση εμπλέκονται, και στην οποία το άτομο υπό την δική του προαίρεση αρχίζει, ρυθμίζει, και ελέγχει τις υλικές αντιδράσεις μεταξύ αυτού και της φύσης. Αντιτάσσεται στη φύση ως μια από τις δυνάμεις της, θέτοντας σε κίνηση τα μπράτσα και τα πόδια του , το κεφάλι και τα χέρια του, τις φυσικές δυνάμεις του σώματός του, προκειμένου να επιφέρει τα αποτελέσματα της φύσης σε μια μορφή που προσαρμόζεται στις δικές του θελήσεις. Με το να ενεργεί τοιουτοτρόπως ως προς τον εξωτερικό κόσμο μετατρέποντάς τον, αλλάζει συγχρόνως και την ίδια τη φύση του. Αναπτύσσει τις λανθάνουσες δυνάμεις του και τις αναγκάζει να ενεργήσουν υπό την κυμαινόμενη διαταγή του. Δεν εξετάζουμε τώρα εκείνες τις πρωτόγονες ενστικτώδεις μορφές εργασίας που το μόνο που μας θυμίζει είναι ένα ζώο .... Προϋποθέτουμε την εργασία ως μια μορφή που σφραγίζεται ως αποκλειστικά ανθρώπινη. Μια αράχνη διευθύνει διαδικασίες που μοιάζουν με εκείνες ενός υφαντή, και μια μέλισσα κάνει να ζηλέψουν πολλούς αρχιτέκτονες στην κατασκευή των μελισσιών της. Αλλά αυτό που διακρίνει τον χειρότερο αρχιτέκτονα από την καλύτερη των μελισσών είναι ότι ο αρχιτέκτονας στήνει το κατασκεύασμα του στη φαντασία του προτού να το δημιουργήσει στην πραγματικότητα."34
Με άλλα λόγια, η ίδια η οικονομική βάση επάνω στην οποία η ιστορία στηρίζεται κατά το σύστημα του Marx, περιλαμβάνει τον ρόλο της ανθρώπινης συνείδησης ως μια ανεπίδεκτη αλλοίωσης θέση.
Συνεπώς, ο υλισμός του Marx δεν τον δεσμεύει σε μια μηχανική εξήγηση όπου κάθε ιστορικό γεγονός καθορίζεται αποφασιστικά από ένα προηγούμενο σύνολο συνθηκών, όπως στις φυσικές επιστήμες. Αλλά περισσότερο, οι περιβάλλοντες οικονομικοί όροι καθιερώνουν ορισμένες παραμέτρους μέσα στις οποίες οι ανθρώπινες προθέσεις λειτουργούν, με αυτόν τον τρόπο σφραγίζοντας μια γενική λογική σε αυτές τις προθέσεις χωρίς εξ ολοκλήρου να τις καθορίσουν. Είναι αδύνατο, παραδείγματος χάριν, να δημιουργηθεί ένας υπολογιστής όταν έχει κάποιος μόνο πέτρινα εργαλεία στη διάθεσή του, αλλά κάποιος δεν αναγκάζεται για να δημιουργήσει έναν υπολογιστή ακόμα κι αν όλη η απαραίτητη τεχνολογία είναι διαθέσιμη.
Για αυτόν τον λόγο Marx επέμεινε στη χάραξη ενός διακριτού ορίου μεταξύ αφ' ενός της φύσης, και αφ' ετέρου της ιστορίας:
"Η φύση δεν παράγει από την μια τους ιδιοκτήτες των χρημάτων ή των προϊόντων, και από την άλλη άτομα που δεν κατέχουν παρά μόνο την εργατική τους δύναμή. Αυτή η σχέση δεν έχει καμία φυσική βάση, ούτε είναι μια κοινωνική βάση που είναι κοινή για όλες τις ιστορικές περιόδους. Είναι σαφώς το αποτέλεσμα μιας προηγούμενης ιστορικής ανάπτυξης, το προϊόν πολλών οικονομικών επαναστάσεων, της εξάλειψης ολόκληρης σειράς παλαιότερων τρόπων κοινωνικής παραγωγής."35
Και για αυτόν τον λόγο ήταν επίσης επικριτικός με τις προσπάθειες να απεικονιστεί η ιστορία ως ένας πάνω κάτω κλάδος των φυσικών επιστημών:
"Δεν αξίζει την ίδια προσοχή η ιστορία των παραγωγικών μέσων του ατόμου [ δηλ. τεχνολογία ], των οργάνων που είναι η υλική βάση όλης της κοινωνικής οργάνωσης, [ με την ιστορία των οργάνων των φυτών και των ζώων ]; Και μια τέτοια ιστορία δεν θα ήταν ευκολότερη να συνταχθεί, αφού, όπως ο Vico λέει,η ανθρώπινη ιστορία διαφέρει από τη φυσική ιστορία σε αυτό, ότι έχουμε κάνει την πρώτο, αλλά όχι το τελευταίο; ... Τα αδύνατα σημεία στον αφηρημένο υλισμό της φυσικής επιστήμης, ένας υλισμός που αποκλείει την ιστορία και τη διαδικασία της, είναι αμέσως εμφανή από τις αφηρημένες και ιδεολογικές επινοήσεις των εκπροσώπων του, όποτε αποτολμούν να διαβούν πέρα από τα όρια της δικής τους ειδικότητας."36
Σημειώσεις
1. Marx, Karl and Engels, Frederick, Selected Correspondence (Moscow, 1975), p.254.
2. Kenafick, K.J., Michael Bakunin and Karl Marx (Melbourne, 1948), p.40.
3. Dolgoff, Sam, ed., Bakunin on Anarchy (New York, 1972), p.129.
4. Bakunin, Michael, ‘God and State’, in The Essential Works of Anarchism, ed. by Shatz, Marshall (New York/Chicago, 1972), p.139.
5. Maximoff, G.P., ed., The Political Philosophy of Bakunin: Scientific Anarchism (Glencoe, Ill., 1953), p.75.
6. Ibid., p.263.
7. Ibid., p.156.
8. Dolgoff, Sam, ed., Bakunin on Anarchy, p.125.
9. Bakunin, Michael, Marxism, Freedom and the State, ed. by Kenafick, K.J. (London, 1950), p.22.
10. Maximoff, G.P., ed., The Political Philosophy of Bakunin: Scientific Anarchism, pp.263-4.
11. Bakunin, Michael, “God and State,” p.141.
12. Ibid., p.153.
13. Quoted in Eltzbacker, Paul, Anarchism, Exponents of the Ancient Philosophy (New York, 1960), p.85.
14. Lehning, Arthur, ed., Michael Bakunin, Selected Writings (London, 1973), p.64.
15. Dolgoff, Sam, ed., Bakunin on Anarchy, pp.261-2.
16. Bakunin, “God and State,” p.147. 
17. Marx, Karl, A Contribution to the Critique of Political Economy (New York, 1970), pp.20-21.
18. Marx, Karl and Engels, Frederick, The German Ideology (Moscow, 1968), pp.39-40.
19. Marx, Karl, Grundrisse (Middlesex, England, 1973), p.83.
20. Marx, Karl and Engels, Frederick, The German Ideology, p.43.
21. Ibid., pp.49-50.
22. Ibid., pp.83-4.
23. Ibid., p.85.
24. Ibid., p.87.
25. Ibid., p.85.
26. Ibid., p.37.
27. Marx, Karl, Capital, Volume 3 (New York, 1972), pp.339-40.
28. Marx, Karl, Grundrisse, pp.611-12.
29. Marx, Karl, Capital, Volume 3, p.820.
30. Marx, Karl, ‘On the Jewish Question’, Collected Works, Volume 1 (New York, 1975), pp.162-63.
31. Marx, Karl, ‘The Holy Family’, Collected Works, Volume 4 (New York, 1975), p.116.
32. Marx, Karl, The Eighteenth Brumaire of Louis Bonaparte (New York, 1969), p.15.
33. Marx, Karl and Engels, Frederick, The German Ideology, p.51.
34. Marx, Karl, Capital, Volume 1 (New York, 1967), pp.177-8.
35. Ibid., p.169.
36. Ibid., pp.372-3.
Source: http://www.marxist.com/marxism-anarchism-marx-bakunin-conflict-greek.htm