Αν
Είν’ ένα δάσος γύρω μας συρματοπλέγματα ψηλά
κι έχουν απ’ έξω κλείσει
την ανοιξιάτικια χαρά που μας χαμογελά.
Πίσω απ’ το σύρμα βλέπουμε την όμορφη τη δύση
και τη γλυκιάν Αυγή,
εμείς που τόσον είχαμε τη Λευτεριά αγαπήσει.
Άραγε, από το σύρμα αυτό, που το’ χουμε ποτίσει
με τόσα δάκρυα κι αίματα, αν κάποια μέρα ανθίσει,
τί λούλουδο θα βγει;
Γεννήθηκε το 1911 στον Τσεσμέ –αρχαία Κρήνη- στα παράλια της Μικράς Ασίας απέναντι ακριβώς στη Χιο. Ο πατέρας του λέγονταν Σιδερής Χονδρουδάκης κι ήτανε ψαρομανάβης. Το «Αγγουλές» το πήρε από παρατσούκλι. Η μάνα του λέγονταν Γαρουφαλιά. Είχε τρεις αδερφές κι ο Φώτης ήταν το στερνοπαίδι.
Στον πρώτο πόλεμο 1914-18 πού έγινε κι ο πρώτος διωγμός των χριστιανών της Μικράς Ασίας, ο πατέρας του φόρτωσε μια νύχτα την οικογένεια του σε καΐκι και την πέρασε απέναντι στη Χιο, για να τη σώσει απ' τη σφαγή.
Τον πρώτο καιρό τούς στεγάσανε σε σχολεία, σε αποθήκες, σε χαλάσματα. Τελικά τους εγκατέστησαν στο παλιό Κάστρο.
Στο σχολείο πήγε μέχρι τη δεύτερη τάξη του Δημοτικού, χωρίς κι αυτή να την τελειώσει. Τα γράμματα τάπαιρνε, ήτανε όμως πολύ ζωηρός και μια μέρα πήδηξε απ' το παράθυρο της τάξης του και πια δεν ξαναγύρισε.
Στα 14 του χρόνια διάβασε για πρώτη φορά ένα ποίημα κι ενθουσιάστηκε. Από τότε σκάλιζε χαρτιά και παιδευόταν να ταιριάζει στίχους. Στα 15 πήγε μαθητευόμενος παραγιός σε τυπογραφείο που τυπωνόταν η τοπική εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».
Σε λίγα χρόνια έμαθε την τέχνη, γνωρίστηκε και με νέους διανοούμενους κι έβγαλαν το εβδομαδιαίο περιοδικό «ΤΟ ΝΗΣΙ ΜΑΣ» αλλά σε λίγο καιρό τόκλεισαν.
Παλικαράκι πια δημοσίευσε στην εφημερίδα «ΑΛΗΘΕΙΑ» μια τσουχτερή σάτιρα για τον Μουσολίνι. Τον τραβάνε στα δικαστήρια, τελικά αθωώνεται, αλλά από τότε χαρακτηρίζεται σαν αριστερός.
Μη μπορώντας ν' αντέξει την κατοχή φεύγει για την Μ. Ανατολή. Περνά μια νύχτα τον Αύγουστο του 1941 με μια βάρκα απέναντι στον Τσεσμέ κι από κει στη Σμύρνη και στοιβαγμένοι με πολλούς άλλους πάνω σε βαγόνια φτάνουνε στο Χαλέπι της Συρίας μετά Χάιφα-Παλαιστίνη.
Στην ιστορία
Έλληνες ήρθαν πάλι…
Η θάλασσα τούς ξέβρασε στις ανατολικές αχτές,
προχτές.
Βγήκαν πνιγμένοι στη στεριά και παραμορφωμένοι,
πρησμένοι σαν τουμπιά και μελανοί,
μα όσο κι αν τόκρυψε η νυχτιά το δράμα τους να μη φανεί,
το νόημα βγαίνει.
Τον ξέρομε τον ένοχο, είναι γνωστή η αιτία…
Στα φαγωμένα μάτια τους κοίταξε μέσα και θα δεις
μια χαλασμένη πολιτεία.
Μα μην τους θάψετε, γιατί, θα χάσει σχήμα η Φρίκη.
Κι όταν γραφτεί η ευγενικιά φασιστικιά ιστορία,
έτσι, πρησμένους, βάλτε τους κι αυτούς σε μια προθήκη.
Ό Αγγουλές κατατάχτηκε στον Ελληνικό στρατό της Μ. Ανατολής κι απέκτησε — όπως λέγαν — την ειδικότητα του στρατιώτη ποιητή.
Αρχές του 1942 αποσπάστηκε στην Ιερουσαλήμ στο τυπογραφείο του Πατριαρχείου πού τύπωναν το στρατιωτικό περιοδικό «ΕΛΛΑΣ».
Στα 1942 μετατέθηκε στο Κάιρο και κει γνωρίστηκε με τον Σεφέρη που ήταν προϊστάμενος στο κυβερνητικό γραφείο τύπου. Εκεί παντρεύτηκε μια Αιγυπτιώτισσα ελληνίδα και δημοκράτισσα δασκάλα των Γαλλικών πού λέγονταν Έλλη Κυριαζή κι ήταν απ' το Πήλιο η καταγωγή της. Διατηρούσε μπαρ πού σύχναζαν πολλοί έλληνες. Ζήσανε μαζί 4-5 μήνες.
Τον Αύγουστο του 1944 οι Άγγλοι τον πήγαν εξορία στην Ασμάρα, μετά φυλακή και απομόνωση στην Παλαιστίνη και στην Αίγυπτο κι αργότερα στο Ντεκαμερέ. Εκεί αρρώστησε και τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο του Μαϊχαμπάρ από κει σαν άρρωστος απολύθηκε. Μετά από διαδρομή άνω Αίγυπτο-Αλεξάνδρεια έφτασε στην Αθήνα και σε λίγες μέρες έφτασε στη Χιο.
Και στη Χίο άμα γύρισε ο Φώτης είχε αρχίσει ο ύπουλος, έπειτα επίσημος διωγμός των αριστερών. Στη θέση της η χωροφυλακή ορκισμένη απ' τόν καιρό της κατοχής, στα πόστα τους μοναρχικοί, μεταξικοί, ως και συνεργάτες των Γερμανών, τώρα συνεργάτες των Άγγλων.
Έπειτα δεν άργησε, την είδαμε πώς φούντωσε σ' όλη την Ελλάδα η δεξιά τρομοκρατία, πώς συγκροτήθηκε πάλι αντίσταση στα βουνά, παλιοί και νέοι καπεταναίοι και αντάρτες — εμφύλιος πόλεμος. Και στις πολιτείες σκληρός ο παράνομος αγώνας συλλήψεις, δίκες, εκτελέσεις, εξορίες, οι φυλακές δε χωρούνε, ανοίξανε κι άλλες, ανοίξανε στρατόπεδα για ξεφτελισμό και βασανισμό κομμουνιστών και πατριωτών Γιούρα, Μακρόνησο. Οι Άγγλοι σύμβουλοι επιστατούνε και διδάσκουνε.
Όαση
Σαρκάζει σαν παράφρονη, με καγχασμό η ψυχή μου,
τ’ άστρινα μάτια σου, ουρανέ, που κλαιν με δάκρυα φωτεινά,
πάνω απ’ το καραβάνι μας που η δίψα το περιπλανά
για μια ποθούμενη Όαση στη μέση της ερήμου.
Η μνήμη πληγώνεται όποτε αναπολεί τη φριχτή εποχή, αναζητά την καθαρή σειρά της προδοσίας του Ελληνικού λαού μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο, πώς πλήρωσε το πρώτο μεταπολεμικό αντικομμουνιστικό πείραμα των Άγγλων και Αμερικάνων, συνεχίζεται ακόμη. Τα 2 μεγάλα νησιά Σάμο, Μυτιλήνη μέ τό προζύμι του πρώτου βγάλανε και δεύτερο αντάρτικο, το πληρώσανε ακριβά. Κι η άβγαλτη Χίος πλήρωσε ακριβά τους ογδόντα πρωτόπειρους πρωτοπόρους της.
Το 1948 μέσα στις καθημερινές αγωνίες, συλλήψεις και καταδίκες μάθαμε πως είχε πιαστεί ο Φώτης, ήτανε κλεισμένοι μ' έναν φίλο του, Μιχάλη Βατάκη, σε μια στέρνα, φουντάνα, στο χωριό Βροντάδο και τυπώνανε παράνομη εφημερίδα. Τους είχε σωθεί το παξιμάδι κι οι ελιές τους, ένα καλαθάκι, καθώς και τ' οξυγόνο δεν άναβε πια το φαναράκι τους — έπεσε άραγε ρουφιανιά, άραγε ξετρυπώσανε καμιά νύχτα σα μαμούνια να πάρουν αέρα και τους είδε κανένα μάτι, δεν μάθαμε ποτές. Τους κατεβάσανε στη Χώρα και τους πομπέψανε δεμένους, ο κόσμος περίφοβος αλλά και κανένας δεν τους πρόσβαλε. Τους σηκώσανε ύστερα όλους μαζί απ' τη Χίο, είπανε πώς τους πήγανε στα Γιούρα και κείνος πως βρίσκεται στη Σύρα στο Νοσοκομείο. Τότε για μας κάθε μετακίνηση ήταν πολύ δύσκολη, όμως πήγε στη Σύρα μια ηλικιωμένη και ψυχωμένη αλληλεγγίτισσα, η κυρά Αντωνία, του συνοικισμού Ζωγράφου. Της είχε πεθάνει μια μοναχοκόρη αντάρτισσα, ο μοναχογιός της στη Μακρόνησο, αλλά η καρδιά της βουνό, πήγε τον είδε και μας έφερε νέα του.
Έπειτα μάθαμε πως η δίκη θα γίνει στην Αθήνα, πως κινδυνεύει να δικαστεί σε θάνατο. Τρέξαμε όπου είχαμε γνωριμίες, ελπίδες, τα γνωστά. Είχαν ενδιαφερθεί και αρκετοί Χιώτες, είχε πολλές συμπάθειες. Δικάστηκε 12 χρόνια ειρκτή.
Αν το λέμε…
Οι φτωχές μας καλύβες σηκώνουνε τις μεγάλες Πατρίδες.
Κι οι καλοί πατριώτες
τεχνουργούν για τα χέρια μας δυνατές αλυσίδες.
Αν πονούμε, μας δείρανε όμοια οχτροί κι όμοια φίλοι,
κι αν το λέμε, αν το ξέρουμε της ζωής το τραγούδι,
το μάθαμε απ’ του χάρου τα χείλη.
Δε θυμάμαι χρονολογικά τις μεταγωγές του από φυλακή σε φυλακή, τις πέρασε όλες. Στο Ναύπλιο συζητήθηκε η αναθεώρηση του αλλά δεν πήγε ο δικηγόρος και φίλος του.
Στα Βούρλα τον είδα επισκεπτήριο πρώτη φορά, έπειτα στην Κόρινθο, πιο ήμερη φυλακή μας φάνηκε. Με τους σεισμούς του '53 βρέθηκε στην Κεφαλονιά. Πολλοί φύλακες πετάξανε τα κλειδιά, τρέχανε, βγάζανε τους κρατούμενους λοιπόν σε μια πλατεία, οι πολιτικοί αναλάβανε, ορίσανε υπεύθυνους για φρούρηση, σχηματίσανε τετράγωνο. Έλεγε ο Φώτης πως ή γης βούιζε κάθε τόσο και τάραζε σα θάλασσα, κάτι περίψηλα πεύκα τα πετούσε όξω, φαίνουνταν οι ρίζες τους, οι κορφές τους ακουμπούσαν χάμω και πάλι ορθοποδίζανε. Οι άνθρωποι πέφτανε, βαστιούντανε χέρι-χέρι, μερικοί ξερνούσανε, η σκόνη τύφλωνε. Διαδόθηκε τότε με τη θεομηνία ότι κάποιο μέτρο θ' ακουστεί ευεργετικό, ελπίζαμε αλλά τίποτα δεν έγινε, τους μεταφέρανε στην Κρήτη, στην Αλικαρνασσό.
Το '54 τον φέρανε στον Άγιο Παυλο για εγχείρηση του στομαχιού, δεν μπορούσε πια να φάει καθόλου. Μιλήσαμε από κοντά-κοντά στο κρεβάτι του, η διάθεση του καλή κι εδώ «...θα φάω πάλι χταπόδι...» και κουνούσε το λεπτό, λεπτό του χέρι με τεντωμένα τα μαυριδερά του δάκτυλα σα να το παράγγελνε.
Αποφυλακίστηκε το '56, απ' την Κέρκυρα, είχε συμπληρώσει τα 2/3 της ποινής του. Έμεινε πάλι στην Αθήνα μερικές μέρες και πήγε στη Χίο.
Πάλι εκεί τον παρακολουθούσε η Ασφάλεια, τον καλούσαν κάθε μέρα, τον φοβέριζαν, φοβέριζαν τους συγγενείς του και όποιον τον πλησίαζε. Για να υπογράψει δήλωση. Αυτός κάθε μέρα μπροστά τους ατάραχος, το στόμα του κλειστό χωρίς καθόλου να το σφίξει, άφωνος. Μάλιστα όταν θόλωσε ο νους του, φέρανε στην Κλινική να υπογράψει ένα χαρτί του ΙΚΑ, τόσο είχε συνήθειο τη βουβή άρνηση, ούτε άπλωσε το χέρι να το διαβάσει, μας κοίταζε και χαμογελούσε κάπως πονηρά, δηλαδή «δε θα με ξεγελάσετε ούτε σεις...», χρειάστηκε μεγάλη διαδικασία για να το υπογράψει μια αδελφή του.
Πολύ τον στενοχωρούσε πως ταλαιπωρούσε κι άλλους άθελα, ίσα-ίσα καλημέριζε τη γειτονιά και τραβούσε. Είχε στέκι στο λιμάνι, σε κάτι πολύ φτωχικά ταβερνάκια, τα περιφρονούσαν κι οι χαφιέδες.
Μην καρτεράτε
Μην καρτεράτε να λυγίσουμε
μήτε για μια στιγμή,
μήδ' όσο στην κακοκαιριά
λυγά το κυπαρίσσι.
Έχουμε τη ζωή πολύ
πάρα πολύ αγαπήσει.
μήτε για μια στιγμή,
μήδ' όσο στην κακοκαιριά
λυγά το κυπαρίσσι.
Έχουμε τη ζωή πολύ
πάρα πολύ αγαπήσει.
'Εκεί περιζήτητος, τον κερνούσανε, του δίνανε καμιά φορά ψάρι «νά το μεταπουλήσει», γιά χαρτζηλίκι και πάλι το χαρτζηλίκι τούτο έπεφτε στο ρεφενέ για ρακί. Του άρεσε πάντα το πιοτό, τελικά δεν είχε άλλη απόλαυση.
Μερικοί παλιοί φίλοι τον υποστηρίξανε, τον πήρε στο τυπογραφείο του ο εκδότης της εφημερίδας «Χιακός λαός» έτσι και βρέθηκε με περίθαλψη του ΙΚΑ όταν αρρώστησε. Τύπωσε σιγά-σιγά εκεί με τα χέρια του τη συλλογή «Πορεία στη νύχτα», δική του επιλογή από παλιά ποιήματα καί νέα.
Καλοκαίρι του '63 τον φέρανε σε κλινική στα Μελίσσια, είχε πάθει μολυβδίαση, την ασθένεια των τυπογράφων. Αλλά και το μυαλό του είχε πάθει. Δεν έβγαλε μιλιά όταν με είδε, αν γνώριζε αν δε γνώριζε δεν κατάλαβα, το μάτι του όμως μας παρακολουθούσε, θαρρείς μας έκρινε. Μια στιγμή σηκώθηκε, πήγε ως το παράθυρο, ίδια ή περπατησιά του πηδηχτή σαν έτοιμος για χορό. το κεφάλι του τώρα κάτασπρο.
Με τη φροντίδα της ΕΔΑ μπήκε σ' άλλη κλινική ψυχιατρική στο Ελληνικό, εκεί τον περιποιηθήκανε πολύ γιατροί και νοσοκόμοι, μετά 4 μήνες έτρωγε, μιλούσε ομαλά.
Όσον καιρό ήτανε άρρωστος καθισμένη δίπλα του μια αδελφή του, αφήνανε τα σπίτια τους, σύμφωνοι κι οί άντρες και τά παιδιά τους, χάρη του Φώτη, άμετρη, ασυζήτητη αφοσίωση, ανατολίτικη. Έλεγε κάποτε ο ίδιος πως αν ο ένας του σπιτιού δεν είχε ύπνο κι οι άλλοι αγρυπνούσανε «για συντροφιά...».
Επίλογος
Το σπαραγμό σου Ελλάδα μου, ποια νύχτα θα μου κρύψει;
Ποιος πόνος θα μου πει;
Ξεπέρασα τον πόνο πια και τη βαθιά μου θλίψη,
κι έφτασα στη σιωπή.
Και στέκω εμπρός σ’ ένα σωρό ρημάδια και συντρίμμια,
κι ούτε μια δέηση να πω μπορώ, και ούτε μια βλαστήμια.
Το σπαραγμό σου Ελλάδα μου, ποια νύχτα θα μου κρύψει;
Ποιος πόνος θα μου πει;
Ξεπέρασα τον πόνο πια και τη βαθιά μου θλίψη,
κι έφτασα στη σιωπή.
Και στέκω εμπρός σ’ ένα σωρό ρημάδια και συντρίμμια,
κι ούτε μια δέηση να πω μπορώ, και ούτε μια βλαστήμια.
Δεν του 'λειψε στην πατρίδα, στην προσφυγιά ποτές δα η γυναικεία παρουσία, κοπέλες πρόθυμες, απλές και γραμματιζούμενες λαχταρούσανε την παρουσία του, τον φροντίζανε, τον καμαρώνανε, ζηλεύανε, καρδιοχτυπούσανε, χωρίς και πολλές ελπίδες. Από μέρους του η ανταπόκριση εγκάρδια και άστατη. Ούτε και της γυναίκας του δε δώσανε άδεια να έρθει απ' την Αίγυπτο, σε κανένα χρόνο πήραν διαζύγιο.
Λοιπόν στο θάλαμο, γύρω απ' το κρεβάτι του όπως στη σκηνή του, στο κελί, πάντα μεγάλη σύναξη και συζήτηση, άδικα μαλώνουν οι γιατροί πώς του χρειάζεται ησυχία. Πάνω στο συνήθειο αυτό μια φορά του ξέφυγε «... σε τρώνε ζωντανό... φαίνεται είμαστε για φάωμα...».
Ήρθε μετά 5-6 μήνες πάλι στην κλινική για παρακολούθηση, του βγάλανε και τη σύνταξη απ’ το σωματείο των τυπογράφων. Του προσκολλήθηκε τότε μιαν άρρωστη και τάχα γιατρεμένη, τάχα γιατρεμένος κι αυτός, της έδωσε λόγο πως θα την πάρει στη Χίο και θα την παντρευτεί. Όμως ανάμεσα κωμωδία και μαρτύριο, μπήκε στη μέση ο θάνατος. Για να την παραλάβει λένε πως έκανε το τελευταίο του ταξίδι.
Μας τηλεφωνήσανε ένα πρωί ότι βρέθηκε νεκρός στο «Κολοκοτρώνη» με το δρομολόγιο από Χίο προς Πειραιά, τη νύχτα 26 προς 27 Μαρτίου 1964, στο διάδρομο της τουριστικής.
Η νεκροψία έδειξε πνευμονικό οίδημα. Συμφωνήσαμε πώς έπρεπε να ταφεί στη Χίο, αυτό θα ήθελε και κείνος. Ταριχεύτηκε λοιπόν μέ φροντίδα της ΕΔΑ και στις 30 Μαρτίου τον συνοδέψαμε απ' το Νεκροταφείο στο πλοίο. Το φέρετρό του στ' αμπάρι καταστολισμένο — πάλι αμπάρι σού έμελλε — τον χειροκροτήσανε οι φίλοι στην προβλήτα όπως είναι το έθιμο και τον συνοδέψανε τέσσερις αποσταλμένοι.
Καίγονται
Αυτούς εγώ που τραγουδώ, δεν έχουνε φτερά.
Δεν τους μεθά καμιά φυγή, δεν τους τραβούν τ’ αστέρια,
έχουνε μια ζεστή καρδιά, δυο ροζιασμένα χέρια,
κι είναι δεμένοι με τη γη.
Απ’ της αυγής το χάραγμα, ως του βραδιού τα θάμπη,
μοχθούν για δυο πικρές ελιές, και μια μπουκιά ψωμί,
ιδρώνουν κι απ’ τον ίδρω τους ανθοβολούνε οι κάμποι,
καίγονται κι απ’ τις φλόγες τους φωτίζεται η ζωή.
Αυτούς εγώ που τραγουδώ, δεν έχουνε φτερά.
Δεν τους μεθά καμιά φυγή, δεν τους τραβούν τ’ αστέρια,
έχουνε μια ζεστή καρδιά, δυο ροζιασμένα χέρια,
κι είναι δεμένοι με τη γη.
Απ’ της αυγής το χάραγμα, ως του βραδιού τα θάμπη,
μοχθούν για δυο πικρές ελιές, και μια μπουκιά ψωμί,
ιδρώνουν κι απ’ τον ίδρω τους ανθοβολούνε οι κάμποι,
καίγονται κι απ’ τις φλόγες τους φωτίζεται η ζωή.
Στη Χίο φτάσαμε χαράματα, οι 3 αδελφές του περιμένανε μαυροντυμένες, κι άλλοι δικοί του, τοποθετήθηκε το φέρετρο στη Μητρόπολη, όλο το δρόμο μια θρηνωδία σιγανή. Ως το μεσημέρι περνούσε ό κόσμος αδιάκοπα, μερικοί απλοί φίλοι του σκύβουνε και του μιλούνε δακρυσμένα «... ήσουνα καλά πού ήφυες...», «...οχ να μη βρεθεί κανείς μας εκεί...».
Η κηδεία επίσημη, μ' έξοδα του Δήμου και μουσική. Μερικοί παραπονέθηκαν — γιατί να μην κάνουνε αυτοί τα έξοδα, λέγανε «... είμαστε φίλοι...», χτυπούσαν το στήθος τους, δείχναν την καρδιά τους, θλίψη αντρίκια ομηρική. Άλλοι λέγανε πώς αν είχε ο Φώτης τα μισά λεφτά που πήγανε στο ξόδι του θα περνούσε πλούσια ένα χρόνο. Στο τέλος μερικοί κοντινοί αρπάξανε το φέρετρο στα χέρια και τον κατεβάσανε στον τάφο. Η άνοιξη κι ο ήλιος της λάμπρυνε τα σωριασμένα στέφανα και τα σκυμμένα κεφάλια εκεινών που μείνανε πίσω δε φεύγανε.
(Από το βιβλίο της Έλλης Παπαδημητρίου «Φώτης Αγγουλές», Κέδρος 1975).
(Από το βιβλίο της Έλλης Παπαδημητρίου «Φώτης Αγγουλές», Κέδρος 1975).
Αναρτήθηκε από Οικοδόμος