Ενας θρύλος του επαναστατικού κινήματος, ένα παλικάρι μόνο 18χρονών, που το όνομα του έχει γραφτεί με ανεξίτηλα γράμματα στην ιστορία του αντιστασιακού αγώνα ενάντια στους κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους, δολοφονείται σαν σήμερα 18 Αυγούστου 1944, αφού πρώτα το σώμα του δέχτηκε όλη την κτηνωδία το ένοπλου δωσιλογισμού. Τον λέγαν Στέλιο Καρδάρα (Σπανός).
Ηταν ένα φτωχόπαιδο που γεννήθηκε το 1926 από πρόσφυγες γονείς στην Κοκκινιά και έμενε στην Αγία Σοφία Πειραιά.
Με την ίδρυση του ΕΑΜ γίνεται μέλος του με αρχική δράση του σαν σαλταδόρος, κλέβοντας όπλα για λογαριασμό του ΕΛΑΣ και τρόφιμα, τα οποία μοίραζε στον κόσμο. Περνάει στον εφεδρικό ΕΛΑΣ για να διακριθεί τόσο για τους αγώνες του, ώστε να γίνει ομαδάρχης της Οργάνωσης Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών (ΟΠΛΑ).
Τα εκρηκτικά «τα έπαιζε στα δάχτυλα» γι΄ αυτό και βρέθηκε να είναι ένας απ’ τους ηρωικότερους σαμποτέρ της αντίστασης που ανατίναζε αυτοκίνητα και αποθήκες των κατακτητών.
Οι Ταγματασφαλίτες τον έτρεμαν. Δεν μπορούσαν να ξεχάσουν ότι ο Στέλιος Καρδάρας έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο μαζί με την ομάδα του, και με μαχητές του 3ου Τάγματος του ΕΛΑΣ, στην μάχη της Κοκκινιάς της 7ης Μάρτη 1944, όταν τα ένστολα καθάρματα που συνεργαζόταν με τους Γερμανούς είχαν πάθει πανωλεθρία. Ενας ταγματάρχης των ταγματασφαλιτών, ο Λαζάρου, μαζί με 8 γερμανοτσολιάδες και 3 χωροφύλακες σκοτώνονται ενώ τραυματίζονται 20 γερμανοντυμένα τομάρια.
Λίγους μήνες αργότερα ο Στέλιος Καρδάρας έπαιξε βασικό ρόλο στην ομάδα της ΟΠΛΑ που ανέλαβε να εκτελέσει 50 ταγματασφαλίτες και Γερμανούς για να εκδικηθεί την εκτέλεση με βασανιστήρια της ηρωίδας Ηλέκτρας Αποστόλου.
Ξημέρωσε όμως η μαύρη μέρα. 18 Αυγούστου 1944. Μια μέρα μετά το μπλόκο της Κοκκινιάς. Ο Στέλιος έπεσε σε ενέδρα των ταγματασφαλιτών σε μια στέρνα στον Άη Γιάννη το Ρέντη.
«Χαρές και πανηγύρια» για τα εγκληματικά καθάρματα. Είχαν στα χέρια τους ένα 18χρονο παλικάρι που τους είχε εξευτελίσει σε μάχες, τους είχε γελοιοποιήσει με το απίστευτο θάρρος του και τις ζημιές που τους είχε προκαλέσει. Και τότε οι ένοπλοι δωσίλογοι έδειξαν όλο τον «ανδρισμό» τους. Βασάνισαν φρικτά τον νεαρό ήρωα φτάνοντας στο σημείο να του κόψουν τα γεννητικά του όργανα πριν τον δολοφονήσουν.
Ας ακούσουμε πώς αφηγείται όλα αυτά ο ρεμπέτης Μιχάλης Γενίτσαρης σε συνέντευξη που είχε δώσει στην «Ελευθεροτυπία»:
Τους είχε σακατέψει στα σαμποτάζ. Στη στεριά και στο πέλαγος τον κυνηγούσανε, αλλ’ αυτός άπιαστος συνέχιζε τις ζημιές. Και τι δεν κάνανε για να τον πιάσουν. Πληρωμένους χαφιέδες βάλανε για να μάθουνε πού κρύβεται. Ο Θεός της φτωχολογιάς ήτανε… όλοι τόνε θυμούνται και σήμερα για όσα έκανε για τους φτωχούς.
Μια φορά, με τα πιστόλια στο χέρι, σταμάτησε ένα γερμανικό αυτοκίνητο με τυριά… κατέβασε τους Γερμανούς κι άρχισε να μοιράζει τα τυριά στον κόσμο… έπρεπε να ‘βλεπες τη σκηνή… Μπουλούκια κόσμος μαζεύτηκε αμέσως κι έπαιρνε όσα μοίραζε ο Στέλιος… πλάκωσαν τα γερμανικά φρουραρχεία… ο Καρδάρας άφαντος. Πολλά κατορθώματα έκανε το παιδί αυτό…
Ητανε κι απ’ τους καλύτερους σαλταδόρους… Μια φορά πήδηξε σ’ ένα αυτοκίνητο που ‘χε μουσαμά πίσω, που σκέπαζαν τα πράγματα. Οι Γερμανοί είχανε πάρει χαμπάρι ότι σαλτάρανε, κι αρχίζανε και βάζανε πού και πού σκοπούς πίσω, κρυμμένους, για να μην τους βλέπουν οι σαλταδόροι. Ετσι γίνηκε και όταν πήδηξε ο Καρδάρας στο αυτοκίνητο και άρχισε να πετάει πράματα. Από τη φούρια του, άρπαξε και τον Γερμανό που ήταν κρυμμένος και σκεπασμένος με το μουσαμά και τόνε πέταξε κι αυτόν στο δρόμο…
Τον κυνηγάγανε με μανία. Δεν άφηνε αυτοκίνητα, τρένα, αποθήκες που να μην τα ανατινάξει… Γερμανόφιλοι, χαφιέδες τέτοιοι… ταγματασφαλίτες… του στήσανε ενέδρα στα περιβόλια στο Ρέντη… Δεν θα τον πιάνανε ποτέ τον Στέλιο, αλλά ήτανε άτυχος, πολύ άτυχος -κι αυτό του πήρε τη ζωή…
Καλοκαίρι ήτανε και πήγε σε μια στέρνα να πλυθεί. Εβγαλε τα ρούχα του, ακούμπησε τα πιστόλια δίπλα του και μόλις έσκυψε να πλυθεί, πέσανε πάνω του και τόνε πιάσανε. Τον δέσανε μ’ ένα σύρμα και τον πήγανε προς τον Αγιο-Διονύση, στη Δραπετσώνα. Πενήντα τουφέκια πέσανε πάνω του να βγάλουν το άχτι τους -το μίσος που του ‘χανε. Του κόψανε και τα γεννητικά όργανα. Τ’ όνομά του έγινε ύμνος στον Περαία κι όλοι κλάψανε το χαμό του…
Ηρθανε και με πήρανε ΕΑΜίτες, αντάρτες, και με πήγανε στην Κοκκινιά. Πέντε χιλιάδες κόσμος μαζεύτηκε στην πλατεία, φέρανε κάτι παλιά μεγάφωνα και ‘παιξα το τραγούδι… κρατήσαμε ένα λεπτό σιγή στη μνήμη του παλικαριού… όσο τραγούδαγα, όλος ο κόσμος έκλαιγε… Μεγάλος πατριώτης ο Καρδάρας και ψυχή που δε λέγεται, από προδοτικές σφαίρες πήγε. Ελληνες είμαστε…».
Εδώ να πούμε ότι ο Μιχάλης Γενίτσαρης είχε μια τρικυμιώδη ζωή και ίσως κάποια στιγμή παραθέσουμε κεφάλαια από την αυτοβιογραφία του που έχει τίτλο: «Μάγκας από μικράκι».
Απλώς να σημειώσουμε τώρα ότι το Μεταξικό καθεστώς τον έστειλε στη Νιο ως δημόσιο κίνδυνο διότι, όπως του είπανε, είχε μπλέξει σε πολλές φασαρίες και αν και ο ίδιος δεν έλαβε ενεργά μέρος στην Εθνική Αντίσταση στα τραγούδια του μιλάει με απέχθεια για τους μαυραγορίτες και τους συνεργάτες των Γερμανών, βλέπει με θαυμασμό τους σαλταδόρους, ενώ υμνεί τα παλικάρια της Αντίστασης.
Μάλιστα έγινε διαχρονικό το τραγούδι «Ο Σαλταδόρος» που είχε γράψει για τον Στέλιο Καρδάρα.
Αυτό το τραγούδι ακούστηκε για πρώτη φορά στην πλατεία της Κοκκινιάς σε εκδήλωση που οργάνωσε ο ΕΛΑΣ για να τιμήσει τον συνθέτη και τραγουδιστή. Ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Μόλις έβαλα μουσική και το ’παιξα λίγες φορές, το μάθανε παντού. Το μάθανε όλοι οι σαμποτέρ, οι αγωνιστές, οι αντάρτες, όλοι. Το μάθανε και ήρθανε και με πήρανε ΕΑΜίτες και αντάρτες, και με πήγανε στην πλατεία στην Κοκκινιά. Πέντε χιλιάδες κόσμος και παραπάνω μαζεύτηκε. Με βάλανε και το ’παιξα και το τραγούδησα. Πριν αρχίσω, κρατήσαμε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του ήρωα. Όταν το τραγουδούσα όλος ο κόσμος έκλαιγε».
«Πενθοφορεί η Αγιά Σοφιά,
Παλιά και Νέα Κοκκινιά,
κλάψε κι εσύ τώρα, ντουνιά,
πιάσαν τον Στέλιο τα σκυλιά.
Τον πιάσαν γερμανόφιλοι
και ταγματασφαλίτες
τον Στέλιο τον Καρδάρα μας,
στο Ρέντη, οι αλήτες.
Δεμένο τον επήγανε
προς τον Άγιο Διονύση,
δέκα ντουφέκια του ‘ριχναν,
ώσπου να ξεψυχήσει.
Θεέ μου, ας προλάβαινες,
να ‘κανες άλλη κρίση,
που ‘χε μανούλα κι αδελφές
και έπρεπε να ζήσει.
Άδικα τον σκοτώσανε,
λες κι ήτανε κατάρα,
γιατ’ ήταν στην Αντίσταση,
τον Στέλιο τον Καρδάρα»....
«Πενθοφορεί η Αγιά Σοφιά,
Παλιά και Νέα Κοκκινιά,
κλάψε κι εσύ τώρα, ντουνιά,
πιάσαν τον Στέλιο τα σκυλιά.
Τον πιάσαν γερμανόφιλοι
και ταγματασφαλίτες
τον Στέλιο τον Καρδάρα μας,
στο Ρέντη, οι αλήτες.
Δεμένο τον επήγανε
προς τον Άγιο Διονύση,
δέκα ντουφέκια του ‘ριχναν,
ώσπου να ξεψυχήσει.
Θεέ μου, ας προλάβαινες,
να ‘κανες άλλη κρίση,
που ‘χε μανούλα κι αδελφές
και έπρεπε να ζήσει.
Άδικα τον σκοτώσανε,
λες κι ήτανε κατάρα,
γιατ’ ήταν στην Αντίσταση,
τον Στέλιο τον Καρδάρα»....