Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

Στέλιος Καρδάρας. Ο 18χρονος ήρωας της αντίστασης που δολοφόνησαν οι ταγματασφαλίτες, αφού πρώτα του έκοψαν τα γεννητικά όργανα


Ενας θρύλος του επαναστατικού κινήματος, ένα παλικάρι μόνο 18χρονών, που το όνομα του έχει γραφτεί με ανεξίτηλα γράμματα στην ιστορία του αντιστασιακού αγώνα ενάντια στους κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους, δολοφονείται σαν σήμερα 18 Αυγούστου 1944, αφού πρώτα το σώμα του δέχτηκε όλη την κτηνωδία το ένοπλου δωσιλογισμού. Τον λέγαν Στέλιο Καρδάρα (Σπανός).

Ηταν ένα φτωχόπαιδο που γεννήθηκε το 1926 από πρόσφυγες γονείς στην Κοκκινιά και έμενε στην Αγία Σοφία Πειραιά.
Με την ίδρυση του ΕΑΜ γίνεται μέλος του με αρχική δράση του σαν σαλταδόρος, κλέβοντας όπλα για λογαριασμό του ΕΛΑΣ και τρόφιμα, τα οποία μοίραζε στον κόσμο. Περνάει στον εφεδρικό ΕΛΑΣ για να διακριθεί τόσο για τους αγώνες του, ώστε να γίνει ομαδάρχης της Οργάνωσης Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών (ΟΠΛΑ).
Τα εκρηκτικά «τα έπαιζε στα δάχτυλα» γι΄ αυτό και βρέθηκε να είναι ένας απ’ τους ηρωικότερους σαμποτέρ της αντίστασης που ανατίναζε αυτοκίνητα και αποθήκες των κατακτητών.

Οι Ταγματασφαλίτες τον έτρεμαν. Δεν μπορούσαν να ξεχάσουν ότι ο Στέλιος Καρδάρας έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο μαζί με την ομάδα του, και με μαχητές  του 3ου Τάγματος του ΕΛΑΣ, στην μάχη της Κοκκινιάς της 7ης Μάρτη 1944, όταν τα ένστολα καθάρματα που συνεργαζόταν με τους Γερμανούς είχαν πάθει πανωλεθρία. Ενας ταγματάρχης των ταγματασφαλιτών, ο Λαζάρου, μαζί με 8 γερμανοτσολιάδες και 3 χωροφύλακες σκοτώνονται ενώ τραυματίζονται 20 γερμανοντυμένα τομάρια.

Λίγους μήνες αργότερα ο Στέλιος Καρδάρας έπαιξε βασικό ρόλο στην ομάδα της ΟΠΛΑ που ανέλαβε να εκτελέσει 50 ταγματασφαλίτες και Γερμανούς για να εκδικηθεί την εκτέλεση με βασανιστήρια της ηρωίδας Ηλέκτρας Αποστόλου.

Ξημέρωσε όμως η μαύρη μέρα. 18 Αυγούστου 1944. Μια μέρα μετά το μπλόκο της Κοκκινιάς. Ο Στέλιος έπεσε σε ενέδρα των ταγματασφαλιτών σε μια στέρνα στον Άη Γιάννη το Ρέντη.
«Χαρές και πανηγύρια» για τα εγκληματικά καθάρματα. Είχαν στα χέρια τους ένα 18χρονο παλικάρι που τους είχε εξευτελίσει σε μάχες, τους είχε γελοιοποιήσει με το απίστευτο θάρρος του και τις ζημιές που τους είχε προκαλέσει. Και τότε οι ένοπλοι δωσίλογοι έδειξαν όλο τον «ανδρισμό» τους. Βασάνισαν φρικτά τον νεαρό ήρωα φτάνοντας στο σημείο να του κόψουν τα γεννητικά του όργανα πριν τον δολοφονήσουν.

Ας ακούσουμε πώς αφηγείται όλα αυτά ο ρεμπέτης Μιχάλης Γενίτσαρης σε συνέντευξη που είχε δώσει στην «Ελευθεροτυπία»:
«…Το 1944 οι συνεργάτες των Γερμανών, κι όλοι ξέρουμε ποιοι ήτανε, σκοτώσανε ένα φίλο μου, τον Στέλιο τον Καρδάρα. Δυο μέτρα μπόι ήτανε και παλικάρι που δεν λέγεται για τη λεβεντιά του… παιδί, λέμε, 18 χρονώ κι ήτανε απ’ τους μεγαλύτερους σαμποτέρ. Ητανε ο φόβος και τρόμος των Γερμανών απ’ τις ζημιές που τους έκανε και τον είχανε στο μάτι…

Τους είχε σακατέψει στα σαμποτάζ. Στη στεριά και στο πέλαγος τον κυνηγούσανε, αλλ’ αυτός άπιαστος συνέχιζε τις ζημιές. Και τι δεν κάνανε για να τον πιάσουν. Πληρωμένους χαφιέδες βάλανε για να μάθουνε πού κρύβεται. Ο Θεός της φτωχολογιάς ήτανε… όλοι τόνε θυμούνται και σήμερα για όσα έκανε για τους φτωχούς.

Μια φορά, με τα πιστόλια στο χέρι, σταμάτησε ένα γερμανικό αυτοκίνητο με τυριά… κατέβασε τους Γερμανούς κι άρχισε να μοιράζει τα τυριά στον κόσμο… έπρεπε να ‘βλεπες τη σκηνή… Μπουλούκια κόσμος μαζεύτηκε αμέσως κι έπαιρνε όσα μοίραζε ο Στέλιος… πλάκωσαν τα γερμανικά φρουραρχεία… ο Καρδάρας άφαντος. Πολλά κατορθώματα έκανε το παιδί αυτό…

Ητανε κι απ’ τους καλύτερους σαλταδόρους… Μια φορά πήδηξε σ’ ένα αυτοκίνητο που ‘χε μουσαμά πίσω, που σκέπαζαν τα πράγματα. Οι Γερμανοί είχανε πάρει χαμπάρι ότι σαλτάρανε, κι αρχίζανε και βάζανε πού και πού σκοπούς πίσω, κρυμμένους, για να μην τους βλέπουν οι σαλταδόροι. Ετσι γίνηκε και όταν πήδηξε ο Καρδάρας στο αυτοκίνητο και άρχισε να πετάει πράματα. Από τη φούρια του, άρπαξε και τον Γερμανό που ήταν κρυμμένος και σκεπασμένος με το μουσαμά και τόνε πέταξε κι αυτόν στο δρόμο…

Τον κυνηγάγανε με μανία. Δεν άφηνε αυτοκίνητα, τρένα, αποθήκες που να μην τα ανατινάξει… Γερμανόφιλοι, χαφιέδες τέτοιοι… ταγματασφαλίτες… του στήσανε ενέδρα στα περιβόλια στο Ρέντη… Δεν θα τον πιάνανε ποτέ τον Στέλιο, αλλά ήτανε άτυχος, πολύ άτυχος -κι αυτό του πήρε τη ζωή…

Καλοκαίρι ήτανε και πήγε σε μια στέρνα να πλυθεί. Εβγαλε τα ρούχα του, ακούμπησε τα πιστόλια δίπλα του και μόλις έσκυψε να πλυθεί, πέσανε πάνω του και τόνε πιάσανε. Τον δέσανε μ’ ένα σύρμα και τον πήγανε προς τον Αγιο-Διονύση, στη Δραπετσώνα. Πενήντα τουφέκια πέσανε πάνω του να βγάλουν το άχτι τους -το μίσος που του ‘χανε. Του κόψανε και τα γεννητικά όργανα. Τ’ όνομά του έγινε ύμνος στον Περαία κι όλοι κλάψανε το χαμό του…

Ηρθανε και με πήρανε ΕΑΜίτες, αντάρτες, και με πήγανε στην Κοκκινιά. Πέντε χιλιάδες κόσμος μαζεύτηκε στην πλατεία, φέρανε κάτι παλιά μεγάφωνα και ‘παιξα το τραγούδι… κρατήσαμε ένα λεπτό σιγή στη μνήμη του παλικαριού… όσο τραγούδαγα, όλος ο κόσμος έκλαιγε… Μεγάλος πατριώτης ο Καρδάρας και ψυχή που δε λέγεται, από προδοτικές σφαίρες πήγε. Ελληνες είμαστε…».


Εδώ να πούμε ότι ο Μιχάλης Γενίτσαρης είχε μια τρικυμιώδη ζωή και ίσως κάποια στιγμή παραθέσουμε κεφάλαια από την αυτοβιογραφία του που έχει τίτλο: «Μάγκας από μικράκι».
Απλώς να σημειώσουμε τώρα ότι το Μεταξικό καθεστώς τον έστειλε στη Νιο ως δημόσιο κίνδυνο διότι, όπως του είπανε, είχε μπλέξει σε πολλές φασαρίες και αν και ο ίδιος δεν έλαβε ενεργά μέρος στην Εθνική Αντίσταση στα τραγούδια του μιλάει με απέχθεια για τους μαυραγορίτες και τους συνεργάτες των Γερμανών, βλέπει με θαυμασμό τους σαλταδόρους, ενώ υμνεί τα παλικάρια της Αντίστασης.

Μάλιστα έγινε διαχρονικό το τραγούδι «Ο Σαλταδόρος» που είχε γράψει για τον Στέλιο Καρδάρα.

Αυτό το τραγούδι ακούστηκε για πρώτη φορά στην πλατεία της Κοκκινιάς σε εκδήλωση που οργάνωσε ο ΕΛΑΣ για να τιμήσει τον συνθέτη και τραγουδιστή. Ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Μόλις έβαλα μουσική και το ’παιξα λίγες φορές, το μάθανε παντού. Το μάθανε όλοι οι σαμποτέρ, οι αγωνιστές, οι αντάρτες, όλοι. Το μάθανε και ήρθανε και με πήρανε ΕΑΜίτες και αντάρτες, και με πήγανε στην πλατεία στην Κοκκινιά. Πέντε χιλιάδες κόσμος και παραπάνω μαζεύτηκε. Με βάλανε και το ’παιξα και το τραγούδησα. Πριν αρχίσω, κρατήσαμε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του ήρωα. Όταν το τραγουδούσα όλος ο κόσμος έκλαιγε».
«Πενθοφορεί η Αγιά Σοφιά,
Παλιά και Νέα Κοκκινιά,
κλάψε κι εσύ τώρα, ντουνιά,
πιάσαν τον Στέλιο τα σκυλιά.

Τον πιάσαν γερμανόφιλοι
και ταγματασφαλίτες
τον Στέλιο τον Καρδάρα μας,
στο Ρέντη, οι αλήτες.

Δεμένο τον επήγανε
προς τον Άγιο Διονύση,
δέκα ντουφέκια του ‘ριχναν,
ώσπου να ξεψυχήσει.

Θεέ μου, ας προλάβαινες,
να ‘κανες άλλη κρίση,
 που ‘χε μανούλα κι αδελφές
και έπρεπε να ζήσει.

Άδικα τον σκοτώσανε,
λες κι ήτανε κατάρα,
 γιατ’ ήταν στην Αντίσταση,
τον Στέλιο τον Καρδάρα»....

Σάββατο 17 Αυγούστου 2019

17 Αυγούστου του 1944 μπλόκο της Κοκκινιάς - Αστικό κράτος και δοσιλογικά καθάρματα

Φέρνοντας στην μνήμη μας όσα έγιναν στις 17 Αυγούστου του 1944 στο μπλόκο της Κοκκινιάς, είναι καλό είναι να θυμηθούμε τον τρόπο με τον οποίο το αστικό κράτος αντιμετώπισε τα καθάρματα που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή είτε ως κουκουλοφόροι είτε ως ταγματασφαλίτες στο μπλόκο της Κοκκινιάς.

Οι πρωταγωνιστές της σφαγής, τα δοσιλογικά καθάρματα, οι «οι καταραμένοι τσολιαδοχωροφύλακες» που μαζί με τους Γερμανούς «βασάνισαν, χτύπησαν ανελέητα, τους έβγαλαν τα μάτια και πτώματα πια του εκτέλεσαν» -σ.σ τους Εαμίτες- (όπως αναφέρει προκήρυξη της Αχτιδικής Επιτροπής Κοκκινιάς του ΚΚΕ) «ανταμείφτηκαν πλουσιοπάροχα» για τις «υπηρεσίες» στον κατακτητή από τις μετέπειτα μοναρχοφασιστικές κυβερνήσεις. Τα τομάρια, οι προδότες εγκληματίες, που έφεραν τα ονόματα Πλυτζανόπουλος, Σγούρος, Μπουραντάς, και οι οποίοι πρωτοστάτησαν στο μακέλεμα του λαού της Κοκκινιάς μόνο «εθνικοί ευεργέτες» που δεν ανακηρύχτηκαν.


Τον Μάρτη του 1947, σε μια δίκη φιάσκο απ’ το λεγόμενο «Γ’ δικαστήριο δωσιλόγων» απαλλάχθηκαν και συνέχισαν το «θεάρεστο έργο» τους, από άλλα πόστα. Ο Πλυτζανόπουλος προήχθη και έγινε υποστράτηγος του κυβερνητικού στρατού για να εμφυσήσει το «πατριωτικό του πνεύμα» στους υφισταμένους του.


Ο Σγούρος διορίστηκε διοικητής του 3ου Τάγματος Μακρονήσου. 

Για τα νέα καθήκοντα αυτού του «εθνικόφρονα» και τις δραστηριότητες του μαθαίνουμε από επιστολή φαντάρων της Μακρονήσου που δημοσιεύτηκε στον "Ριζοσπάστη" στις 25 Ιούνη 1945.

«Αγαπητέ Ριζοσπάστη

Σου γράφουμε από το απαίσιο στρατόπεδο του Μακρονησιού – Λαυρίου («Β’ Τάγμα Σκαπανέων» το ονομάζουν οι δήμιοί μας για να ρίξουν στάχτη στα μάτια του κόσμου).
Στο στρατόπεδο αυτό μας μετέφεραν για να μας ξεκάνουν. Μακριά από τον κόσμο, ανενόχλητοι και μεθοδικά βάλθηκαν να μας εξοντώσουν. Ξεκινήσαμε για τον καταραμένο αυτό τόπο από το Πόρτο – Ράφτη τα ξημερώματα της 26 Μαΐου κατά λόχους. Τρεις μέρες χρειάσθηκαν για να μεταφερθούμε, 1.500 δημοκρατικοί φαντάροι, σαν πρόβατα επί σφαγήν, στο απαίσιο στρατόπεδο του Μακρονησιού.

Πριν μας μεταφέρουν έψαχναν φαίνεται να βρουν τον τόπο που σίγουρα προορίζουν για τάφο μας. Και δεν άργησαν. Πρόκειται για ένα άνυδρο νησί που ούτε κατσίκια δε φιλοξενεί. Είναι ολόγυμνο. Ιχνος δένδρου δεν υπάρχει. Μερικά σκίνα αποτελούν το μόνο διάκοσμό του. Μόλις πατήσαμε το πόδι μας ζαλισμένοι, νηστικοί και διψασμένοι, το πρώτο πράγμα που αντικρίσαμε ήταν μια ατέλειωτη σειρά από τάφους και μνήματα Τούρκων και Βουλγάρων αιχμαλώτων του πολέμου 1912-13.

Από την πρώτη μέρα άρχισε το μαρτύριό μας. Μας βάζουν να γκρεμίζουμε αυτούς τους τάφους. Ολημερίς πνιγμένοι στον ιδρώτα και τη σκόνη, κατάκοποι, πεινασμένοι και τρισάθλιοι με το μαστίγιο πάνω από τα κεφάλια μας, δίχως νερό σκάβουμε. Τα μνήματα και οι τάφοι γκρεμίζονται από τις σκαπάνες μας που ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά για να ξεχώνουν πολλές φορές και τα κόκαλα. Ατέλειωτες φάλαγγες σχηματίζουμε καθώς πηγαινοερχόμαστε κουβαλώντας πέτρα και χαλίκι. Τα σώματά μας γέρνουν από την κούραση μα δεν τολμούμε να αφήσουμε τις σκαπάνες, γιατί βαρύς πέφτει πάνω μας ο βούρδουλας των αλφαμιτών (Αστυνομία Μονάδος).

 Οι μέρες μας μία – μία έτσι δραματικές, απαίσιες κυλούν. Και όσο βλέπουν ότι δε λυγάμε, τόσο λυσσούν. Εχουν όμως διδαχθεί πάρα πολλά οι μαθητές του Χίτλερ. Και αφού είδαν και απόειδαν, άλλαξαν τακτική. Βάζουν τώρα μπροστά από τη φάλαγγα Χίτες με τα κλαρίνα και τα βιολιά μερικών συναδέλφων που τάχουν φέρει μαζί τους και ξεκινάμε για το σκάψιμο “εν χορδαίς και οργάνοις”. Εως ότου φτάσουμε στο καθημερινό μαρτύριο βιολιά και κλαρίνα χτυπούν ακατάπαυστα κι εκνευριστικά. Πίσω σχηματίζεται μια αληθινή νεκρική πομπή. Τα κορμιά λυγίζουν από το βάρος που φέρνουν στις πλάτες. Η πείνα έχει αρχίσει να θερίζει τα αδειανά στομάχια μας. Τα πόδια σούρνονται στο χώμα. Μα τα κεφάλια στέκουν ψηλά για να συμβολίζουν τις αδούλωτες ψυχές των ζωντανών σκελετών και να θυμίζουν στους δήμιους ότι τίποτα δεν είναι ικανό να μας γονατίσει.

Το συσσίτιο είναι απαίσιο (μια κουταλιά νερό με 2- 3 όσπρια μέσα). Και αν τολμήσεις να μιλήσεις, αμέσως ο λοχαγός σε στέλνει στο “σιδηρωτήριο” (θάλαμος βασανιστηρίων της Αστυνομίας Μονάδος). Και όταν πας εκεί φεύγεις άρρωστος, ανίκανος να σταθείς στα πόδια σου για 2 βδομάδες. Αν πεις για το νερό… κουβαλιέται μέσα σε δοχεία βενζίνης και πετρελαίου από το Λαύριο. Πολλές φορές δεν τολμάς όχι να το δοκιμάσεις, αλλά ούτε και να το μυρίσεις.

Στις 11 Ιουνίου η σάλπιγγα χτύπησε συγκέντρωση τάγματος. Πάλι πέτρα σκεφτήκαμε όλοι μας. Αυτή τη φορά όμως γελασθήκαμε. Δε μας ήθελαν για πέτρα. Μας μίλησαν με το καλό. Μας είπαν ότι είμαστε καλοί και πειθαρχικοί στρατιώτες και όχι απείθαρχοι όπως αυτοί της Κρήτης. Υστερα ο υπασπιστής του τάγματος μας διάβασε τη διαταγή του διοικητήΑρχιζε αυτή από τον αναρχοκομμουνισμό και κατέληγε ούτε λίγο, ούτε πολύ, με τρόπο εύσχημο στην παρότρυνση για υπογραφή δηλώσεων “παντός εντίμου Ελληνος πατριώτου”…

Την άλλη μέρα οι διοικητές των λόχων καλούσαν ένα – ένα φαντάρο χωριστά και τον επίεζαν με όλα τα θεμιτά και αθέμιτα μέσα να υπογράψει την εξής δήλωση:

 “Ο κάτωθι υπογεγραμμένος… κλάσεως… εκ… και διαμένων εις… δηλώ υπευθύνως και εν γνώσει των συνεπειών του νόμου περί ψευδούς δηλώσεως και χωρίς να ασκηθή βία τα κάτωθι: Ουδέποτε υπήρξα κομμουνιστής και ουδεμίαν σχέσιν έχω με το συνωμοτικόν ΚΚΕ. Προσεχώρησα εις το ΕΑΜ με σκοπόν να απελευθερώσω την πατρίδα μου από τους κατακτητάς.. Μετ’ ολίγον καιρόν αντελήφθην ότι όπισθεν του ΕΑΜ ήτο το ΚΚΕ το οποίο ήτο η πηγή πάσης ενεργείας και πράξεως του ΕΑΜ. Επειδή είμαι γνήσιο Ελληνόπουλο καταδικάζω και αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας όλας τας αναρχοβουλγαροκομμουνιστικάς οργανώσεις: ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, ΕΑ, αίτινες αποτελούν τα εγκληματικά σλαυόβουλα και αντεθνικά συγκροτήματα, σκοπός των οποίων είναι η κατασκόπευσις παντός ό,τι αφορά το κράτος και ιδία τον στρατόν και η υποδούλωσις της φυλής μας εις τους προαιώνιους εχθρούς μας Βουλγάρους – Σέρβους και γενικώς σλαύους οίτινες πάντοτε ατίμως και υπούλως είτε διά της πανσλαυιστικής ιδέας, προσπαθούν να αποσπάσουν εδάφη άτινα είναι ποτισμένα με ιδρώτα και αίμα των προγόνων μας. Τίθεμαι πολέμιος των άνω σλαβοδούλων και ανθελληνικών συγκροτημάτων μέχρι της τελικής εξαλείψεως των. Η παρούσα μου επιθυμώ να δημοσιευθή εις τον τύπον και αναγνωσθή εις την εκκλησίαν της ενορίας μου. Β. Σ. Γ. 802 τη… Ο Δηλών…..”.

Ας το μάθη ο ελληνικός λαός, ο κόσμος ολόκληρος πως ποτέ τα 1500 στρατευμένα παιδιά του λαού δε θα υπογράψουν μια τέτοια δήλωση. Είμαστε δημοκράτες και πιστεύουμε ακράδαντα στη Δημοκρατία. Εχουμε κλεισμένη μέσα μας την Ελλάδα και το Λαό της. Είμαστε διατεθειμένοι να γεμίσουμε τους τάφους και τα μνήματα, που τώρα σκάβουμε, με τα δικά μας κορμιά, βέβαιοι πως κάποτε, πολύ σύντομα ο ελληνικός λαός θα στήσει εκεί ανδριάντες ηρωισμού και παλικαριάς.

Εμείς οι 1.500 δεσμώτες του “Β’ τάγματος Σκαπανέων” από το ξερόνησο Μακρονήσι, με μια φωνή βροντοφωνάζουμε: Δεν υπογράφουμε την εξευτελιστική δήλωση που μας ζητάνε. Αυτή είναι η τελευταία μας λέξη. Δεν έχουμε να πούμε τίποτα άλλο».

Να κλείσουμε την ανάρτησή μας με μια επισήμανση για το … πως γράφουν την ιστορία οι νικητέςΗ Απριλιανή χούντα διόρισε τον ανιψιό του Πλυντζανόπουλου δήμαρχο Κοκκινιάς κι αυτός στον τόπο του Μπλόκου τοποθέτησε επιγραφή, που έγραφε: «Προδόται και μασκοφόροι κομμουνισταί, και εαμίται, ελασίται, παρέδωσαν εις τους βαρβάρους κατακτητάς την 17ην Αυγούστου 1944, αγνούς πατριώτας αγωνιστάς της Εθνικής Αντίστασης. Τέκνα ηρωικά της Νίκαιας, οι οποίοι και εξετελέσθησαν εις τον χώρον τούτον». 



17 Αυγούστου 1944: Γερμανοί κατακτητές και ντόπια δοσιλογικά καθάρματα μακελεύουν τους πατριώτες της Κοκκινιάς

Εμπλουτίζοντας τις αναφορές που ήδη έχουμε κάνει, (δείτε τις παραπομπές στο τέλος της ανάρτησης), για την τρομερή κτηνωδία που διέπραξαν οι Γερμανοί κατακτητές και τα ντόπια δοσιλογικά καθάρματα που υπάκουαν στις διαταγές τους, στις 17 Αυγούστου 1944 στην Κοκκινιά, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο που έχει εκδώσει ο  Δήμος Νίκαιας με τίτλο «Το Μπλόκο της Κοκκινιάς».

Πριν απ’ αυτό να θυμίσουμε κάτι που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο. Ενώ στα μπλόκα που σαν στόχο είχαν την εξόντωση δυνάμεων του ΕΛΑΣ και την σύλληψη ομήρων για τα Γερμανικά στρατόπεδα εργασίας, συμμετείχαν επίλεκτες κατοχικές δυνάμεις –Μονάδες της Βέρμαχτ και τμήματα των Waffen SS-  την μεγαλύτερη σκληρότητα και κτηνωδία απέναντι στους έλληνες πατριώτες την έδειχναν τα ντόπια τομάρια (ταγματασφαλίτες, Μπουραντάδες, Παπαγιώργηδες κ.α) που ήταν τσιράκια των κατακτητών. (Μνημείο κυνισμού έμεινε η απολογία του Ν. Μπουραντά στις δίκες -παρωδία στα δικαστήρια δοσιλόγων που έγιναν μετά την απελευθέρωση: «Εγώ τρώγω ένα ξεροκόμματο βουτηγμένο στο αίμα! Αλλά ρέει στις φλέβες μου άφθονο ελληνικό αίμα», είχε πει μεταξύ άλλων).

Επίσης μην παραλείψετε να διαβάσετε την ανάρτησή μας που αναφέρεται στην αντιμετώπιση που είχαν από το αστικό κράτος, μετά την απελευθέρωση, τα ντόπια καθάρματα που συνεργάστηκαν με τις κατοχικές δυνάμεις.

Το κείμενο που αναφέραμε από την έκδοση του Δήμου Νίκαιας:


Πέμπτη, 17 Αυγούστου 1944

«(...) Στις 2:30 το πρωί ξεκινά το δράμα της ομαδικής σφαγής που θ' ακολουθήσει όταν ανέβει ο ήλιος ψηλά. Δεκάδες γερμανικά καμιόνια περικυκλώνουν τις γύρω περιοχές που περικλείουν την Κοκκινιά, από Κορυδαλλό, Αιγάλεω, Δαφνί και Ρέντη μέχρι Κερατσίνι, Φάληρο και Πειραιά, ο κλοιός σφίγγει.

Τα χαράματα Παρασκευής 17ηςΑυγούσιου του 1944. Πριν ακόμα φέξει το πρώτο φως του ήλιου, η Κοκκινιά (Νίκαια) βρέθηκε κυκλωμένη απ' όλες τις μεριές. Περίπου 3.000 βαριά οπλισμένοι με πολυβόλα, όλμους, μυδράλια, ταχυβόλα, αυτόματα, Γερμανοί και Έλληνες ταγματασφαλίτες κυκλώνουν την πόλη ...

Επικεφαλής των ταγματασφαλιστών ο συνταγματάρχης Ιωάννης Πλυντζανόπουλος, ο ταγματάρχης Γιάννης Σγουρός και ο Διοικητής του μηχανοκίνητου τμήματος της Αστυνομίας Νίκος Μπουραντάς.
Μετά τις 6:00 π.μ. ακούγονται τα «χωνιά» των ταγματασφαλιτών στους δρόμους της Κοκκινιάς:

«Προσοχή-προσοχή! Σας μιλάνε τα τάγματα ασφαλείας. Όλοι οι άνδρες από 14-60 ετών να πάνε στην πλατεία της Οσιας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Όσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου».

Πανικός σε κάθε σπίτι σε κάθε δρόμο της πόλης. Μερικοί κρύβονται όπως-όπως σε στέγες, καταπακτές, πηγάδια, όπου βρουν. Με υποκόπανους γκρεμίζονται οι πόρτες των φτωχών παραγκόσπιτων και με βρισιές και κλωτσιές σέρνονται κυριολεκτικά προς τον τόπο του μαρτυρίου, εκατοντάδες αγωνιστές. Αρκετοί ήταν εκείνοι που δεν υπάκουσαν στην εντολή και εκτελέστηκαν επί τόπου στα σπίτια τους ...

Οι Γερμανοί αρχίζουν να καίνε σπίτια. Οι ταγματασφαλίτες μπαίνουν στα σπίτια και αρπάζουν ότι βρουν, καταστρέφουν, καίνε, βρίζουν χτυπούν ...

Οι πρώτοι νεκροί πέφτουν σε διάφορους δρόμους.
Μέσα σε μια ατμόσφαιρα τρόμου που επιτείνονταν από τους αναρίθμητους πυροβολισμούς και τις εκρήξεις χειροβομβίδων μάζεψαν όλους τους άνδρες δεκατεσσάρων έως εξήντα ετών στην πλατεία Οσιας Ξένης, όσοι μπορούσαν να χωρέσουν στην πλατεία ...

Γύρω στις 8.00 π.μ. η πλατεία της Οσιας Ξένης, αλλά και οι γύρω δρόμοι, έχουν γεμίσει από κόσμο. Περίπου 25.000 άτομα.

Χωρίζονται κατά ομάδες σε πεντάδες με κενά μεταξύ τους για να μπορούν να περνούν οι δήμιοι και να υποδεικνύουν όποιον θέλουν. Η εντολή είναι να κάθονται γονατιστοί με ψηλά το κεφάλι. ...
Ο συνταγματάρχης των ταγματασφαλιτών I. Πλυντζανόπουλος, που φοράει κάσκα και κρατά μαστίγιο, δίνει το γενικό πρόσταγμα. Ο ταγματάρχης Γ. Σγούρος με το γιο του «μπέμπη» (Θεόδωρο Σγούρο) που είναι ντυμένος τσολιάς και οπλισμένος με αραβίδα, παίρνουν θέσεις ...

Στην πλατεία εμφανίζονται ελάχιστοι Κοκκινιώτες που φορούν μαύρες κουκούλες ... ως γνήσιοι προδότες (...) υποδεικνύουν ποιους θα εκτελέσουν ...
 Κιρκόρ Μπαταβιαν, Γρηγόρης Ιωαννίδης, Μπεμπέκογλου, Μεϊμάρης κ.α αρχίζουν να υποδεικνύουν πατριώτες.

Ο γνωστός χαφιές της Κοκκινιάς Μπατράνης, διακρίνει μέσα στο πλήθος το λοχαγό του ΕΛΑΣ Αποστόλη Χατζηβασιλείου και με ειρωνεία τον χαιρετά «τα σέβη μου λοχαγέ». Αμέσως χιμούν πάνω του οι ταγματασφαλίτες, και με την ξιφολόγχη του βγάζουν το μάτι, του σχίζουν τα μάγουλα, τον περιφέρουν ανάμεσα στο πλήθος, ζητώντας του να προδώσει. Η απάντηση του ΕΛΑΣίτη λοχαγού ήταν «Πατριώτες, σηκώστε το κεφάλι, μη φοβάστε. Δεν πρόκειται να προδώσω κανέναν». Σέρνεται για να κρεμαστεί αναίσθητος. Λίγο πριν το τέλος του ψέλλισε. «ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ ΕΚΔΙΚΗΣΗ»!!!.

Ακολουθεί ο γραμματέας της ΚΟΒ Κιλικιανών του ΚΚΕ Παναγιώτης Ασμάνης που τον κομμάτιασαν στην κυριολεξία καθώς τον έσερναν για την εκτέλεση. Τον Ασμάνη τον σκότωσε ο ίδιος ο Πλυντζανόπουλος.

Οι κουκουλοφόροι σαν φίδια σέρνονται μέσα στο πλήθος και διαλέγουν... κι ο δήμιος εκτελεί. Μέχρι να τους πάνε στον τόπο της εκτέλεσης τους βασανίζουν απάνθρωπα για να προδώσουν ...

Ο τόπος εκτέλεσης είναι κοντά στη πλατεία της Οσιας Ξένης στη μάντρα ενός Ταπητουργείου που έχει προαύλιο μαντρωμένο δίπλα στην πλατεία που ανήκει στον υφαντουργό Παγιασλή.
Ο Γερμανός δήμιος που βρίσκεται στο πόστο του μέσα στη «Μάντρα» πίνει συνέχεια ούζο και με το όπλο του συνεχώς εκτελεί. Πίνει, βρίζει, εκτελεί και συνεχώς αναφωνεί «άλλες κόμουνιστ καπούτ», (σ.σ «Όλοι οι κομμουνιστές θα πεθάνουν»)...

Η αγωνία της διαλογής συνεχίζεται, οι ριπές στη Μάντρα συνεχίζονται, το μαρτύριο τελειωμό δεν έχει. Τη στιγμή αυτή ξεχωρίζει ο ηρωισμός του αγωνιστή Κώστα Περιβόλα ο οποίος την ώρα που τον διαλέγουν για εκτέλεση, ορμά πάνω στον Πλυντζανόπουλο και τον πιάνει από το λαιμό. Ο δήμιος προλαβαίνει και τον εκτελεί επιτόπου.

Λίγο μετά το μεσημέρι σταματούν οι εκτελέσεις ...

76 Νικαιώτες εκτελέστηκαν στην «Μάντρα», 50 εκτελέστηκαν στην «Μάντρα» στα Αρμένικα 40 κάηκαν στο «Σχιστό» και άλλοι δολοφονήθηκαν στους δρόμους και στα σπίτια τους.

Στο χώρο της Μάντρας η εικόνα είναι τρομερή. Σωρός τα πτώματα, τσουβαλιασμένα το ένα πάνω από το άλλο. Το αίμα έχει καλύψει το πάτωμα στον στεγασμένο χώρο.

Οι Γερμανοί αηδιασμένοι δίνουν διαταγή στους κουκουλοφόρους να σκυλέψουν τους νεκρούς. Αυτοί ορμούν πάνω στα εκτελεσμένα κορμιά και αρχίζουν να τους παίρνουν ότι αντικείμενα αξίας είχαν πάνω τους. Ρολόγια, δαχτυλίδια, βέρες, δόντια κ.α. 
Οι Γερμανοί βλέπουν με αποτροπιασμό την κατάντια τους εκτελούν κάποιους από αυτούς επί τόπου. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν και οι Μπατράνης και Μπεμπέκογλου οι οποίοι με την κουκούλα στην τσέπη αφήνουν τα κορμιά τους στον ίδιο τόπο που σκοτώθηκαν τα θύματά τους.

Ο υπαστυνόμος Λευτέρης Παπανάγνου λαμβάνει εντολή από το Διοικητή του 5ου Αστυνομικού Τμήματος να επιβλέψει τη μεταφορά των εκτελεσμένων από το χώρο της «Μάντρας» στο Γ' Νεκροταφείο. Ο ίδιος χαρακτηριστικά αναφέρει:
«Πήρα ανάλογη δύναμη και πήγα στη Μάντρα. Όλοι οι γύρω χώροι ήταν γεμάτοι από γυναίκες. Τις απομάκρυνα λίγα μέτρα. Έβαλα σκοπούς στις δυο γωνίες (...) Προχώρησα προς το κύριο οικοδόμημα. (...) Το θέαμα με συγκλόνισε. Ρίγος ένοιωσα σ' όλο μου το σώμα. Δεν περίμενα να βρω τόσα θύματα. (...) Όλο το δάπεδο του υφαντουργείου ήταν σκεπασμένο από κορμιά εκτελεσμένων. (...) Στην νοτιοανατολική γωνία της αίθουσας και πάνω στα κορμιά των ανδρών βρίσκονταν μπρούμυτα το σώμα της Διαμάντως. Η φούστα της ήταν ανασηκωμένη και σκέπαζε το σώμα της από τη μέση και πάνω. Τα μπούτια της ήταν μελανιασμένα από τα χτυπήματα. (...) Συνήλθα γρήγορα. Σκέφτηκα λίγο. Τους δράστες τους ξέρουμε. (...) Εκείνο που δεν ξέρουμε είναι η ταυτότητα των θυμάτων. Προέχει η διάσωση των στοιχείων της ταυτότητας και η μεταφορά τους στο Νεκροταφείο. Άρχισα αμέσως την έρευνα (...) Ότι έβρισκα ταυτότητα, αλυσίδα, φυλαχτά τα τύλιγα σ' ένα μαντήλι κι ένα κομμάτι από τη φανέλα και πουκάμισο του θύματος (...) συγκέντρωσα τα δεματάκια και τα τύλιξα σ' ένα σακάκι του θύματος. (...) Έδωσα εντολή στους εργάτες του Δήμου, ν' αρχίσουν τη φόρτωση (...) Όταν η φόρτωση τελείωσε και τα κάρα έφυγαν για το Γ' Νεκροταφείο, εγώ με το σακάκι (...) στην αγκαλιά μου (...) παρέδωσα το πολύτιμο για μένα φορτίο στον υπάλληλο του γραφείου του Ε.Ε.Σ (...)»

Κατόπιν διαταγής οι εργάτες, θάβουν τους εκτελεσμένους της Μάντρας στο Γ' Νεκροταφείο και τους εκτελεσμένους των Καμένων στο Νεκροταφείο της Ανάληψης.

Η αυλαία αυτής της τραγωδίας έκλεισε γύρω στις 6:00 μ.μ. με ένα ξεδιάλεγμα περίπου 8.000 Κοκκινιωτών ομήρων. Ενα τεράστιο ανθρώπινο ποτάμι ξεκίνησε από την Κοκκινιά για το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Οι όμηροι οδηγούνται, σε φάλαγγα ανά τέσσερις, και σ' αυτή την απόσταση, περίπου 7χιλιομέτρων όσοι πέφτουν κάτω από την εξάντληση, τη δίψα ή τη ζέστη, βασαν
ίζονται αμέσως...