Με δόλο και πονηριά ένα βράδυ ενώ κοιμόμασταν μπήκαν αθόρυβα στα σπίτια μας και μας πέρασαν τις αλυσίδες. Αλυσίδες βαριές που δε σε άφηναν να σηκωθείς. Πριν ξημερώσει η μέρα μας έχωσαν σε ένα πλοίο που λεγόταν Τεκόρα. Εκατοντάδες συμπατριώτες μου στιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο σε χώρους που δε σε άφηναν να κουνηθείς και με τις αλυσίδες που σου έσκιζαν τα χέρια και την ψυχή. Δυο φεγγάρια κάναμε να φτάσουμε σε στεριά ξανά και μια νύχτα που το φεγγάρι ήταν στη χάση του μας έβγαλαν έξω στο λιμάνι της Κούβας.
Πολλοί ξεκινήσαμε και λίγοι φτάσαμε από τις κακουχίες και τις αρρώστιες από τα περιττώματα μέσα στο καράβι. Στην αποβάθρα είχαν έρθει δυο Κουβανοί, ο Δον Χοθέ Ρουίς και ο Δον Πέδρο Μοντέζ. Ο πρώτος διάλεξε 49 άντρες από μας και ο δεύτερος 4 παιδιά, τα τρία κορίτσια. Μας πήραν με το ζόρι και μας έβαλαν σε ένα πλοίο που το ονόμαζαν «Φιλία»(Άμισταντ). Τι ειρωνεία! Ποιος ήταν φίλος με μας; Ευτυχώς εκεί τα πράγματα ήταν καλύτερα από το Τεκόρα. Αν και ήμασταν πάντα με τις αλυσίδες, τουλάχιστον είχαμε περισσότερο χώρο ο καθένας για τον εαυτό του και με μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Πριν ανεβούμε στο πλοίο όλος αυτός ο συμφερτός των λευκών μας έδειχνε και μας έλεγε ότι τώρα πια θα μας έλεγαν αλλιώς.
Το όνομά μου δεν ήταν πια Sengbe Pieh, αλλά Τζοζέφ Σινκέ. Άλλο πράγμα κι αυτό! Και αν μας ρωτούσαν, είπαν, θα λέγαμε ότι είμαστε μαύροι Λατίνοι. Ο φίλος μου ο Μπάνα που ήξερε λίγα αγγλικά, άκουσε ότι στη νέα χώρα που ήρθαμε απαγορευόταν εδώ και πολλά χρόνια να φέρεις σκλάβους από την Αφρική και να τους πουλήσεις. Γι’ αυτό έπρεπε να μας αλλάξουν ταυτότητα. Σκλάβοι. Αυτό ήμασταν τελικά.
Το Άμισταντ ξεκίνησε μια αφέγγαρη νύχτα από το λιμάνι της Κούβας με προορισμό σίγουρα όχι την Αφρική. Όλο αυτόν τον καιρό, κανείς δεν ήξερε που πάμε και γιατί. Για ποιο λόγο ένας άνθρωπος να θέλει να βάλει αλυσίδες σε έναν άλλο. Με ποιο δικαίωμα το κάνει αυτό. Μήπως οι λευκοί τελικά προέρχονταν από τέρατα; Στο πλοίο βρίσκονταν εκτός από τους…αφέντες μας, ένας λευκός καπετάνιος, ένα μαύρο αγόρι που δούλευε σκλάβος ως καμαρώτος του, και ένας στριμμένος αρχιμάγειρας που αν και στο αίμα του έτρεχε και μαύρο αίμα, ήταν χειρότερος και από φίδι.
Τη δεύτερη μέρα που ταξιδεύαμε, ο μάγειρας αυτός μας έφερε τα αποφάγια να φάμε. Τον θεωρήσαμε δικό μας, αφού ήταν μισός τουλάχιστον μαύρος και θελήσαμε να μας πει γιατί μας πήραν αυτοί οι άντρες και που μας πάνε. Θα σας σκοτώσουν και θα σας φάνε, μας είπε, αφού εγώ σας μαγειρέψω! Αυτό ήταν λοιπόν, οι λευκοί ήταν κανίβαλοι και τους άρεσε το καψαλισμένο μας δέρμα! Γι’ αυτό έπαιρναν συνέχεια μαύρους από την χώρα μας. Έπρεπε κάτι να κάνω, να ξεσηκώσω τους δικούς μου, να μην πάμε από το στόμα των λευκών. Έπρεπε να δράσουμε και να δράσουμε τώρα.
Τους είπα: «Φίλοι και Αδέρφια: Θα μπορούσαμε να γυρίσουμε, αλλά ο ήλιος είναι εναντίον μας. Δεν πρόκειται να σας δω να υπηρετείτε τους λευκούς. Γι’ αυτό σας λέω να με βοηθήσετε να σκοτώσω τον καπετάνιο. Σκέφτομαι ότι μπορεί να πεθάνω και εγώ. Το περιμένω. Θα είναι καλύτερα. Θα είναι καλύτερα να σκοτωθείτε παρά να είστε σκλάβοι για πολλά φεγγάρια. Θα πέθανα ευτυχισμένος αν μπορούσα να σώσω όσους περισσότερους συμπατριώτες μου μπορώ από τα δεσμά των λευκών».
Εξάλλου ήμασταν περισσότεροι και σίγουρα πιο δυνατοί. Το τέταρτο βράδυ στη θάλασσα, καταφέραμε να σπάσουμε τα δεσμά μας. Δυο τρεις από μας φύγαμε αθόρυβα από τη φυλακή μας και βρήκαμε δίπλα στους κοιμισμένους φρουρούς ματσέτες και μαχαίρια. Τα πήραμε και μια δυνατή πολεμική κραυγή, δώσαμε το σύνθημα. Πήγαμε και βρήκαμε τον καπετάνιο, κοιμισμένο ακόμα, χωρίς να έχει καταλάβει αν αυτό που έβλεπε ήταν όνειρο ή εφιάλτης. Δίχως πολλά λόγια, του έκοψα το λαιμό.
Ο μαύρος καμαρώτος του μας κοίταζε από μια γωνία με τα μάτια κλαμένα. Ήταν φοβισμένος αλλά και αρκετά γενναίος για να αποφασίσει να έρθει μαζί μας. Το αίμα μίλησε. Γρήγορα βρεθήκαμε μπροστά και στο μάγειρα, τον μισητό αυτό ανθρωπάκι. Πριν προλάβει να μιλήσει, σώπασε για πάντα με μια μαχαιριά μου. Οι υπόλοιποι έφυγαν με μια βάρκα. Σε μια γωνιά βρήκαμε τον Ρουίς και τον Μοντέζ να τα έχουν κάνει πάνω τους. Τους λυπηθήκαμε. Εξάλλου θέλαμε κάποιον να μας πάει πίσω στην Αφρική. Με απειλές τους διατάξαμε να βάλουν πλώρη για τη χώρα μας.
Αυτοί ξεκίνησαν να τραβάνε νοτιοανατολικά. Τότε δεν ξέραμε ότι όταν νύχτωνε, αυτοί οι πονηροί λευκοί έστριβαν το τιμόνι αντίθετα για να βρουν μια φιλική στεριά σε αυτούς. Τη μέρα πηγαίναμε στην Αφρική και το βράδυ στην Αμερική. Αυτό το ζιγκ ζαγκ κράτησε για ένα ολόκληρο φεγγάρι, ώσπου μας εκνεύρισε. Τελικά, λίγο πριν φτάσω στα όριά μου, βγήκαμε σε μια στεριά.
Κάποιοι από μας κατεβήκαμε για να δούμε αν φτάσαμε στην Αφρική. Τελικά την γη αυτή την κατοικούσαν λευκοί. Ήταν μια ακτή του Λονγκ Άιλαντ όπως μάθαμε μετά. Με μόνο ρούχο κάτι κουβέρτες στους ώμους και μαχαίρια, προσπαθήσαμε να βρούμε τροφή και νερό που είχε εξαντληθεί όλο αυτόν τον καιρό με τα ατέρμονα ζιγκ ζαγκ. Πληρώσαμε με ισπανικό χρυσό που ήταν μπόλικο στο καράβι. Αυτό προσέλκυσε κάποιους ανθρώπους που ήρθαν εκεί που είχαμε αράξει. Ρωτήσαμε αμέσως να μάθουμε αν εδώ ήταν μια ελεύθερη χώρα ή αν θεωρούμασταν σκλάβοι. «Κανείς εδώ δεν είναι σκλάβος», μας απάντησαν. Και τότε ζητήσαμε ρούμι. Από τη χαρά μας βγάλαμε κραυγές χαράς αλλά οι χαζοί λευκοί φοβήθηκαν και έτρεξαν για τα όπλα τους!
Μια μέρα που ήμασταν μαζεμένοι στο Άμισταντ και τρώγαμε, ανέβηκαν ξαφνικά στο πλοίο λευκοί άντρες και άρχισαν να μας περνούν αλυσίδες. Μα εδώ ήταν ελεύθερη χώρα μας είχαν πει! Είχαν έρθει από ένα πλοίο που το έλεγαν Ουάσινγκτον και ανέβηκαν να δουν τι γίνεται στο καράβι μας. Αν και προσπάθησα να ξεφύγω με έπιασαν όπως και τους άλλους και μας έβαλαν φυλακή.
Ο Μοντέζ και ο Ρουίς είπαν ότι ήμασταν δολοφόνοι και κάναμε ανταρσία πάνω στο καράβι σκοτώνοντας ανθρώπους. Είπαν ότι είμαστε μαύροι λατίνοι, νόμιμα αποκτημένοι πριν χρόνια. Όλα ψέματα. Μπορεί να σκοτώσαμε αλλά ήταν γιατί θέλαμε την ελευθερία μας…
Από κει και πέρα ξεκίνησε μια δίκη που κράτησε για δύο χρόνια. Από τη μια αναβολή στην άλλη έπρεπε να αποδείξουμε ότι γεννηθήκαμε ελεύθεροι και ότι σκλαβωθήκαμε όταν πια απαγορευόταν. Μας πώς να τα πεις αυτά όταν δεν ξέρεις τη γλώσσα των λευκών; Οι μόνοι που μιλούσαν ήταν οι Ρουίς και ο Μοντέζ και έλεγαν ότι ήμασταν δολοφόνοι και νόμιμα αποκτημένοι. Ώσπου ήρθε ο Τζέιμς Κόβεϊ που ήξερε τη γλώσσα μας και όλοι έμαθαν την αλήθεια. Χιλιάδες άνθρωποι που αγαπούσαν τους μαύρους, αν και λευκοί, βοήθησαν να μάθουν όλοι την αλήθεια. Επίσης μας έμαθαν να μιλάμε και εμείς αυτή τη γλώσσα που έλεγαν αγγλικά και τον Θεό τους που τον έλεγαν Χριστό.
Τελικά τον Μάρτιο του 1841, μας είπαν ότι είμαστε ελεύθεροι και ξεκινήσαμε για το ευλογημένο ταξίδι πίσω στα χώματα της Σιέρα Λεόνε. Μαζί μας ήταν και αρκετοί ιεραπόστολοι που ήρθαν στη φυλή μας να κηρύξουν το λόγο του Χριστού με τη βοήθειά μας. Οι περισσότεροι όμως δεν αντέχουν τη δύσκολη ζωής της Αφρικής και σύντομα πεθαίνουν.
Εμείς, οι σκλάβοι του Άμισταντ γυρνάμε πια ελεύθεροι όπως γεννηθήκαμε και όπως ονειρευτήκαμε να είμαστε πάντα. Εγώ τώρα, αν και γέρος, βοηθώ τους ιεραποστόλους να μάθουν στη φυλή μου τον λόγο του Χριστού που λέει να αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Αυτό που έμαθα όλα αυτά τα χρόνια είναι ότι οι λευκοί είναι παράξενοι άνθρωποι. Είναι χριστιανοί και πάνε στις εκκλησίες αλλά έχουν σταματήσει και καιρό να εφαρμόζουν αυτά που τους είπε ο Χριστός. Μοιάζουν με τους παπαγάλους μας που λένε πράγματα χωρίς όμως να καταλαβαίνουν τους άλλους. Γιατί, αναρωτιέμαι, πως θα ήταν αν ήμασταν πραγματικά όλοι χριστιανοί; Όχι να κάνουμε μετάνοιες γονατιστές και να μην τρώμε τίποτα για το μισό χρόνο. Απλώς να είχαμε κάνει όσα είπε ο Χριστός: Να αγαπάμε, να βοηθάμε και να μην κρίνουμε. Εγώ τέτοιος χριστιανός θέλω να γίνω».
Οι σκλάβοι του Άμισταντ έγιναν η αφορμή για να ξεκινήσει σοβαρά η μάχη κατά της δουλείας και της παράνομης κατοχής ανθρώπων. Ήταν μάλιστα το προμήνυμα του πολέμου των Βορείων και των Νοτίων δύο σχεδόν δεκαετίες μετά. Ο αρχηγός των σκλάβων του Άμισταντ που υποκίνησε την εξέγερση ήταν ο Τζόζεφ Σινκέ. Ο Σινκέ πέθανε το 1879 ως χριστιανός και βοηθώντας του ιεραποστόλους. Φήμες θέλουν να είχε ασχοληθεί με τη δουλεμπορία. Την ιστορία του Άμισταντ την έχει μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη ο Στίβεν Σπίλμπεργκ.