"...Τον Γενάρη συμπληρώθηκαν 95 χρόνια απ' την άγρια δολοφονία της Λουξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ και 90 χρόνια απ' το θάνατο του Λένιν.
Σε αφιερώματα στον Τύπο και το διαδίκτυο, για τη Λούξεμπουργκ ιδίως, επιχειρείται απ' τον ρεφορμιστικό χώρο η κάθετη αντιπαράθεση της με τον Λένιν.
Στόχος η ιδεολογική (με την αντι-επιστημονική έννοια) ανάγνωση της ιστορίας και η χρήση της για τη νομιμοποίηση,μέσω μιας μαρξίστριας του κύρους της Λούξεμπουργκ, της μεταρρύθμισης έναντι της επανάστασης με αξία χρήσης για τη συγκυρία..."
Τον Γενάρη συμπληρώθηκαν 95 χρόνια απ' την άγρια δολοφονία της Λουξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ και 90 χρόνια απ' το θάνατο του Λένιν.
Η αναφορά στα τρία «Λ» της επανάστασης δεν γίνεται για λόγους επετειακών τιμών, τις οποίες δεν έχουν εξάλλου ανάγκη. Γίνεται πρωτίστως για να κεντριστεί ο στοχασμός μας αλλά και να γαλβανιστεί η ψυχή μας στους χαλεπούς καιρούς της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας απ' την κορυφαία θεωρητική τους συνεισφορά, την τόσο αρμονικά συνταιριασμένη με την άκαμπτη αγωνιστική συνέπεια και τη γενναιότητα τους.
Η ζωή και το έργο τους συνδέονται απ' τον κοινό θεωρητικό και πολιτικό προσανατολισμό. Αφιερώνουν τη ζωή τους με αυτοθυσία στην επαναστατική αποστολή. Επιστέγασμα τους είναι η βάρβαρη δολοφονία της Ρόζας και του Λίμπκνεχτ απ' τις συμμορίες του σοσιαλδημοκράτη Νόσκε, ο θάνατος του Λένιν στο κρίσιμο σταυροδρόμι της επανάστασης, φόρος στις κακουχίες και στις ασήκωτες ευθύνες στον απάτητο δρόμο για την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας. Αντιτάσσονται στον Α ' Παγκόσμιο Πόλεμο κι αρνούνται να συναινέσουν στην αλληλοσφαγή των εργατών. Για τον αντιπολεμικό λόγο της στη Φραγκφούρτη, η Ρόζα καταδικάζεται σ' ένα χρόνο φυλάκιση. Το 1914 Λούξεμπουργκ, Λίμπκνεχτ, Μέριγκ, Τσέτκιν καταψηφίζουν τις πολεμικές δαπάνες. Ο Λένιν, απ τη μεριά του, δεν αποδοκιμάζει απλώς τον πόλεμο αλλά προωθεί τον ντεφετισμό, για να μετατρέψει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε επαναστατικό εμφύλιο.
Διεξάγουν αμείλικτη πάλη κατά της αστικής τάξης αλλά και εναντίον των ρεφορμιστικών ρευμάτων της Αριστεράς. Η Ρόζα γράφει το περίφημο έργο της Μεταρρύθμιση και επανάσταση, για να καταπολεμήσει το αναθεωρητικό ρεύμα Μπερνστάιν στους κόλπους του SPD. Απ' τη μεριά του ο Λένιν είναι σε συνεχή αντιπαράθεση με τη ρωσική εξουσία, καταδικάζεται σε εξορία, είναι πρωταγωνιστής στη δράση και τη συγκρότηση της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, συνεργάζεται και διαφωνεί με τους μενσεβίκους και άλλα ριζοσπαστικά ρεύματα. Η Λούξεμπουργκ το 1907 παραδίδει μαθήματα πολιτικής οικονομίας στην κομματική σχολή. Στη βάση των παραδόσεων της εκδίδει το 1913 το έργο της Η συσσώρευση του κεφαλαίου.
Ο Λένιν, αντίστοιχα, έπειτα από πολύχρονη ερευνητική εργασία σε συνθήκες φυλακής και εξορίας συγγράφει το έργο του Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία. Το έργο τυπώθηκε το 1899 σε νόμιμη έκδοση. Στη βάση της επιστημονικής ανάλυσης της οικονομίας απ' τον Λένιν στηρίχτηκε η τακτική των μπολσεβίκων στην επανάσταση του 1905-1907. Λούξεμπουργκ και Λένιν διασταυρώνουν τα ξίφη τους στο θέμα της κομματικής οικοδόμησης. Η Λούξεμπουργκ, επαινώντας τη συνεισφορά του Λένιν στο Ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω, επισημαίνει υπερσυγκεντρωτικές τάσεις στο ρωσικό κίνημα. Ιστορική έχει μείνει η διαφορά Λένιν και Λούξεμπουργκ για το θέμα της κατάργησης ή όχι της συντακτικής συνέλευσης. Η διαφορά αυτή διογκώνεται απ' τον παλαιό και σύγχρονο ρεφορμισμό στην προσπάθεια του να αμαυρώσει τη σοσιαλιστική δημοκρατία και να προβάλει την ανωτερότητα της αστικής δημοκρατίας.
Σε αφιερώματα στον Τύπο και το διαδίκτυο, για τη Λούξεμπουργκ ιδίως, επιχειρείται απ' τον ρεφορμιστικό χώρο η κάθετη αντιπαράθεση της με τον Λένιν. Στόχος η ιδεολογική (με την αντι-επιστημονική έννοια) ανάγνωση της ιστορίας και η χρήση της για τη νομιμοποίηση,μέσω μιας μαρξίστριας του κύρους της Λούξεμπουργκ, της μεταρρύθμισης έναντι της επανάστασης με αξία χρήσης για τη συγκυρία.
Οι αναλύσεις τους δεν είναι πρωτότυπες. Θεωρητική μήτρα τους είναι οι οι αναλύσεις του Πουλατζά, αν και είναι σαφώς πιο προωθημένες απ' τον αγοραίο ρεφορμισμό των επιγόνων.
Συγκεκριμένα, επικαλείται την κριτική της Λούξεμπουργκ στον Λένιν για την κατάλυση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αποπέμποντας τη συντακτική συνέλευση που είχε εκλεγεί λίγο μετά τη νίκη της επανάστασης και στην οποία οι μπολσεβίκοι ήταν μειοψηφία. Στη δυσπιστία του Λένιν για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι εγγεγραμμένη κατά τον Πουλατζά η γενικότερη δυσπιστία του για πς πολιτικές ελευθερίες, για τον πολυκομματισμό, αλλά και η γραφειοκρατικοποίηση, η υποβάθμιση τελικά και των ίδιων των σοβιέτ, η περιθωριοποίηση και των εργατικών συμβουλίων και των άλλων εργατικών θεσμών, η εργαλειακή αντίληψη για το κράτος, η εξωτερικότητα των λαϊκών μαζών και των αγώνων τους ως προς αυτό. Η απολυτοποίηση της αντιπροσωπευτικής αστικής δημοκρατίας ως κριτηρίου ορθότητας των θεωριών περί κράτους προδίδει τις αστικές πολιτικές προκαταλήψεις του Πουλατζά και πολύ περισσότερο βέβαια των σύγχρονων θαυμαστών του.
Προβάλλεται η γνωστή αντίληψη που τοποθετεί στον Λένιν και στην επαναστατική αντίληψη τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό του επαναστατικού καθεστώτος.
Αν και ο Πουλατζάς δεν ταυτίζει τη σκέψη και τη δράση του Λένιν με το γραφειοκρατικό μόρφωμα, απ' την άλλη δεν το ανάγει σε απλή παρέκκλιση απ' τις λενινιστικές αντιλήψεις ούτε στις ιστορικές ιδιομορφίες της τσαρικής Ρωσίας που είχε ν' αντιμετωπίσει ο Λένιν, αλλά τοποθετεί τη φύτρα του στον Λένιν, όχι όμως και στον Μαρξ, υιοθετώντας και τη γνωστή αντίληψη του αναθεωρητισμού για τη διαφοροποίηση Λένιν και Μαρξ.
Ποια είναι η αλήθεια; Η Ρόζα δεν κατηγορεί τον Λένιν γιατί στηρίχθηκε στη δημοκρατία των συμβουλίων καταργώντας τους αστικούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, των οποίων τη διατήρηση και τον «ριζοσπαστικό μετασχηματισμό» θεωρεί αναγκαία η αναθεωρητική αντίληψη. Η Ρόζα εκφράζει το φόβο μήπως με την κατάργηση της συντακτικής συνέλευσης τα σοβιέτ απολυτοποιηθούν ως μοναδική αντιοροσώπευση των μαζών χωρίς να υπάρξει γενική αντιπροσώπευση του πληθυσμού. Γράφει η Λούξεμπουργκ στη «Ρωσική επανάσταση»: «Ο Λένιν και ο Τρότσκι, αρνούμενοι τα αντιπροσωπευτικά σώματα που βγήκαν από τις γενικές λαϊκές εκλογές, εγκατέστησαν τα σοβιέτ ως τη μοναδική γνήσια αντιπροσώπευση των εργαζόμενων μαζών. Αλλά με την κατάπνιξη της πολιτικής ζωής σ' όλη τη χώρα, η ζωή των ίδιων των σοβιέτ δεν θα μπορέσει να ξεφύγει από εκτεταμένη παράλυση. Δίχως γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευθερία Τύπου και συγκεντρώσεων, χωρίς ελεύθερη διαπάλη των διάφορων απόψεων, η ζωή σβήνει σε κάθε πολιτικό θεσμό και θριαμβεύει μόνη η γραφειοκρατία».
Η Λούξεμπουργκ δεν ταυτίζει τη γενική αντιπροσώπευση με κάποιο τύπο αστικής βουλής αλλά μ' ένα είδος αντιπροσωπευτικού οργάνου από γενικές εκλογές, που θα συνυπάρχει αρμονικά με τα επαναστατικά σοβιέτ, χωρίς όμως να καθορίζει επακριβώς τη σχέση τους.
Γενική όμως αντιπροσώπευση υπήρχε στο σύστημα των σοβιέτ με την καθιέρωση του πανρωσικού συνεδρίου των σοβιέτ.
Το πρώτο συνέδριο συνήλθε προεπαναστατικά (3 Ιουνίου 1917) δημιουργώντας το γενικό αντιπροσωπευτικό όργανο του συστήματος των σοβιέτ και αντικαθιστώντας σ' αυτό το ρόλο τα σοβιέτ Πετρούπολης και Μόσχας, που άτυπα αποτελούσαν το κεντρικό όργανο, ένα είδος κυβέρνησης των σοβιέτ, όπως έλεγε ο Λένιν.
Το δεύτερο συνέδριο των σοβιέτ συνέρχεται μετεπαναστατικά (25 Οκτωβρίου) με πλειοψηφία τους μπολσεβίκους. Όσο η επανάσταση εξαπλώνεται, το σύστημα των σοβιέτ εξαπλώνεται επίσης αγκαλιάζοντας τη χώρα, ενώ συνέδρια συγκαλούνται περισσότερα από ένα το χρόνο (στις 23 Ιανουαρίου 1918 συγκαλείται το τρίτο συνέδριο των σοβιέτ).
Αν θα έπρεπε να καταργηθεί η συντακτική συνέλευση είναι ιστορικό θέμα, που για να αξιολογηθεί θα πρέπει να υπολογιστούν και να εκτιμηθούν οι όροι της συγκυρίας. Τα επιχειρήματα των μπολσεβίκων φαίνονται βάσιμα: Οι εκλογές για τη συντακτική συνέλευση πραγματοποιήθηκαν με νόμο που έφερνε σε μειονεκτική θέση τους υποστηρικτές της σοβιετικής εξουσίας, με προεπαναστατικούς εκλογικούς καταλόγους, η σοβιετική εξουσία δεν είχε επικρατήσει ή δεν είχε εδραιωθεί σ' ολόκληρη την αχανή χώρα κ.ο.κ. Εξάλλου η συντακτική συνέλευση αρνήθηκε να συνεργαστεί και να υιοθετήσει τις αποφάσεις των σοβιέτ. Αποδείχτηκε ιστορικά αναντίστοιχη με τη νικηφόρα επανάσταση, γι' αυτό και το συνέδριο των σοβιέτ, ως κυρίαρχο και αντιπροσωπευτικό όργανο τους, ζήτησε την έκπτωση της. Και εν πάση περιπτώσει είναι άλλο πράγμα η σκοπιμότητα ή όχι της κατάργησης της συντακτικής συνέλευσης και άλλο η ύπαρξη γενικής αντιπροσώπευσης, που υπήρχε πάντως με τη μορφή των συνεδρίων των σοβιέτ.
Η έκπτωση της συντακτικής συνέλευσης καθόλου δεν κατέπνιξε την πολιτική ζωή στα σοβιέτ, όπως φοβόταν η Λουξεμπουργκ, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια. Το συνέδριο των σοβιέτ συνδυάζει την κατοχή, σε αντιδιαστολή με το αστικό κρατικό σύστημα, της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, ορίζει την κυβέρνηση, που ονομάστηκε σοβιέτ των επιτρόπων του λαού (Σοβναρκόμ), εντεταλμένη να εφαρμόζει τις αποφάσεις του ανώτατου σοβιέτ. Με αποφάσεις των πρώτων συνεδρίων των σοβιέτ, τα σοβιέτ όλων των μορφών αναγνωρίζονται σαν πηγή και κάτοχοι της νέας εξουσίας. Είναι απολύτως κυρίαρχα όσον αφορά τα προβλήματα τοπικού χαρακτήρα, έχουν όμως και γενικά καθήκοντα, όπως η διάλυση των αντεπαναστατικών οργανώσεων, η δήμευση των περιουσιών, η συμβολή στο σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής κ.ο.κ.
Δεν επαληθεύτηκαν επίσης (πάντα όσον αφορά τα πρώτα χρόνια) οι φόβοι της Ρόζας ότι η έκπτωση της συντακτικής συνέλευσης και η κατάργηση των γενικών εκλογών αστικο-κοινοβουλευτικού τύπου οδηγούν στο μονοκομματισμό, στην κατάπνιξη της πολιτικής ζωής στα ίδια τα σοβιέτ και σε κάθε πολιτικό θεσμό, στην κατάργηση της ελευθερίας του Τύπου, των συγκεντρώσεων, της ελεύθερης διαπάλης ιδεών.
Γενική εκπροσώπηση υπάρχει με την εκλογή απ' το σύνολο των σοβιέτ αντιπροσώπων που συγκροτούν το συνέδριο των σοβιέτ (ανώτατο σοβιέτ). Το όργανο αυτό είναι κυρίαρχο, συνδυάζει νομοθετικές και εκτελεστικές εξουσίες, είναι κατά πολύ υπέρτερο απ' τα υποβαθμισμένα και υποκείμενα στην εκτελεστική εξουσία αστικά κοινοβούλια. Και το κυριότερο, δεν αποξενώνεται απ' την κοινωνία όπως τα αστικά κοινοβούλια, που επικοινωνούν μέσω των κομμάτων με τους πολίτες στις εθνικές εκλογές, αλλά και στρεβλώνουν τη λαϊκή ετυμηγορία.
Παράλληλα, με ης ενισχυμένες αρμοδιότητες των σοβιέτ και των άλλων θεσμών εξασφαλίζεται μια μορφή άμεσης δημοκρατίας. Αυτή θα ενισχύεται με την ανάληψη όλο και περισσότερων εξουσιών όσο θα αναβαθμίζεται και θα οδεύει προς την απονέκρωση της η εργατική δημοκρατία.
Στο σύνολο της άρθρωσης της συμβουλιακής (σοβιετικής) δημοκρατίας, απ' το εργοστασιακό σοβιέτ ως την ανώτατη συνέλευση των σοβιέτ, ισχύουν οι βασικές αρχές του προλεταριακού κράτους που πρωτοεφαρμόστηκαν στην Παρισινή Κομμούνα, σαν δικλείδα ασφαλείας κατά της γραφειοκρατίας: η εκλογιμότητα όλων των εκλεγμένων, ο διαρκής έλεγχος τους, η ανακλητότητα, η εναλλακτικότητα.
Απ' την άλλη, μετά την επανάσταση οι μπολσεβίκοι απέκτησαν μεν την πλειοψηφία στο συνέδριο των σοβιέτ, όμως και τα άλλα κόμματα δρούσαν ελεύθερα. Μάλιστα, οι αριστεροί εσέροι συμμετείχαν στη σοβιετική κυβέρνηση μέχρι τη συνθήκη Μπρεστ-Λιτόφσκ. Δεν υπήρξε νόμος κατάργησης του πολυκομματισμού. Η κατάργηση των κομμάτων είναι απόρροια της εχθρικής στάσης τους απέναντι στη σοβιετική εξουσία στη διάρκεια του εμφυλίου.
Η δημοκρατία των συμβουλίων εξασφαλίζει τη δυνατότητα άσκησης των δημοκρατικών ελευθεριών απ' τους εργαζόμενους στο πλαίσιο βέβαια της σοσιαλιστικής νομιμότητας. Οι εργαζόμενοι δεν έχουν μόνο το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης, δραστηριότητας, εκδηλώσεων και συγκεντρώσεων αλλά τους εξασφαλίζεται και η δυνατότητα άσκησης αυτών των ελευθεριών με πρόσβαση στα μαζικά μέσα ενημέρωσης, στο υλικό προπαγάνδας, στην εξασφάλιση αιθουσών και ανοιχτών χώρων συγκέντρωσης κ.ά. Μέχρι τον εμφύλιο, αλλά σ' ένα βαθμό και στη διάρκεια του, κυκλοφορούσαν ελεύθερα εφημερίδες όλων των πολιτικών αποχρώσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μπολσεβίκοι, ενώ είχαν απαγορεύσει την έκδοση της εφημερίδας των μενσεβίκων, μετά τον Ιούνη του 1918 και το 1919 επέτρεψαν την έκδοση της. Ακόμη και για το πολυσυζητημένο θέμα αν παραχωρούνται δημοκρατικά δικαιώματα στους αστούς, ο Λένιν τόνιζε ότι δεν είναι θέμα αρχής αλλά θέμα συσχετισμού δυνάμεων.
Η στρατηγική ανατροπής του καπιταλισμού
ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ, ΟΧΙ ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΜΕΣΩ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΩΝ
Την κριτική της Ρόζας Λούξεμπουργκ για την έκπτωση της συντακτικής συνέλευσης την ταυτίζει ο δεξιός και αριστερός ρεφορμισμός, στα χνάρια του Πουλατζά, με την αστικοκοινοβουλευτική αντιπροσώπευση, ενώ η Ρόζα την αντιλαμβανόταν ως στοιχείο της συμβουλιακής διαδικασίας. Τη λενινιστική εχθρότητα υποτίθεται προς την αντιπροσωπευτική δημοκρατία αξιοποιούν και σήμερα αυτά τα ρεύματα, για να αναιρέσουν την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και να αναδείξουν τον ρεφορμιστικό δρόμο. Με βάση αυτή την αντίληψη, κατασκευάζουν μιαν αυθαίρετη συλλογική σύνθεση. Η απόρριψη της αστικής αντιπροσώπευσης ταυτίζεται με την αντίληψη του κράτους-εργαλείου, το οποίο χειρίζεται κατά βούληση η αστική τάξη και είναι αδιαπέραστο (ακόμη κι οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί του) απ' τους αγώνες των λαϊκών μαζών. Μ' αυτή την κατασκευή παρωδείται συνολικά η επαναστατική στρατηγική. Το κράτος αλληγορικά παρουσιάζεται σαν φρούριο.
Οι λαϊκές μάζες με πόλεμο κινήσεων προσπαθούν να περικυκλώσουν το φρούριο δημιουργώντας παράλληλα (δυαδική) εξουσία. Σαν φρούριο που είναι, η κρατική εξουσία δεν μπορεί παρά να αλωθεί εξ εφόδου, για να σαρωθεί μετά την άλωση μεμιάς ο κρατικός μηχανισμός και να υποκατασταθεί απ' την παράλληλη εξουσία (τα σοβιέτ). Με τέτοια κατασκευάσματα ο ρεφορμισμός, δεξιός και αριστερός, ανασκευάζει την επιστημονική επαναστατική θεωρία ανατροπής του καπιταλισμού. Ταυτίζει την επαναστατική διαδικασία με μια στιγμή της (εξέγερση, γενική απεργία, «κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων»). Ο δεξιός ρεφορμισμός απορρίπτει λόγω αστικής νομιμοφροσύνης τη δυαδική εξουσία. Ο αριστερός ρεφορμισμός (νεορεφορμισμός) την υιοθετεί φραστικά αλλά ως διαρκή διαδικασία και όχι ως αντιεξουσία, που απ' τη φύση της εμφανίζεται μόνο στη φάση όξυνσης των αντιθέσεων και της ταξικής πάλης και δεν μπορεί να είναι διαρκής. Στην εξελικτική θεωρία φυσικά δεν υπάρχει χώρος και για τη θεμελιώδη έννοια της επαναστατικής κατάστασης. Ο Πουλατζάς κάνει μια απόπειρα περιγραφής της, μιλώντας για κρίση του κράτους. Σπεύδει όμως να διευκρινίσει ότι αυτή η κρίση δεν ανάγεται στην κατάρρευση και κατάκτηση του κράτους απ' την παράλληλη αντιεξουσία του κοινωνικοπολιτικού επαναστατικού μετώπου. Σε πλήρη αντίθεση ο ρεφορμισμός επικεντρώνει το θέμα της εξουσίας στη «δομή» αστικό κράτος, που αποτελεί τη συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των τάξεων. Σύμφωνα με τη στρουκτουραλιστική αντίληψη, το ζητούμενο δεν είναι η καταστροφή της δομής-κράτος αλλά οι ποσοτικές μετατοπίσεις στο εσωτερικό της. Δηλαδή, με πολιτική ορολογία, «η ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ των λαϊκών μαζών πάνω στο στρατηγικό έδαφος του (σ.α: αστικού) κράτους». Αυτή η αντίληψη παρακάμπτει και την επαναστατική θεωρία της καταστροφής των κρατικών μηχανισμών, ιδιαίτερα των κατασταλτικών, αντικαθιστώντας την καταστροφή με τη θεωρία της αλλαγής του συσχετισμού στο εσωτερικό τους!
ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εξουσία πλειοψηφίας των εργαζομένων
Η προσφιλέστερη κατηγορία κατά της εργατικής δημοκρατίας είναι ο υποτιθέμενος αντιδη-μοκρατισμός της, η καταστρατήγηση ελευθεριών και δικαιωμάτων, η επιβολή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ωστόσο η εργατική δημοκρατία είναι η μόνη πραγματική δημοκρατία με την κυριολεκτική έννοια του όρου.
Είναι η εξουσία της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργαζόμενων τάξεων και όχι μιας δράκας εκμεταλλευτών. Είναι εξουσία με κοσμοϊστορική αποστολή, εφόσον δεν καταργεί μόνο την καπιταλιστική αλλά γενικά την κάθε είδους κοινωνική εκμετάλλευση. Συγκεράζει την άμεση δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία των σύγχρονων πολυάνθρωπων κοινωνιών, χωρίς να αποξενώνεται απ' την κοινωνία, όπως η αστική εξουσία, αλλά συναρθρώνεται διαλεκτικά μ' αυτήν συγκροτώντας απ' τα κάτω προς τα πάνω ένα πλέγμα δομημένο στις αρχές της Παρισινής Κομμούνας, με βάση τις οποίες ο Μαρξ αναφώνησε ότι ανακαλύφθηκε η μορφή του εργατικού κράτους. Οι αρχές αυτές είναι η εκλογιμότητα, ο έλεγχος, η ανακλητότητα, η εναλλαγή των εκλεγόμενων.
Η εργατική δημοκρατία δεν θεσπίζει απλώς δικαιώματα πρωτόγνωρα στην ιστορία, όπως η δυνατότητα ανάκλησης των εκλεγμένων, και στο πιο υψηλό επίπεδο, την ιδιοκτησία αλλά και τη διαχείριση των μέσων παραγωγής. Εξασφαλίζει και τους όρους για την άσκηση αυτών των δικαιωμάτων: Οικονομική άνεση, ελεύθερο χρόνο, τα απαιτούμενα υλικά μέσα (ΜΜΕ, χώρους, σχολεία, νοσοκομεία, φυσικό περιβάλλον κ.ά.), εκπαίδευση όχι μόνον ειδική - επαγγελματική αλλά και γενική ανθρωπιστική.
Η αγοραία κατασυκοφάντηση του πολιτικού εποικοδομήματος της σοσιαλιστικής κοινωνίας απ' τους αστούς ιδεολόγους και πολιτικούς τροφοδοτείται από αντικειμενικούς παράγοντες αλλά και απ' τις ταξικές ιδεοληψίες τους.
Οι πρώτοι αφορούν την παραμόρφωση και τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό του εργατικού κράτους στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και τη μετάλλαξη τους σε ιδιότυπα εκμεταλλευτικά καθεστώτα. Αυτή είναι η πραγματικότητα και δίκαια δέχεται τα βέλη της κριτικής. Η αστική κριτική όμως είναι κακόπιστη και στρεβλωτική, γιατί παραγνωρίζει τα ιστορικά επιτεύγματα της εργατικής δημοκρατίας που αποτελούν παρακαταθήκη ιστορικής εμβέλειας (νικηφόρα λαϊκή επανάσταση, κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, εξουσία των συμβουλίων εργατών και αγροτών κ.ά.). Αλλά και μετά τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό του εργατικού κράτους διατηρήθηκαν ορισμένες σημαντικές κατακτήσεις σαν αποτέλεσμα της αρχικής δυναμικής της επανάστασης, όπως η εξάλειψη της φτώχειας και της ανεργίας, η δωρεάν παιδεία και περίθαλψη, η στέγαση, η ενέργεια, οι συγκοινωνίες, η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, ο κεντρικός, αν και γραφειοκρατικός, σχεδιασμός της οικονομίας.
Τη λυσσαλέα επίθεση όχι απλώς κατά του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αλλά κατά των δυνατοτήτων της εργατικής δημοκρατίας υποθάλπει και η πανσπερμία των ενδοαριστερών αντιλήψεων και η οξύτητα σε αρκετές περιπτώσεις των αντιπαραθέσεων τους για το εργατικό κράτος. Στο έδαφος τους όμως κερδοσκοπεί και η αστική ιδεολογία, για ν' απαξιώσει γενικά και να αμαυρώσει το εργατικό κράτος. Όπως συνέβη, για παράδειγμα, με την κριτική της Ρόζας Λούξεμπουργκ στους μπολσεβίκους για την έκπτωση της συντακτικής συνέλευσης, που από επιτήδειους ιδεολόγους περίπου παρουσιάστηκε σαν υπεράσπιση της αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Εντούτοις οι αμύντορες της αστικής δημοκρατίας δεν δικαιούνται να κομπορρημονούν για τον «παράδεισο» της δημοκρατίας τους. Στην πραγματικότητα, η δημοκρατία τους είναι επιτροπή διαχείρισης των καπιταλιστικών συμφερόντων!